Κείμενο: Αγγελική Γ. Ζούμπου


Τα τελευταία 25 χρόνια ήμουν η Μάγδα. Εδώ και τέσσερις ημέρες είμαι η Μαγδαληνή. Δεν είναι κάτι που σχεδίασα, αλλά όταν η διευθύντρια πήρε στα χέρια της το βιογραφικό μου, και είπε “Μαγδαληνή, λοιπόν”, δεν μπορούσα να πω όχι.

Στην αρχή ήταν από αμηχανία. Ήθελα να κάνω καλή εντύπωση, είναι η αλήθεια. Δεν ήθελα να ανοίξει μια τεράστια κουβέντα σχετικά με το πώς με φωνάζουν, για τη γιαγιά τη Μάγδα, και την ξαδέλφη μου που μοιάζουμε σα δυο σταγόνες νερό και τη λένε κι εκείνη Μάγδα, και την αδερφή μου που τη λένε Αριάδνη και τη φωνάζουν Άρια, γιατί όλοι στην οικογένεια έχουμε κομμένα ονόματα.

 Κι έτσι ειπα απλά “ναι”. Κι από τη Δευτέρα είμαι η Μαγδαληνή.

Δεν πειράζει από μια πλευρά, γιατί ούτε Μάγδα ήμουν ποτέ. Ίσως ως Μάγδα να είμαι πιο πολύ εγώ.

Είναι η τέταρτη μέρα μου στη δουλειά. Είναι Πέμπτη. Την προηγούμενη Παρασκευή μου τηλεφώνησαν και μου είπαν ότι προσλαμβάνομαι, γιατί η μία από τις δύο νηπιαγωγούς είναι έγκυος και αντιμετωπίζει προβλήματα. Μόλις το άκουσα το στομάχι μου γύρισε. Έγκυος; Πώς το κάνει κανείς αυτό; Προβλήματα, ευθύνες, άγχος, πίεση. Πώς μπορεί κανείς να γεννήσει έναν άνθρωπο και να τον υποβάλει στο μαρτύριο της παιδικής ηλικίας;

 – “Μπορείτε να ξεκινήσετε τη Δευτέρα;”

  – “Ναι, μπορώ”.

Το σχολείο είναι καινούριο. Ισόγειο με πρώτο όροφο. Έχει ωραία αυλή με μια λεμονιά, και δυο πορτοκαλιές. Στο έδαφος έχει γκαζόν, και σε μερικά σημεία λαστιχένια χαλάκια για να παίζουν τα παιδιά ανά ομάδες. Είναι βαμμένο ένα φωτεινό κίτρινο, και η πόρτα είναι μπορντώ. Μου αρέσει αυτή η εικόνα. Δεν έχει σχέση με τα σχολεία που πήγαινα όταν ήμουν μικρή. Όλη μου η γενιά μεγαλωμένη σε γκρίζους τοίχους και πατώματα από μωσαϊκό.

Χτυπάω την πόρτα και μου ανοίγει μια κοπέλα γύρω στα 35. Μου χαμογελάει πλατιά, μου δίνει το χέρι.

-“Μαριετίνα”. “

-Χαίρω πολύ!”.

Πράγματι χαίρομαι. Φαίνεται γλυκιά, και ανοιχτόκαρδη, και η φωνή της είναι μελένια.

Μου δείχνει το σχολείο, τους χώρους, που’να αφήνω τα πράγματά μου. Με ανεβάζει στον πρώτο όροφο.

“Έχει μπαλκόνι” , μου λέει, και μου δείχνει ένα μπαλκονάκι στενό, με ένα κλαδί από τη λεμονιά να φθάνει σχεδόν στη δεξιά του άκρη, με κάγκελα βαμμένα λευκά, κι ένα γιασεμί να τα τυλίγει. Στον πρώτο όροφο υπάρχουν κούτες με υλικά χειροτεχνίας, στολίδια για τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, καθαριστικά σε μια γωνία. Το φως μπαίνει από τη μπαλκονόπορτα, και φωτίζει τους φιστικένιους τοίχους.

-“Όταν ξεκλέβω δυο λεπτά, κάνω ένα τσιγάρο εδώ πάνω και μυρίζω τη λεμονιά. Κρυφή απόλαυση, μην το μάθει η άλλη!”.Μου κλείνει το μάτι. Μου κάνει εντύπωση που με εμπιστεύεται τόσο. Με ξέρει λιγότερο από 20 λεπτά. Αυτή η εμπιστοσύνη φωτίζει το δωμάτιο ακόμη περισσότερο. Εύχομαι να κάπνιζα για να μπορούσα να μοιραστώ μαζί της αυτά τα κλεφτά λεπτά. Μαζί με τον καπνό ίσως ρουφούσα και λίγο από το χρώμα της Μαριετίνας.

