Συντάκτρια: Ελίνα Κατσαδούρη
Ψυχολόγος

    Επιμέλεια: Τίνα Δημοπούλου – Μιχαλοπούλου
Φοιτήτρια Ψυχολογίας


Στις δύσκολες και συγχρόνως πρωτόγνωρες μέρες που διανύουμε, η εστίαση στον εαυτό εμφανίζεται ίσως αναπόφευκτη αλλά και ωφέλιμη. Η ψυχική δύναμη που φέρουμε και έχουμε την ικανότητα να ανακαλύψουμε μέσα μας μοιάζει να είναι ένας σημαντικός φάρος στην προσωπική διαδρομή που καλείται ο καθένας μας να διανύσει. Η ιδέα ότι η ικανότητα του ανθρώπου για αλλαγή και επιβίωση υπάρχει μέσα του, προσωπικά με ελκύει από τη στιγμή που την πρωτοσυνάντησα: τόσο μέσα από τις σπουδές μου στην ψυχολογία, αλλά κυριότερα μέσα από την τρέχουσα εκπαίδευσή μου στην προσωποκεντρική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση. Στη βάση αυτού του ενδιαφέροντος βρίσκεται και η θεματολογία αυτού του άρθρου, μέσα από την  παράθεση του ποιήματος της Virginia Satir που αφορά την εκτίμηση του εαυτού και της σύνδεσης του με την προσωποκεντρική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση που αναπτύχθηκε από τον Carl Rogers.

 

Η διακήρυξη μου για την Εκτίμηση του Εαυτού

 

Είμαι Εγώ.

Σε όλο τον κόσμο, δεν υπάρχει κανένας άλλος ακριβώς σαν εμένα.

Ό,τι προέρχεται από εμένα είναι αυθεντικά δικό μου.

Γιατί εγώ μόνος μου το επιλέγω

Μου ανήκει ό,τι έχω

Το σώμα μου, τα συναισθήματά μου, το στόμα μου, η φωνή μου, όλες μου οι πράξεις,

είτε κατευθύνονται προς τους άλλους είτε προς εμένα.

Μου ανήκουν οι φαντασιώσεις μου,

τα όνειρα μου, οι ελπίδες μου, οι φόβοι μου

Δικοί μου είναι οι θρίαμβοί και

οι επιτυχίες μου και όλες οι αποτυχίες και τα λάθη μου.

Επειδή σε εμένα ανήκει όλος ο εαυτός μου.

Μπορώ να γνωριστώ στενά μαζί του.

Έτσι μπορώ να τον αγαπάω και να είμαι φίλος μαζί του, με όλες του τις πλευρές.

Γνωρίζω ότι μερικές πλευρές του εαυτού μου με προβληματίζουν,

και άλλες μου είναι τελείως άγνωστες

όσο όμως διατηρώ φιλικές σχέσεις μαζί του και τον αγαπώ,

μπορώ με θάρρος και ελπίδα να αναζητώ λύσεις στα αινίγματα,

και τρόπους για να ανακαλύψω παραπάνω πράγματα για εμένα

Όπως και αν μοιάζω και φαίνομαι, ό,τι κι αν λέω και κάνω,

και ό,τι κι αν σκέφτομαι και αισθάνομαι σε μια συγκεκριμένη στιγμή,

όλα αυτά είναι αυθεντικά Εγώ.

Αν αργότερα κάποια σημεία του πώς φαινόμουν, ακουγόμουν, σκεφτόμουν

Και του πώς ένιωθα καταλήξουν να μου φαίνονται μη ταιριαστά, μπορώ να πετάξω

τα μη ταιριαστά, να κρατήσω τα υπόλοιπα,

και να εφεύρω κάτι καινούργιο για εκείνα τα οποία πέταξα.

Μπορώ να δω, να ακούσω, να αισθανθώ, να σκεφτώ, να πω, και να πράξω.

