Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Η μάνα μου τα δειλινά με αφήνει και κοιμάμαι τις νύχτες μόνος μου στο καμαράκι. Ξέρει πως είναι δύσκολο να με πάρει ο ύπνος πάνω στο τάβλινο κρεβάτι και της έχω πει ότι μερικές φορές, καθώς κοιμάμαι άβολα στο ένα μου πλευρό, τις νύχτες κάνω παράξενα όνειρα και δυσκολεύομαι έπειτα να με πάρει ο ύπνος. Της ζήτησα να μην ξεπορτίζει, να στέκεται κοντά μου ή τουλάχιστον να την ακούω να ανασαίνει στο διπλανό δωμάτιο για να ησυχάζω, αλλά έκανε πως δεν με άκουσε. Μόνο στο κεφάλι με χάιδεψε αμίλητη κι είπε διόλου να μη φοβάμαι, γιατί αυτά που βλέπω στον ύπνο μου δεν θα με ζυγώσουν την ημέρα. Κι είναι καλό. Θα με φοβούνται σαν με δουν να στέκομαι όρθιος στα δυο μου πόδια. Τις νύχτες μόνο κονταίνουμε. Τη μέρα ο καθένας βαδίζει ανάμεσα στον κόσμο με το δικό του παράστημα, με το ανάστημα που έχει στήσει. Υποσχέθηκε πως, πριν φύγει, θα ρίξει ένα γύρω θειάφι κι ένα γύρω θα ψάλει προσευχή στα αδέρφια της να με προσέχουν. Είναι η προέκταση του εφιάλτη κολοβή σαν της σαλαμάνδρας κι ελαφριά σαν χτύπημα στο χώμα: Ό,τι από την ημέρα περίσσεψε, ό,τι δεν μπόρεσες το μεσημέρι να αποσώσεις, όποιο σαν φύτρα κακιά δεν φύτρωσε το δείλι κι εσύ το πάτησες περικοκλάδα, ό,τι από τον ενδεχόμενο φόβο δεν έφαγες και το άφησες μισό στο πιάτο για την επόμενη μέρα.

Η μάνα μου τα κρύα δειλινά του Γενάρη, βιάζεται να φύγει μες το κρύο, μ’ ένα σάλι μόνο ριγμένο στην πλάτη της. Είναι που την κυνηγούν αυτές οι διαολεμένες γάτες που νιαουρίζουν με φρίκη, με τρόμο. Είναι που αφουγκράζεται τις ωδίνες της φύσης, τον ήχο που κάνουν σαν τρέμουν οι λαγόνες της. Τον Γενάρη το χώμα μυρίζει οιστρογόνα κι έρχεται κατευθείαν από τα έγκατα της γης, όπως η βαθιά ανάσα μέσα από τα στήθη, όπως η επιθυμία που ο αναστεναγμός βγάζει στην επιφάνεια στο αυτί του αδιάφορου εραστή ή του ανέραστου ακαμάτη.

Το παράθυρό μου βλέπει στα δυτικά και αφήνει το παντζούρι του μισάνοιχτο να την ακούω που μου μιλάει. Από τα δυτικά θα ξεπορτίσει η μάνα μου και θα χαθεί στη νύχτα. Την ακούω να μου μιλάει για έρωτες που έθρεψαν, για αγκαλιές που κάηκαν χλωρές. Δεν μου αποσώνει τις διηγήσεις της και μου αφήνει πάντα την απορία για την κατάληξή τους: «Ποια κατάληξη, λες, να έχει άραγε, το κούτσουρο σαν ανάψει;»

Η μάνα μου τα απογεύματα πετάει κουβάδες στην αυλή και ξεπλένει το τσιμέντο. Κόβει την κορφή από το κυπαρίσσι και τραβάει στο αυλάκι τα απόνερα. Ξεχασμένοι μέρμηγκες, ονειροπόλοι, που κοίταζαν τον ουρανό αντί να γλαρώνουν στη φωλιά τους, τώρα πάνω σε φύλλα τριανταφυλλιάς ταξιδεύουν σε άγνωστο ταξίδι προς τη θάλασσα. Ο Οδυσσέας ήταν ένας ονειροπόλος χασομέρης.

Ένα θύσανο κάτω από το παράθυρό μου μαζεύει τις χαμάδες πορτοκάλια του γέρικου δέντρου. Είναι η ώρα που θα φύγει. Βάζει στη θέση του το κυπαρίσσι. Τινάζει την ποδιά της. Φεύγει από τη χαραμάδα του ορίζοντα. Την ακούω να γνέθει με την ανέμη την ουρά ενός κομήτη. Γνέθει και πλέκει τα προικιά μου, τη στολή μου, την πανοπλία μου. Δεν βγαίνουν απροετοίμαστοι, με άντυτο το στήθος στο αλώνι του έρωτα. Χρειάζομαι, λέει, πάντα νέα στρωσίδια για το κρεβάτι, σαν αποκάμω από την πάλη. Κάθε νύχτα λιώνω κι από ένα. Στον ύπνο μου νομίζω ότι περπατάω και τα κουλουριάζω με τα πόδια. Χαλαρώνουν οι κόμποι, ξεβουρλίζουν οι δαντέλες, ξεφτίζει η οργιά και το νήμα κι ένα παγώνι τινάζει τα φτερά του. «Δεν πρέπει παιδί μου να αγωνιάς. Βγάλε το δρόμο σου με ηρεμία. Σου ρίχνω ματιές, σκαρφαλωμένη στην πλάτη του Κένταυρου, πώς σφίγγεις τα χέρια και πώς κλείνεις την παλάμη. Κι αυτός ο κομήτης, όλο μπουχός, τζίβα κι άλουστο το μαλλί του. Όλο ξόμπλια. Θα βγει η κουβέρτα σου βαριά. Θα ‘χει εξογκώματα. Θα σου βρίσκει στη μέση. Ένα γύρω τον τυλίγω, ένα γύρω στο φεγγάρι, δυο στον πυρωμένο ήλιο να ισιώσουν οι ίνες του. Δεν τεντώνει ο χαλκός εύκολα, δεν απλώνει το ατσάλι μεμιάς. Πότε βοριάς, πότε νοτιάς, πότε μαΐστρος, διπλώνουν κοτσίδα τον μακρυμάλλη κομήτη. Κι ένα παράπονο οι Διόσκουροι που μου δίνουν ένα χέρι και η Μικρή Άρκτος να διπλώνεται στα πόδια τους κάνοντας κουλουμούντρες. Δεν τη ξεσυνερίζονται τα καλά αδέρφια. Το πρωί θα είναι έτοιμα τα προικιά σου. Η μέρα θα φέρνει πάντα μια νέα ελπίδα και μια νέα είδηση. Ο χρόνος μετράει διαφορετικά στη Γη κι εσύ έχεις μόνο δυο χέρια και δέκα δάχτυλα. Πώς να μετρήσεις το κοσμικό σχέδιο, πόσες παλάμες να επαναλάβεις το μέτρημα;»