Μου εξηγεί ότι εκείνη αναλαμβάνει α μεγαλύτερα παιδιά, από 5 έως 6. Εγώ θα αναλάβω τα μικρότερα, από 3 εως 4. Είναι ήρεμα, γενικά, μου λέει, και προσφέρεται να με βοηθήσει εάν χρειαστεί.

Τα παιδιά αρχίζουν να έρχονται λίγη ώρα αργότερα. Πάντα η θέα των παιδιών με τρομοκρατεί για τα πρώτα λεπτά. Δεν ξέρω τι να κάνω, παλινδρομώ στην παιδική ηλικία η ίδια, νιώθω αβοήθητη και μικρή. Και μετά θυμάμαι τη θέση μου. Είμαι νηπιαγωγός. Έχω εκπαιδευτεί για να κάνω αυτή τη δουλειά. Σπούδασα στην Αθήνα. Έφυγα 18 χρονών, και γύρισα στη Θεσσαλονίκη νηπιαγωγός. Μπορώ να το κάνω. Μπορώ να το κάνω.

Βοηθάω τα παιδιά να βγάλουν τις τσάντες. Φροντίζω να βγάλουν τα παπούτσια και να αρχίσουν να απασχολούνται με κάτι μέχρι να μαζευτούν όλα και να κάνουμε κάτι σε ομάδες.

Μου αναλογούν, τελικά, 17 παιδιά. Είναι πολλά, σκέφτομαι. Μετά σκέφτομαι τη συζήτησή μου με τη μητέρα μου, και τη δήλωσή της ότι σπούδασα και θα δουλέψω, ότι ξόδεψε για μένα πολλά χρήματα για να θυμηθώ στα 25 μου ότι θέλω να αλλάξω δουλειά. Μαζεύω τα παιδιά σε κύκλο και ξεκινάω να διαβάζω. Διαβάζουμε ένα παραμύθι για πριγκίπισσες και μάγους, και δράκους και σωτηρίες, και σκέφτομαι ότι ούτε πριγκίπισσες υπάρχουν ούτε σωτηρία. Κι όταν ένα παιδάκι, ο Αλέξανδρος, με ρωτάει τι είναι σωτηρία, μετράω σιωπηλά μέχρι το 4 και μετά του λέω:“ Σωτηρία, πλάσμα μου, είναι ό,τι μας κάνει ευτυχισμένους”. Με κοιτάει απορημένος και ζητάει να σηκωθεί.

Κι έτσι επιστρέφω στο σπίτι για πρώτη μέρα ως Μαγδαληνή. Ερωτήσεις, ερωτήσεις, ερωτήσεις. Οι γονείς μου ρωτάνε συνεχώς. Η Άρια έχει φύγει από το σπίτι εδώ και 13 μήνες. Δεν ξέρουμε πού είναι.  Ο πατέρας λέει ότι θα επιστρέψει όταν βαρεθεί τα καπρίτσια της. Η μητέρα λέει ότι δεν την ενδιαφέρει κι αν δεν επιστρέψει ποτέ. Εγώ ελπίζω όταν επιστρέψει να έχει γίνει Αριάδνη.

Απαντάω όλες τις ερωτήσεις, γιατί αφού λείπει η Άρια, κάποιος πρέπει να γεμίσει τα κενά. Και τα κενά  γεμίζουν μόνο με τις απαντήσεις των άλλων.

Τη δεύτερη μέρα μετράω τα παιδιά την ώρα του κολατσιού. Αναρωτιέμαι ποιος έφτιαξε το φαγητό τους, ποια δάχτυλα έκλεισαν τα σακουλάκια και τα τάπερ, ποια ενέργεια πέρασε μέσα από τα χέρια στο φαγητό. Αναρωτιέμαι αν τα παιδιά αισθάνονται την ενέργεια αυτή τρώγοντας. Δεν τρώω ποτέ φαγητό από άνθρωπο που δε συμπαθώ. Η ενέργεια έχει την κακή συνήθεια να ποτίζει τα πάντα. Συνειδητοποιώ ότι λείπει ο Οδυσσέας.

