Άρθρο: Λίνα Ζουμπουρλή
Ψυχολόγος
&
Αλεξάνδρα Ε. Μπάκου
Ψυχολόγος

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


«Εγώ βιασμό σε αυτή τη δικογραφία δεν είδα… Βιασμό με στηθόδεσμο δεν μπορώ να φανταστώ… Εγώ πιστεύω τον Μανόλη. Όλες οι φίλες της αναφέρουν τα ναρκωτικά. Όταν είσαι γυμνός και υπό επήρεια, όλα τα συμπλέγματα που είχες βγαίνουν στην επιφάνεια. Και παίρνω τη θέση του ψυχολόγου… Το γιατί δεν έχει η Ελένη σύντροφο, λέει ο Μανόλης. Όχι, δε μου άρεσε η Ελένη, συγγνώμη κιόλας κύριε Γιάννη. Ήταν σαν παρανοϊκή, λέει για την Ελένη… Ψυχική υγεία υπάρχει όταν υπάρχει μακροχρόνια σχέση… Για ένα τρίο πήγαμε και κλείσαμε τρία σπίτια, είπε ο Μανόλης… Μπράβο Μανόλη αν όντως τη χάιδευες. Μπράβο, πάντα να χαϊδεύεις τις γυναίκες. Η θέση μου είναι ότι ο Μανόλης λυπάται που δεν μπορεί να τη σώσει».

Γράφει η Λίνα Ζουμπουρλή:

Όσο ανήκουστο κι αν ακούγεται, ζούμε σε μια Ευρώπη που τα κράτη που την απαρτίζουν στην πλειοψηφία τους δεν αναγνωρίζουν βάσει νόμου ότι το σεξ χωρίς συναίνεση είναι βιασμός. Ο βιασμός, η κακοποίηση και η κάθε είδους βία υποκαταγράφονται σε παγκόσμιο επίπεδο. Το κενό της νομοθεσίας που δεν προστατεύει τις θαρραλέες επιζήσασες που αποζητούν δικαιοσύνη είναι μεγάλο και διόλου σπάνια η δικαιοσύνη αποτυγχάνει να αποδώσει τον ελάχιστο φόρο τιμής σε όλες εκείνες που έχασαν τη ζωή τους παλεύοντας με τους δράστες, με αποτέλεσμα να εδραιώνεται μέσα μας ο φόβος. Ένας φόβος που μοιάζει να εντυπώνεται στο DNA μας και να περνά από γενιά σε γενιά. «Ποιος θα σε πιστέψει;», «Αν τον καταγγείλεις, θα τον νευριάσεις», «Θα γίνεις ρεζίλι», «Ξέχασέ το και προχώρα» είναι φράσεις που έχουν ακούσει γυναίκες που μοιράστηκαν μια κακοποιητική εμπειρία ή που βρήκαν το θάρρος να απευθυνθούν σε κάποιον δικηγόρο επιζητώντας την τιμωρία του δράστη. Δυστυχώς, αυτές που τελικά βρίσκουν αυτό το αξιοθαύμαστο απόθεμα δύναμης μέσα τους και φτάνουν στις δικαστικές αίθουσες, συχνά παρατηρείται να έρχονται αντιμέτωπες με αποκρουστικές συμπεριφορές, όχι μόνο των δικηγόρων των κατηγορουμένων αλλά και αξιωματούχων της δικαιοσύνης.

Οι συνήγοροι στοιχειοθετούν την υπερασπιστική γραμμή των δραστών με βάση τα ρούχα που φορούσαν τα θύματα, λες και τα υφάσματα είναι ικανά να προκαλέσουν βιασμό. Όταν αυτό αποτυγχάνει, γελοιωδέστατα στην υπερασπιστική τους γραμμή κάνουν λόγο για τα ρούχα που παρέμειναν κατά τη διάρκεια αυτού («Βιασμό με στηθόδεσμο δεν μπορώ να φανταστώ…»). Ένας από τους καλά εγκαθιδρυμένους μύθους της κακοποίησης είναι ότι οι κακοποιημένες γυναίκες είναι τρελές. Σε αυτόν ακριβώς στήριξαν την υπερασπιστική τους γραμμή και στην συγκεκριμένη υπόθεση. «Όχι δε μου άρεσε η Ελένη, συγγνώμη κιόλας κύριε Γιάννη. Ήταν σαν παρανοϊκή, λέει για την Ελένη… Ψυχική υγεία υπάρχει, όταν υπάρχει μακροχρόνια σχέση…». 