Έχω τα εργαλεία που χρειάζομαι για να επιβιώσω,

για να είμαι κοντά στους άλλους,

να είμαι παραγωγικός,

να κατανοώ και να οργανώνω μες στο νου μου

το πλήθος των ανθρώπων και των πραγμάτων έξω από εμένα

Είμαι κύριος του εαυτού μου

και επομένως μπορώ να με κατασκευάσω.

Είμαι εγώ και

είμαι εντάξει με αυτό.

Virginia Satir

Η Virginia Satir υπήρξε οικογενειακή θεραπεύτρια και μεγάλη υποστηρικτής των ανθρώπινων δυνατοτήτων, καθώς συνήθιζε να αναφέρεται στο ανθρώπινο γένος ως «μια θαυμάσια εκδήλωση της Ζωής». Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της θεραπευτικής προσέγγισης της Virginia Satir ήταν η πεποίθηση ότι η ατομική ικανότητα και η αυτονομία είναι θεμελιώδη συστατικά για την ανάπτυξη και την ωρίμανση. Ανάμεσα στους θεραπευτικούς της στόχους ήταν η ικανότητα του ατόμου να σταθεί στα πόδια του και η ενδυνάμωση της αυτονομίας και της αυτοεκτίμησης του. Ως οικογενειακή θεραπεύτρια, χρησιμοποιούσε βιωματικές τεχνικές, όπως το ψυχόδραμα, και απέδιδε μεγάλη σημασία στην ειλικρινή και αυθεντική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, υποστηρίζοντας ότι οι άνθρωποι μπορούν να συνδεθούν όταν έχουν επίγνωση των συναισθημάτων τους και τα επικοινωνούν. Σύμφωνα με την ίδια, η εκτίμηση του εαυτού κατέχει σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία, καθώς εκτιμώντας τον εαυτό μας, αποδεχόμαστε τα συναισθήματά μας όπως είναι και είμαστε αυθεντικοί (Brothers, 1991).

Η εστίαση στον Εαυτό, η παρατήρηση των σκέψεων, των συμπεριφορών και των συναισθημάτων μας φαίνεται να είναι ένα πολύτιμο θεραπευτικό εργαλείο που βρίσκεται στη διάθεση του ανθρώπου ανά πάσα στιγμή. Στο ποίημα της Virginia Satir για την αυτοεκτίμηση, που δημοσιεύτηκε το 1970, δίνεται έμφαση στην ατομικότητα του ανθρώπου, λέγοντας πως δεν υπάρχει σε όλο τον κόσμο κανένας εαυτός ίδιος με τον δικό μας. Ταυτόχρονα, προβάλλεται η ιδέα της ιδιοκτησίας του εαυτού και των επιλογών μας, του σώματος, των συναισθημάτων, των πράξεων μας, αλλά και των επιτυχιών και των αποτυχιών στη ζωή μας. Η ιδέα ότι οτιδήποτε προέρχεται από εμάς πηγάζει αυθεντικά από μέσα μας, μεταφέρει την ευθύνη του εαυτού μας σε εμάς τους ίδιους, αποφεύγοντας την απόδοση ευθυνών για όσα μας συμβαίνουν σε εξωτερικούς παράγοντες. Ακόμα, αυτή η ιδέα φανερώνει τη σημαντικότητα που αποδίδει η Satir στον ίδιο τον άνθρωπο και στην ικανότητά του να τείνει προς ανάπτυξη. Αυτή η ικανότητα για αυτοδιαχείριση δημιουργεί μια εγγύτητα με τις εσωτερικές μας σκέψεις, τα διάφορα κομμάτια που μας απαρτίζουν, γνώριμα ή λιγότερο γνώριμα.