Τον ψάχνω στην τουαλέτα, αλλά δεν είναι. Ούτε στο γραφείο, ούτε στην αίθουσα της Μαριετίνας. Βγαίνω στην αυλή να τον ψάξω. Έχει ωραία, ηλιόλουστη μέρα, ίσως να έχει βγει. Ούτε στην αυλή. Τότε σηκώνω το κεφάλι και τον βλέπω στο μπαλκόνι. Του λέω χαλαρά  “Οδυσσέα μου, περίμενέ με, έρχομαι”.

Μπαίνω στο σχολείο με ήρεμα βήματα, γεμάτα αυτοπεποίθηση. Μέσα μου τρέμω. Με το που πατάω το πόδι μου μέσα, τρέχω προς τη σκάλα και την ανεβαίνω παίρνοντας τα σκαλιά δύο – δύο. Έχω ξεχάσει τα άλλα μου παιδιά, το φαγητό, την ενέργεια, τη Μαριετίνα.

Μπαίνω στο πάνω δωμάτιο. Ο Οδυσσέας με κοιτάει με μάτια που αστράφτουν και μου λέει: “Λες να μπορώ να πετάξω;”. Τον πλησιάζω, του προτείνω το χέρι. Το πιάνει, και τον τραβάω μαλακά μέσα. “Αγάπη μου, οι άνθρωποι δεν πετάνε. Τουλάχιστον όχι με φτερά. Δες την πλάτη σου”. Κάνω πως ψαχουλεύω την πλάτη του και δε βρίσκω τίποτα. “Μόνο τα πουλάκια πετάνε.” Με κοιτάζει με τα περίεργα , θλιμμένα, πράσινα μάτια του. “Το πιστεύεις αυτό;”. Με αφοπλίζει. Για μια στιγμή επιστρέφω στις 07:45 της ίδιας ημέρας, πριν επαναλάβω στον εαυτό μου σαν μάντρα “μπορώ να το κάνω αυτό, μπορώ να το κάνω αυτό”. ‘Ναι, το πιστεύω.Το ξέρω. Μόνο τα πουλιά πετάνε Οδυσσέα μου. Αλλά μπορείς, αν το θες πολύ, μια μέρα να γίνεις πιλότος και να πετάξεις με το δικό σου μεγάλο αεροπλάνο. Τότε θα σταματήσεις στο σπίτι μου, και θα μου πεις: Μαγδαληνή, σ’ το είχα πει ότι θα πετάξω. Τα κατάφερα. Πάμε τώρα κάτω”.Τον πιάνω από τους ώμους και τον οδηγώ στη σκάλα. Κατεβαίνουμε μαζί. Ο άνθρωπος δεν πετάει.

Την τρίτη μέρα περιμένω πιο πολύ απ’ όλα τα παιδιά τον Οδυσσέα. Πιο πολύ κι από την Ειρήνη με τα στραβά ποδαράκια, και την Ισμήνη με τα κοτσιδάκια, και τον Αλέξανδρο που με ρωτάει κάθε τόσο τι είναι η σωτηρία.

Σήμερα ο Οδυσσέας μου φαίνεται πιο όμορφος. Σα να τον γλύκανε η προοπτική του να πετάξει πράγματι κάποια στιγμή.

Τον παρατηρώ όλη μέρα κι αναρωτιέμαι αν συζήτησε με τη μαμά του για τις πτήσεις και τα πουλιά. Ίσως και να κράτησε μέσα του την ομορφιά. Ίσως η μαμά του να μην ήξερε από δυνατούς αέρηδες, κι ατσάλινα φτερά, πηδάλια και πληρώματα. Εύχομαι να είχε ο Οδυσσέας ένα χαϊδευτικό, και να μπορούσε κάποια στιγμή να γίνει Οδυσσέας, και να πετάξει το χαϊδευτικό κι όλα τα δάκρυα και την απογοήτευση και τη γνώση ότι οι άνθρωποι δεν έχουν φτερά.

Αφήνω για λίγο τα παιδιά μου στη Μαριετίνα. Βγαίνω έξω να πάρω λίγες ανάσες με μια κούπα καφέ. Σκέφτομαι ότι αυτή η δουλειά με κουράζει πολύ. Μου κοστίζει ψυχικά και με κρατάει φυλακισμένη. Όπου κοιτάξω, παιδική ηλικία. Γιατί έγινα νηπιαγωγός; Γιατί επέλεξα να λύσω τη σύγκρουση με σύγκρουση; Για να καταλάβω τελικά ότι η λύση δεν προκύπτει από τα

Μπαίνω μέσα. Η Μαριετίνα βάφει με μπογιές τα μάγουλα των αγοριών, σα να είναι πολεμιστές με φούμο. Και στα κορίτσια ζωγραφίζει στο μέτωπο και τον καρπό μια ροζ καρδιά, γεμάτη γκλίτερ. Πριγκίπισσες. Και σωτηρία πουθενά.