Είναι υψίστης σημασίας να αποδοθεί δικαιοσύνη. Οι νόμοι έχουν δύναμη και όταν εφαρμόζονται σωστά είναι ικανοί να επιφέρουν αλλαγές. Αλλαγές στη συμπεριφορά. Μα πιο σημαντικό είναι να διώξουμε τον φόβο και να δώσουμε φωνή σε όλες αυτές τις γυναίκες, τους άντρες και τα παιδιά που τραυματίζονται σωματικά και ψυχικά, κάποιες φορές θανάσιμα. Χωρίς αυτόν τον φόβο αγόρευσε η εισαγγελέας της δίκης Τοπαλούδη, Αριστοτελεία Δόγκα. Σε μια από τις πιο φωτεινές στιγμές της δικαιοσύνης, ακούμπησε με ενσυναίσθηση και σεβασμό όλες τις πτυχές της δικογραφίας και κατηγορήθηκε την επόμενη μέρα για υπερβάλλοντα συναισθηματισμό. Θυμίζω εδώ το κλασικό επιχείρημα της πατριαρχίας, ότι οι γυναίκες δε θα πρέπει να τοποθετούνται σε θέσεις ευθύνης και λήψης αποφάσεων, μιας και άγονται και φέρονται από το συναίσθημα. Δεν κατέχω γνώση της νομικής επιστήμης, αλλά γνωρίζω ότι στα σοβαρά εγκλήματα καλούνται ένορκοι. Οι νόμοι γίνονται από ανθρώπους για ανθρώπους και κανείς άνθρωπος δε στερείται το συναίσθημα. Ο Stephen Zweig στο βιβλίο του «Μια συνείδηση ενάντια στη βία» αναφέρει ότι από τη στιγμή που η βία εμφανίζεται σε κάθε εποχή με νέες μορφές, πρέπει διαρκώς να αγωνιζόμαστε εναντίον της. Εγώ θα συμπληρώσω ότι από τη στιγμή που οι υπερασπιστές της εφευρίσκουν νέους τρόπους να τη φυσιολογικοποιήσουν, οι φωνές μας θα πρέπει να πληθαίνουν και να μεγαλώνουν.  

Γράφει η Αλεξάνδρα Μπάκου:

Προσωπικά δε γνωρίζω πώς λειτουργεί το δικαστικό σύστημα ή πώς στήνεται μια γραμμή υπεράσπισης και η αλήθεια είναι πως τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα έχουν άλλη κατεύθυνση. Ωστόσο ο λόγος υπεράσπισης των κατηγορουμένων αποτελεί προσβολή σε τόσα επίπεδα που πραγματικά είναι σχεδόν εντυπωσιακό. Προσβάλλομαι ως ψυχολόγος, προσβάλλομαι ως διδακτορική ερευνήτρια, ως γυναίκα και ως άνθρωπος. Σήμερα θα μιλήσω ως ερευνήτρια που βλέπει το έργο μας να γίνεται βασικό μέρος της αφήγησης μιας υπερασπιστικής γραμμής που απασχολεί το ευρύ κοινό.