Σύμφωνα με την Satir, αν είσαι φιλικός και εγκάρδιος προς τα κομμάτια του Εαυτού σου, μπορείς να απολαύσεις τα σημεία που σε προβληματίζουν και να ανακαλύψεις καινούργιες πληροφορίες για σένα. Μάλιστα, στο ποίημα της η ίδια απενοχοποιεί την ασυμβατότητα που βιώνει μερικές φορές ο άνθρωπος ανάμεσα σε αυτά που πράττει ή αισθάνεται σε μια δεδομένη στιγμή και στο πώς θα αισθάνεται στο μέλλον για αυτά που έπραξε ή αισθανόταν. Κι αυτό γιατί, όπως αναφέρει, ο άνθρωπος μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να αντικαταστήσει τα κομμάτια που αισθάνεται ως μη συμβατά με τον Εαυτό του με άλλα, περισσότερο ταιριαστά σε εκείνον την εκάστοτε δεδομένη στιγμή. Είναι έκδηλη η αισιόδοξη στάση της προς το ανθρώπινο είδος, ένα είδος που διαθέτει εγγενώς τα εργαλεία για να επιβιώσει και να αναπτυχθεί, να συσχετιστεί με τους γύρω του, να γίνει παραγωγικό και να νοηματοδοτήσει το περιβάλλον του. Το χαρακτηριστικό κλείσιμο του ποιήματος «Είμαι εγώ και είμαι εντάξει με αυτό» φαίνεται να επισφραγίζει την ειρηνική σχέση του ανθρώπου με τον Εαυτό του σε ένα πλαίσιο αποδοχής του, ενώ παράλληλα εξαίρει τη μοναδικότητά του καθενός.

Η προσωποκεντρική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση που αναπτύχθηκε από τον Carl Rogers εμπερικλείει παρόμοια νοήματα στον πυρήνα της. Η ανθρωπιστική της προοπτική προκαλεί ενδιαφέρον στους βιωματικούς οικογενειακούς θεραπευτές όπως η Virginia Satir και ο Carl Whitaker, οι οποίοι πιστεύουν ότι οι οικογένειες, όταν εμποδίζεται η ανάπτυξή τους, χρειάζονται μια ζεστή διαπροσωπική εμπειρία με έναν θεραπευτή και μπορούν να βρουν λύσεις σε ένα διευκολυντικό θεραπευτικό περιβάλλον που στοχεύει προς την ανάπτυξη (Goldenberg & Goldenberg, 1995). Οι οικογένειες μπορούν να μάθουν να είναι πιο ειλικρινείς, να εκφράζουν πιο εύκολα τα συναισθήματα και τις ανάγκες τους και να είναι σε θέση να αξιοποιήσουν καλύτερα τις δυνατότητές τους για αυτογνωσία με σκοπό να επιτύχουν προσωπική και διαπροσωπική εξέλιξη. Για την Virginia Satir, η οικοδόμηση της αυτοεκτίμησης και η εκμάθηση της ικανοποιητικής και ανοιχτής επικοινωνίας ήταν βασικοί θεραπευτικοί στόχοι. Οι προσπάθειες θεραπευτών όπως η Satir αφορούν συναλλαγές που έχουν ως σκοπό την ανάπτυξη και στο πλαίσιο αυτό οι θεραπευτές δρουν ως πρότυπα ανοιχτής επικοινωνίας, πρόθυμα να διερευνήσουν και να αποκαλύψουν τα συναισθήματά τους, διδάσκοντας τους πελάτες να εκφράσουν αυτό που βιώνουν (Goldenberg & Goldenberg, 1995).