Ψάχνω τον Οδυσσέα. Είμαι σίγουρη ότι οι μπογιές θα τονίζουν τα μάτια του. Δεν τον βρίσκω. Με λούζει πάλι κρύος ιδρώτας. Ανεβαίνω γρήγορα τη σκάλα.

– “Μαγδαληνή, λες να μπορώ να γίνω εγώ αεροπλάνο;”

Τον φωνάζω κοντά μου. Υπακούει χωρίς δεύτερη κουβέντα. Καθώς πιάνω το χέρι του με γεμίζει θλίψη. Και δεν είναι αυτή τη φορά η θλίψη η δική μου, αλλά η δική του, η ενέργεια η δική του. Θλίψη και παράπονο, σα νερό που ξεχειλίζει έναν κουβά, και το νερό κυλάει απ’ έξω και η θλίψη περνάει από το χέρι του Οδυσσέα στο δικό μου, και γεμίζει τους αγκώνες και τους ώμους μου, και κυλάει στις αρθρώσεις και τις παραλύει. Φθάνει στην καρδιά και την κοιλιά μου, τα πόδια, τους αστραγάλους. Με κατακλύζει ένα συναίσθημα χειρότερο απ’ το κενό, γιατί είμαι γεμάτη σπαραγμό, κι εύχομαι να είχα πίσω το δικό μου κενό, το δικό μου βολικό άδειασμα, παρά αυτό το συναίσθημα της θλιμμένης παραίτησης και του  πόνου. Αυτό το συναίσθημα με συνεπαίρνει, γιατί έχει βρει το δικό μου κρυμμένο απόθεμα, αυτό που έχω βάλει στην άκρη, τη Μάγδα με τα γυαλιά, τη Μάγδα που προσπαθεί και δεν καταφέρνει, τη Μάγδα που αργεί να μιλήσει, τη μπέμπα που δυσκολεύεται να φάει, το έμβρυο που αρνείται να συλληφθεί. Με βαραίνει και μου φοράει σιδερένια πέδιλα, και τα πόδια μου θέλουν ούτε θέλουν ούτε μπορούν να κουνηθούν.

Τον αγκαλιάζω και παρακαλάω το σύμπαν να μας αδειάσει. Να μας αδειάσει από το συναίσθημα αυτό. Να μας λυπηθεί και να μας δώσει θυμό.

Κι αυτό μας λυπάται. Κι η θλίψη φεύγει απ’ το κορμί μας, το ένα κορμί μας, και ποτίζει το πάτωμα, και τους φιστικένιους τοίχους, και τις κούτες και τα στολίδια, και το κλαδί της λεμονιάς, και το γιασεμί και τον κίτρινο έξω τοίχο.

Κατεβαίνουμε κάτω μαζί. Την υπόλοιπη ημέρα ο Οδυσσέας δε βγάζει άχνα. Με ακολουθεί κατά πόδας μέχρι που έρχεται ο πατέρας του να τον πάρει.

Είναι Πέμπτη. Έχω στο μυαλό μου  ότι σήμερα ο πρέπει να προσέχω ιδιαίτερα τον Οδυσσέα να μην ανεβεί ξανά πάνω.

Τρώμε όλοι μαζί δεκατιανό. Έχω φέρει κι εγώ τοστ που έφτιαξα μόνη μου. Κανείς, πια, δε θέλω να αγγίζει το φαγητό μου για το σχολείο.

Ο Οδυσσέας τρώει παιδικό γιαουρτάκι με γεύση φράουλα. Η μυρωδιά απ’ όλα τα φαγητά των παιδιών μου προκαλεί αηδία. Κάνω υπομονή και περνάει επιτέλους η ώρα του φαγητού. Βοηθάω τα μικρότερα να πιουν νερό και να πλύνουν τα χέρια. Μετά βγαίνουμε όλοι μαζί στην αυλή.

Τα περισσότερα παιδιά παίζουν με τις κηρομπογιές και τις πλαστελίνες. Ο Οδυσσέας ασχολείται με ένα μικρό λάκκο στο χώμα. Τον γεμίζει νερό με ένα ποτιστήρι. Μετά κάνουν με τον Αλέξανδρο πως ψαρεύουν ψαράκια με κλαράκια και τα τρώνε.