Η επιστήμη που επιλέξαμε να υπηρετούμε —ευτυχώς— δεν εξελίσσεται πάντα σε ένα καλά ελεγχόμενο ερευνητικό περιβάλλον. Δουλεύοντας με τον άνθρωπο είναι σαν να κυνηγάς κινούμενους στόχους: γενετικές προκαταβολές, νευρογνωσιακές διεργασίες, κοινωνικοπολιτικές συνθήκες συνθέτουν έναν πίνακα που διακλαδώνεται με τρόπους που σχεδόν ακόμα δεν έχουμε τα μέσα να δούμε, πόσο μάλλον να κατανοήσουμε. Όσοι από εμάς επέλεξαν να μπουν στην έρευνα ξέρουν πως δεν είναι λίγες οι φορές που η απάντηση σε πολλές ερωτήσεις είναι «Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν ξέρω». Δε γενικεύεις πέρα από αυτά που τα δεδομένα σού εκμυστηρεύτηκαν, ακριβώς επειδή τα λόγια της επιστήμης ζωγράφισαν μερικές από τις πιο μαύρες σελίδες στην ιστορία μας.  Απέναντι σε αυτό το «Δεν ξέρω», η βεβαιότητα με την οποία ξεστομίζονται κάποια λόγια από ανθρώπους που καμία σχέση δεν έχουν με το αντικείμενο, χτυπά στα αυτιά μας πιο δυνατά από ποτέ, πόσο μάλλον όταν τα λόγια αυτά έχουν τη δύναμη να αλλάζουν τη ζυγαριά μιας δικαστικής απόφασης. Λυπάμαι, αλλά το να αναπαράγεις ψυχολογικά φληναφήματα δε σε κάνει να «παίρνεις τη θέση του ψυχολόγου».

Τα τελευταία χρόνια —και ακόμα πιο πρόσφατα μέσα από το κίνημα του Open Science— η επιστήμη έχει θέσει τον εαυτό της κάτω από το μικροσκόπιο και ολοένα και περισσότερο οι ερευνητές δε λογοδοτούν μόνο στη μεταξύ τους κοινότητα αλλά και στο ευρύ κοινό, σε εσένα και εμένα. Όλο και περισσότεροι ερευνητές ανοίγουν την έρευνά τους στα κοινωνικά δίκτυα, όλο και περισσότερες ερευνητικές ομάδες εμπλέκουν το ευρύ κοινό στον σχεδιασμό της έρευνας και όλο και περισσότερα πανεπιστήμια επιχειρούν να διδάξουν βασικές αρχές της επικοινωνίας της επιστήμης στους αποφοίτους τους. Αυτό σημαίνει πως μεγάλο μέρος της πληροφορίας είναι πια προσβάσιμο, γεγονός που κάνει και εσένα υπεύθυνο αν επιλέγεις να αναπαράγεις ψυχολογικά συμπεράσματα χωρίς πρώτα να διασταυρώσεις από πού λέγονται, πώς στηρίζονται και γιατί.

Μπορούμε γενικά να μιλάμε για «ναρκωτικά», για «συμπλέγματα» που βγαίνουν στην επιφάνεια, για την «ψυχική υγεία» σε μακροχρόνιες σχέσεις, ακόμα και να αναπαράγουμε το στίγμα και τις διακρίσεις απέναντι σε μερικές από τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Η διαφορά είναι πως τώρα δεν μπορείς να πεις πως δεν ήξερες. Και αυτό —στα μάτια μου και στα μάτια πολλών— σε κάνει συνυπεύθυνο στη διαιώνιση των διακρίσεων κάθε φορά που αναπαράγεις τέτοιες απόψεις. Δεν μπορώ να φανταστώ ποιος ειδικός «συμβούλεψε» να χτιστεί μια τέτοια υπερασπιστική αφήγηση που μοιάζει να αναπαράγει φράσεις που κυριάρχησαν στην Ψυχολογία σχεδόν εβδομήντα —και βάλε— χρόνια πριν. Αυτό που μπορώ να φανταστώ είναι έναν αναγκαίο, ουσιαστικό και ανοιχτό διάλογο ανάμεσα στην έρευνα και το ευρύ κοινό, ώστε κάποια στιγμή να βάλουμε ένα τέλος στο θράσος και την επιστημονικοφανή ανευθυνότητα. Αν η Λίνα υποστηρίζει πως οι φωνές μας πρέπει να πληθαίνουν, εγώ σε καλώ να σκεφτείς τη βαρύτητα και το περιεχόμενο της δικής σου.


Φωτογραφία εξωφύλλου: Καμιά Ανοχή