Μεταφερόμενοι στην θεωρία του Carl Rogers, βασικό οικοδόμημα της αποτελεί η ουσία της θεραπευτικής πρακτικής, που για εκείνον η ουσία αυτή βρίσκεται στην ποιότητα της σχέσης που οφείλει να προάγει την ανάπτυξη του δυναμικού του πελάτη (Van Balen, 1990). Η θεωρία προσωπικότητας, η οποία είναι γνωστή και ως θεωρία εαυτού-προσωπικότητας, ασχολείται με το πώς ο άνθρωπος οικοδομεί μια αυτοαντίληψη, συμπεριφέρεται σύμφωνα με αυτή και επιχειρεί να κατανοήσει τις σχέσεις ανάμεσα στις διάφορες πλευρές του τρόπου ύπαρξης ενός ανθρώπου (Merry, 1994). Μια πρώτη κύρια παρουσίαση της θεωρίας προσωπικότητας από τον Rogers έγινε το 1951 με την εισαγωγή των 19 προτάσεων, οι οποίες αποτελούν υποθέσεις για γεγονότα που έχουν παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας και αφορούν την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά (Rogers, 1951). Για αυτές τις ποικίλες πλευρές ύπαρξης του εαυτού γίνεται λόγος και στο ποίημα με τη φράση «έτσι μπορώ να τον αγαπάω και να είμαι φίλος μαζί του, με όλες του τις πλευρές».

Είναι χαρακτηριστικό ότι η θεωρία προσωπικότητας διέπεται από τις αρχές της φαινομενολογίας και του υπαρξισμού. Ο υπαρξισμός αντιπροσωπεύει την ιδέα ότι ο κάθε άνθρωπος δημιουργεί προσωπικά νοήματα από τις εμπειρίες του και συμπεριφέρεται σύμφωνα με αυτά και όχι σύμφωνα με μια αντικειμενική καθολική πραγματικότητα (Merry, 1994). Ακόμη, σύμφωνα με τις αρχές της φαινομενολογίας, δεν υπάρχει μία κοινή πραγματικότητα για όλους, αλλά κάθε άτομο βιώνει μια διαφορετική υποκειμενική πραγματικότητα την οποία μόνο το συγκεκριμένο άτομο μπορεί να γνωρίσει δυνητικά στο σύνολό της (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2012). Γίνεται επομένως κατανοητή η μη δογματική και μη κατευθυντική στάση στην οποία οικοδομείται το σύνολο της θεωρίας του Rogers, καθώς ο ίδιος εναποθέτει εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο είδος και θεωρεί πως μόνο το ίδιο το άτομο μπορεί να γνωρίσει απόλυτα το φαινομενολογικό του πεδίο (Rogers, 1961). Στο ποίημα της Virginia Satir, δίνεται έμφαση σε αυτή την υποκειμενική βίωση της πραγματικότητας από τον κάθε άνθρωπο μέσα από τους στίχους «Σε όλο τον κόσμο, δεν υπάρχει κανένας άλλος ακριβώς σαν εμένα, ό,τι προέρχεται από εμένα είναι αυθεντικά δικό μου, γιατί εγώ μόνος μου το επιλέγω».

Μια βασική έννοια στη θεωρία προσωπικότητας είναι η «τάση πραγμάτωσης», με την οποία ο Rogers αναφέρεται στην ιδέα ότι υπάρχει σε κάθε οργανισμό μια εγγενής τάση να συντηρείται, να προστατεύεται, να αναπτύσσει τις δυνατότητές του, να διευρύνεται, να διαφοροποιεί τα όργανα και τις λειτουργίες του και να οδεύει προς την αυτονομία (Rogers, 1951). Η τάση πραγμάτωσης μπορεί να θεωρηθεί ως η μη συνειδητή και έμφυτη ιδιότητα των ζωντανών οργανισμών να γίνουν ό, τι είναι ικανοί να γίνουν και περιλαμβάνει τη διαφοροποίηση και την ανάπτυξη υποσυστημάτων που συμβάλλουν στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων του οργανισμού (Merry, 2003).