Ξαφνικά ο Αλέξανδρος θυμώνει και πετάει το ξύλο του στον αέρα. Πιάνει το ξύλο του Οδυσσέα και το πετάει κι αυτό. Πατάει μέσα στο νερόλακκο και φεύγει θυμωμένος. Ο Οδυσσέας κοιτάει σα χαμένος. Προσπαθεί να τιναχτεί από τα λασπόνερα. Πιάνει ξανά το ξύλο του, κάνει να το ξαναβουτήξει στο νερό, αλλά σταματάει. Σηκώνεται κι έρχεται κοντά μου. Με κοιτάει μ’ αυτά τα μεγάλα πράσινα μάτια του και αγκαλιάζει το πόδι μου. Σκύβω και τον φιλάω στο μέτωπο. Υπόσχομαι μέσα μου να πάρω αυτόν τον πόνο από πάνω του.

“Πάμε πάνω”, του λέω. “Θα ασχοληθούμε λίγο με τα στολίδια για το Πάσχα. Πλησιάζει, και πρέπει να δούμε τι έχουμε.”. Δε μου απαντάει. Μου χαϊδεύει μία τούφα από τα μαλλιά, και τη βάζει πίσω από το δεξί μου αυτί. Σηκώνομαι και προχωράω προς την πόρτα. Ο Οδυσσέας ακολουθεί το νεύμα μου κι έρχεται. Ανεβαίνουμε τα σκαλιά. Εγώ μπροστά, ο Οδυσσέας πίσω. Τα βήματά μου αντηχούν μ’ όλο μου το βάρος στα ξύλινα σκαλοπάτια. Τα δικά του ακούγονται ελάχιστα. Σα να χαϊδεύει κάποιος το ξύλο με ένα μάλλινο κουκλάκι.

Μπαίνουμε στο πάνω δωμάτιο. Κοιτάζω γύρω, κι αρχίζω να ψάχνω τις κούτες για να βρω κάποια με κούνελους κι αβγά. Θέλω να του χαρίσω έναν κούνελο να του κάνει παρέα το βράδυ. Δε μιλάω πολύ, νομίζω πως αυτή τη στιγμή δεν είμαι καλή στα λόγια. Πάντα είμαι καλή στα λόγια, αλλά όχι τώρα.

Ο Οδυσσέας με βοηθάει να ανοίξω τις κούτες. Παίρνει ένα χριστουγεννιάτικο αστέρι και κάθεται λίγο πιο πέρα να το επεξεργαστεί.

Σε λίγο, σηκώνω το βλέμμα και τον βλέπω στο μπαλκόνι, να προσποιείται πως το αστεράκι περπατάει πάνω στα κάγκελα, πατώντας στο πάπλωμα από γιασεμιά. Βγαίνω έξω και του χαϊδεύω τα μαλλιά. Δεν έχω βρει ακόμη τους κούνελους.

– “Το αστεράκι θα πετάξει,” μου λέει.

Τον αγκαλιάζω. Θα ήταν ωραία το αστεράκι να πετούσε. Είναι κρίμα  που οι άνθρωποι δεν πετάνε. Τον σηκώνω ψηλά στην αγκαλιά μου. Του φιλάω το μέτωπο και τα βλέφαρα των ματιών. Και παίρνω από το μέτωπό του την ψύχρα και την παγωνιά, κι από τα μάτια του το βάρος, και νιώθω στα χείλη μου όλη τη θλίψη του. Είναι βαριά. Τρεις φορές το βάρος μου και δέκα φορές το δικό του. Γεμίζει τα χέρια μου, και την πλάτη, τη μέση και τα πόδια. Σκαρφαλώνει στις βλεφαρίδες μου, και τις ρίζες των μαλλιών, και μου μαραίνει τα μάγουλα. Αλλά αυτή τη φορά δε με βαραίνει. Με σηκώνει ψηλά, και κάνει να μου φυτρώσουν πούπουλα, και φτερά, τέσσερα λευκά φτερά, δύο δικά μου και δύο για τον Οδυσσέα μου. Και ελαφραίνουμε και σηκωνόμαστε από το μπαλκόνι. Και ξυπολιόμαστε από τα σιδερένια μας πέδιλα, και πετάμε παρέα, δύο λευκές μπάλες από πούπουλα, μία μεγάλη δίνη από γιασεμιά. Μαζί βρίσκουμε τη σωτηρία.