Άρθρο: Βασιλική Μαμαλίγκα


Τσακίζει κόκαλα η καθημερινότητα, τα ‘παμε! Να είσαι και ηλικιωμένος; Να σου έχουν κόψει σύνταξη, περίθαλψη, φάρμακα, να σε χαρατσώνουν ανηλεώς και να σε τρομοκρατούν; Δεν παλεύεται, το καταλαβαίνω. Να φτάνεις στο τέρμα του ταξιδιού σου ανήμπορος και σκυφτός; Να νιώθεις μοναξιά και φόβο; Δεν παλεύεται, το καταλαβαίνω και σέβομαι απόλυτα την τρίτη ηλικία, όπως και την πρώτη και όλες τις ηλικίες τέλος πάντων. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι όταν κάποιος σου δείχνει σεβασμό και τρυφερότητα, να αγριεύεις και να στριτζώνεις μ’ αυτόν και να πληρώνει τα σπασμένα όλων των άλλων.

Όπως έγινε τις προάλλες στη γειτονιά μου: γηραιά κυρία, κομψή και καλοβαλμένη αλλά πολύ γηραιά, με τα κόλλυβά της στο χέρι που λένε, θου Κύριε, στέκεται δίπλα μου στο πεζοδρόμιο για να περάσουμε απέναντι. Μπροστά μας, εκεί στη γωνία, νεαρά κυρία, εργαζόμενη του Δήμου, μαζεύει τα σκουπίδια μας. Τα δικά μου, της γηραιάς κυρίας και όλης της γειτονιάς. Περιμένοντας λοιπόν να φύγουν τα αυτοκίνητα που κατεβαίνουν το πολυσύχναστο στενό, για να περάσουμε κι εμείς απέναντι, να σου η γηραιά κυρία να κατεβαίνει τρεμάμενη από το πεζοδρόμιο, ενώ παράλληλα, κατεβαίνει αυτοκίνητο με φόρα, έτοιμη να κάνει το σάλτο μορτάλε για να βρεθεί απέναντι, μα εντελώς!

Πριν προλάβω ν’ αντιδράσω εγώ, πριν προλάβει να κόψει ο οδηγός, πριν προλάβει η γηραιά κυρία να κάνει το δεύτερο τρεμάμενο και μοιραίο βήμα, προλαβαίνει η νεαρά εργαζόμενη του Δήμου, απλώνει αυτόματα και αντανακλαστικά το χέρι της μπροστά της και με το σώμα της τη φρενάρει μαλακά από το απονενοημένο, στο παρά πέντε!

Αυτόματα και αντανακλαστικά, ξεφυσώ κι εγώ από μέσα μου, με ανακούφιση που δεν έγινε η γραία κομμάτια και θρύψαλα μπροστά μου και μ’ ευγνωμοσύνη για τη γυναίκα που έσωσε τη ζωή της γλυκιάς γριούλας, όταν ακούω το απίστευτο «μη μ’ αγγίζειιιις! Παρ’ τα χέρια σου από πάνω μου, βρωμιάρααα, α να χαθείς!!» και μένω σώχασκη… Η νεαρά σωτήρας της να προσπαθεί μ’ ευγένεια να της εξηγήσει «κυρία μου, για να μη σας χτυπήσει το αυτοκίνητο…» ενώ η γραία, στρίντζω, παραμορφωμένη απ’ το κακό της και την τρομάρα της, μάλλον, αλλά για λάθος λόγο, να ξεφωνίζει «άσε μεεεε! Ποιος σου ζήτησε να με προστατέψεις,ε;»

Εγώ τώρα, κι ενώ δε μου πέφτει λόγος, διότι δεν εμπλέκομαι άμεσα με τη διένεξη της γραίας με τη νέα, για τη σωτηρία της πρώτης, νιώθω αυτόματα και αντανακλαστικά να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι και να μου ‘ρχεται να βουτήξω τη γριά από … από … από πού, που θα μου διαλυθεί; και να της ξεφωνίσω στο γέρικο αυτί της «τι λες μωρή ζοχαδιακιά…» αλλά… κρατιέμαι! Κρατιέμαι, ευγνωμονώντας, αυτόματα και αντανακλαστικά πάντα, τα έξι χρόνια ψυχοθεραπείας και τα δεκαπέντε διαλογισμού, που σώσανε τη γραία από μένα πια κι εμένα από το αρνητικό το κάρμα. Αντ’ αυτού, της λέω, γλυκά αλλά έντονα και αυστηρά «κυρία μου, να σας προστατέψει πήγε η γυναίκα και τη βρίζετε; αντί να της πείτε ευχαριστώ;» κάτι πήγε να μου πει η γραία αλλά ευτυχώς το μάσησε με τη μασελίτσα της και το κατάπιε. Κούνησε η νεαρά εργαζόμενη το κεφάλι της προς εμένα και μου ψέλλισε ένα σεμνό «ευχαριστώ», πέρασαν και τ’ αυτοκίνητα, περάσαμε κι εμείς απέναντι και τραβήξαμε κάθε μια το δρόμο μας, ανακουφισμένες που έληξε το συμβάν αναίμακτα.

Είπαμε, δεν παλεύεται η καθημερινότητα αλλά να προσέχουμε κι εμείς λίγο, γέροι, νέοι και παιδιά, να μη ζορίζουμε περισσότερο την κατάσταση, διότι δεν έχουν κάνει όλοι την ψυχοθεραπεία τους και το διαλογισμό τους και … είναι ζούγκλα εκεί έξω.