Η τάση πραγμάτωσης καθοδηγείται από μια εσωτερική οργανισμική διεργασία αξιολόγησης, η οποία αφορά την αξιολόγηση των εμπειριών του ατόμου από το ίδιο με κριτήριο το αν και κατά πόσο εξυπηρετούν τις ανάγκες του οργανισμού την εκάστοτε στιγμή (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2012). Έτσι, ως θετικές αξιολογούνται οι εμπειρίες που είναι συμβατές με τις εκάστοτε ανάγκες του οργανισμού και αυτές είναι που διευκολύνουν την τάση πραγμάτωσης και επιδιώκονται, ενώ ως αρνητικές αξιολογούνται οι εμπειρίες που είναι μη συμβατές με τις ανάγκες του οργανισμού και έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα (Hjelle & Ziegler, 1981). Παρόμοιο σκεπτικό συναντάται και στο ποίημα της Satir με τους στίχους «Αν αργότερα κάποια σημεία του πώς φαινόμουν, ακουγόμουν, σκεφτόμουν και του πώς ένιωθα καταλήξουν να μου φαίνονται μη ταιριαστά, μπορώ να πετάξω τα μη ταιριαστά, να κρατήσω τα υπόλοιπα, και να εφεύρω κάτι καινούργιο για εκείνα τα οποία πέταξα».

Το 1959 ο Rogers, εισήγαγε την έννοια της «τάσης αυτό-πραγμάτωσης» που αποτελεί υποσύστημα της τάσης πραγμάτωσης και αντιπροσωπεύει το μέρος της ανθρώπινης προσωπικότητας το οποίο ο Rogers αποκαλεί «Εαυτό». Η αυτοπραγμάτωση αφορά την πραγμάτωση του Εαυτού που έχει δημιουργηθεί μέσα από τους όρους αξίας, για τους οποίους γίνεται λόγος παρακάτω. Όταν η τάση πραγμάτωσης και η τάση αυτό-πραγμάτωσης προσανατολίζονται στην ίδια κατεύθυνση, αυτές συμβάλλουν στη βέλτιστη λειτουργία του ανθρώπου, ενώ όταν αποκλίνουν δημιουργείται ένταση και ασυμφωνία (Μπρούζος, 2004).

Κάνοντας λόγο για την έννοια του «Εαυτού», ως Εαυτός ορίζεται το κομμάτι εκείνο του αντιληπτικού πεδίου που απαρτίζεται από τα χαρακτηριστικά και τις σχέσεις των «Εγώ» ή «Εμένα» μαζί με τις αξίες που συνδέονται με αυτά τα χαρακτηριστικά (Rogers, 1959). Η έννοια του Εαυτού δεν περιλαμβάνει μόνο τις αντιλήψεις μας για το τι είμαστε αλλά και τις αντιλήψεις μας για αυτό που πιστεύουμε ότι πρέπει να είμαστε και θα θέλαμε να είμαστε. Αυτό το τελευταίο ονομάζεται από τον Rogers «Ιδεώδης Εαυτός» και περιλαμβάνει εκείνα τα χαρακτηριστικά που το άτομο θα ήθελε να κατέχει (Hjelle & Ziegler, 1981). Με άλλα λόγια, ο Ιδεώδης Εαυτός λειτουργεί σαν πρότυπο για το άτομο και αφορά την καλύτερη έκδοση του εαυτού του όπως εκείνο την αντιλαμβάνεται και την οποία προσπαθεί να κατακτήσει. Οι αντιλήψεις μας για τον Ιδεώδη Εαυτό μας, μας οδηγούν ίσως στο να βιώνουμε ένα χάσμα ανάμεσα στην ισχύουσα αυτοαντίληψη μας και στην αυτοαντίληψη που θα θέλαμε να έχουμε (Merry, 1994).

Το άτομο αναζητά ψυχοθεραπευτική βοήθεια και αλλαγή καθώς βρίσκεται σε κατάσταση ασυμβατότητας με την αυτοεικόνα του, δηλαδή οι εμπειρίες και τα συναισθήματά του απειλούν την αυτοεικόνα του (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2012). Ο Rogers (1951) αναφέρει πως ψυχολογική δυσπροσαρμογή υπάρχει όταν το άτομο αρνείται να εισέλθουν στη συνείδησή του σημαντικές εμπειρίες, οι οποίες κατά συνέπεια δεν συμβολίζονται και δημιουργείται ψυχολογική ένταση. Αν το άτομο καταλάβει σε κάποιο βαθμό αυτή την ένταση, αισθάνεται άγχος καθώς και ότι δεν είναι βέβαιος για την κατεύθυνσή του. Σε αυτή τη διεργασία ενεργό ρόλο διαδραματίζουν οι όροι αξίας, που αφορούν τις αξίες και τις προϋποθέσεις που θέτει το περιβάλλον και κυρίως οι σημαντικοί άλλοι για να προσφέρουν την αποδοχή τους στο άτομο. Οι όροι αξίας μπορούν να επηρεάζουν τη συμπεριφορά του ατόμου και την εικόνα που έχει για τον εαυτό του, καθώς έχοντας ανάγκη για θετική αναγνώριση, το άτομο ενδοβάλλει τους όρους αξίας του περιβάλλοντός του και επιζητά ή αποφεύγει εμπειρίες ως περισσότερο ή λιγότερο άξιες αποδοχής αντίστοιχα (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2012).

Οι όροι αξίας αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου. Αρχικά, ο άνθρωπος ως βρέφος βασίζεται πλήρως στη δική του οργανισμική αξιολογική διαδικασία των εμπειριών του ως θετικές ή αρνητικές ανάλογα με την ικανοποίηση που του προσδίδουν (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2012).  Καθώς μεγαλώνει, μαθαίνει από τους γονείς του πως αν κάνει κάποια πράγματα όπως τα θέλουν εκείνοι, θα βιώσει την θετική αποδοχή τους, ενώ αν κάνει κάποια μη επιθυμητά πράγματα δεν θα τη βιώσει (Hjelle & Ziegler, 1981). Κατά αυτόν τον τρόπο, σταδιακά κάθε εμπειρία αξιολογείται ως θετική ή αρνητική σύμφωνα με το αν αποφέρει τη θετική αποδοχή των άλλων. Το άτομο ενδέχεται να ενδοβάλλει τις αξίες των σημαντικών άλλων και να διαστρεβλώνει τη συμβολοποίηση των εμπειριών του με κίνητρο να αποφύγει την αποδοκιμασία (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2012).  Όταν η υπό όρους θετική αποδοχή έρχεται σε αντίθεση με την οργανισμική εμπειρία, το άτομο βιώνει μια ασυμφωνία της οποίας διορθωτικός παράγοντας αποτελεί η άνευ όρων αποδοχή που παρέχεται από το θεραπευτή και αποτελεί μία από τις συνθήκες της θεραπευτικής σχέσης (Bozarth, 2007).

Οι τρεις πυρηνικές συνθήκες της προσωποκεντρικής θεραπείας που παρέχουν το κλίμα προς την ανάπτυξη του πελάτη είναι η ενσυναίσθηση, η άνευ όρων αποδοχή και η αυθεντικότητα. Η ενσυναίσθηση ορίζεται από τον Rogers ως μια ικανότητα αντίληψης του εσωτερικού πλαισίου αναφοράς του άλλου με ακρίβεια και περιλαμβάνοντας τα συναισθηματικά συστατικά αυτού του πλαισίου, σαν ο θεραπευτής να είναι αυτό το άλλο πρόσωπο και χωρίς ποτέ να χάνει αυτή τη «σαν να» συνθήκη, καθώς εάν αυτή η συνθήκη χαθεί, επέρχεται ταύτιση (Rogers, 1959).

Όσον αφορά την άνευ όρων αποδοχή, αυτή η έννοια εμφανίστηκε στις πρώιμες εργασίες του Rogers μέσα από τις έννοιες της αγάπης, του σεβασμού, της κατανόησης και της πλήρους αποδοχής (Sanford, 1984) και την υιοθέτησε ο Rogers από τον Standal (Bozarth, 2007). Η άνευ όρων αποδοχή ορίζεται ως η θετική αποδοχή κάθε πτυχής της εμπειρίας του πελάτη και αποτελεί τον παράγοντα που απαλλάσσει τον πελάτη από τους όρους αξίας (Rogers, 1959). Σύμφωνα με αυτή τη συνθήκη, ο θεραπευτής οφείλει να μην επηρεάζεται και να μην κρίνει τον πελάτη αλλά να τον αποδέχεται ως πρόσωπο, καθώς και να μην εκφράζει οποιαδήποτε κρίση προς τον πελάτη, είτε αρνητική είτε θετική (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2012). Ο Lietaer (2001) αναφέρει ότι η ύπαρξη άνευ όρων αποδοχής βοηθά τον πελάτη να γίνει πιο εσω-κατευθυνόμενος, με περισσότερη εμπιστοσύνη στην οργανική εμπειρία του ως πυξίδα στη ζωή και ως εκ τούτου να γίνει καλύτερος θεραπευτής για τον εαυτό του.

Τέλος, με την έννοια της αυθεντικότητας ο Rogers (1959) εννοεί ότι ο θεραπευτής μέσα στη θεραπευτική σχέση πρέπει να είναι ο εαυτός του, έχοντας επίγνωση των συναισθημάτων που του γεννιούνται κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Οι θεραπευτές που χαρακτηρίζονται από αυθεντικότητα είναι ανοιχτοί και ειλικρινείς, ωστόσο πάντα με γνώμονα το αν οι συνέπειες της ειλικρίνειας τους θα βοηθήσουν την ανάπτυξη του πελάτη (Patterson & Hidore, 1997).

Οι θεραπευτικές συνθήκες φαίνεται να συνδέονται με ουσιαστικό τρόπο με τη θεωρία προσωπικότητας. Το άτομο που έρχεται στη θεραπεία, μέσα από την ουσιαστική επαφή με τον θεραπευτή βιώνει ενσυναισθητική κατανόηση μέσα από το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς του, κάτι που το βοηθά να ακούσει και να συνειδητοποιήσει πού βρίσκεται εκείνη τη στιγμή και να επικεντρωθεί στα συναισθήματά του. Ακόμα,  μέσα από το μη επικριτικό κλίμα και την άνευ όρων αποδοχή, το άτομο αισθάνεται ελεύθερο να είναι αυτό που είναι και να τιμάει όλες τις πτυχές της προσωπικότητάς του. Συνακόλουθα, μέσα από την αυθεντικότητα το άτομο ενθαρρύνεται να αναγνωρίσει, να αποδεχτεί και να επεξεργαστεί τις εμπειρίες του. Όλα αυτά διευκολύνουν την τάση πραγμάτωσης να δρα ανεμπόδιστα και το ίδιο το άτομο να βιώνει όλο και λιγότερες καταστάσεις ασυμβατότητας.

Έκδηλο σημείο της θεωρίας προσωπικότητας του Carl Rogers αλλά και της προσέγγισης της Virginia Satir αποτελεί η έντονα αισιόδοξη αντίληψη για τον άνθρωπο. Κι αυτό γιατί, κατανοώντας τον άνθρωπο ως ελεύθερο άτομο και εμπιστευόμενος τις θετικές προοπτικές εξέλιξης σε κάθε πελάτη, δημιουργείται μια αισιόδοξη θεραπευτική άποψη στη βάση ότι οι άνθρωποι είναι εγγενώς επινοητικοί προς την καλύτερη επιβίωσή τους (Kramer, 1995). Η θεωρία προσωπικότητας του Rogers βοηθά να εξηγήσουμε τις ατομικές διαφορές των ανθρώπων, αλλά και να κατανοήσουμε ότι οι αντιλήψεις που έχουμε σήμερα δεν χρειάζεται να παραμείνουν ίδιες για πάντα (Merry, 1994). Η αντίληψη ότι ο άνθρωπος έχει την ευχέρεια να προσαρμοστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στις εκάστοτε συνθήκες και να κινηθεί προς την μέγιστη ανάπτυξή του αποτελεί από μόνη της μια άποψη ελπιδοφόρα για τη θεραπεία αλλά και κινητήρια δύναμη για το ίδιο το άτομο. Ακόμα, η έμφαση που δίνει ο Rogers στην προσωπική ευθύνη πρώτα από όλα για την προσωπική ανάπτυξη του καθενός συμβάλλει να δημιουργηθεί μια μη κατευθυντική στάση από το θεραπευτή και μια δέσμευση του ατόμου προς τον εαυτό του.


Βιβλιογραφικές αναφορές

Barrett-Lennard, G. (1997). The recovery of empathy. Towards others and self. In A.C. Bohart & L.S. Greenberg (eds), Empathy reconsidered: New directions in psychotherapy. Washington, DC: APA

Bozarth, J. (2007). Unconditional positive regard. In M. Cooper, M. O’Hara, P. Schmid & G. Wyatt (eds), The Handbook of Person-Centred Psychotherapy and Counselling. New York: Palgrave MacMillan

Brothers, B. J. (1991). Virginia Satir: Foundational Ideas. Binghamton, NY: The Haworth Press

Goldenberg Ι. & Goldenberg Η., (1995). Family Therapy. In R. J. Corsini & D. Wedding (eds) Current Psychotherapies (pp. 356-385). F.E. Peacock Publishers

Hjelle, L., Ziegler, D. (1981). The phenomenological perspective in personality theory: Carl Rogers. Chapter. 11. Singapore: McGraw Hill

Kramer, P. D. (1995). Introduction. In Rogers, C. On becoming a person: A therapist’s view of psychotherapy. NY: Houghton Mifflin Company

Lietaer, G (2001). Unconditional acceptance and positive regard. In J. Bozarth & P. Wilkins (eds), UPR: Unconditional Positive Regard (pp. 88-108). Ross-on-Wye: PCCS Books

Merry, T. (1994). Invitation to Person-Centred Psychology. London: Whurr Publishers

Merry, T. (2003). The Actualisation Conundrum. Person-Centred Practice, 11, 83-91.

Patterson, C. H., & Hidore, S. C. (1997). The Therapist I: Necessary Conditions. In C. H. Patterson & S. C. Hidore (eds.), Successful Psychotherapy: A Caring, Loving Relationship. Northvale, N.J.: Jason Aronson, Inc.

Rogers, C. R. (1951). Theory of Personality and Behaviour. In C. Rogers, Client-Centered Therapy. Its current practice, implications and theory (pp. 481-533). London: Constable

Rogers, C. R.(1959). A Theory of Therapy, Personality, and Interpersonal Relationships, as Developed in the Client-Centred Framework. In H. Kirschenbaum & V.L. Henderson (eds.), The Carl Rogers Reader (pp. 236 – 257). London: Constable

Rogers, C. R. (1961). On becoming a person: a therapist’s view of psychotherapy. Boston: Houghton Mifflin

Sanford, R. (1984). Unconditional Positive Regard: A Misunderstood Way of Being. New York: Center for Interpersonal Growth

Van Balen, R. (1990). The Therapeutic Relationship according to Carl Rogers, only a Climate? A Dialogue? Or Both? In G. Lietaer, J. Rombauts & R. Van Balen (eds), Client-Centered and Experiential Psychotherapy in the Nineties. Leuven: Leuven University Press

Ιωσηφίδη Π. & Ιωσηφίδης Ι., (2012). Η προσωποκεντρική προσέγγιση του C. Rogers. Στο Γ. Α. Ποταμιάνος & Φ. Αναγνωστόπουλος, Προσωπικότητα: Θεωρίες, Κλινική Πρακτική και Έρευνα. Εκδόσεις Παπαζήση

Μπρούζος, Α. (2004). Προσωποκεντρική Συμβουλευτική- Θεωρία, Έρευνα και Εφαρμογές. Εκδόσεις Τυπωθήτω. ISBN:960-402-158-3