Άρθρο: Βασιλική Μαμαλίγκα


Την ταινία του 1981, του Θόδωρου Μαραγκού, την έχετε δει, φαντάζομαι. Ή την έχετε ακουστά. Η απόλυτη επιθυμία, προσδοκία, ευχή και κατάρα των γονιών: να μάθουν γράμματα τα παιδιά τους! Να σπουδάσουν, να μορφωθούν! Τη συνέχεια, μετά τις σπουδές, και τα κοινωνικο – πολιτικά μηνύματα, τ’ αφήνω στην ταινία…

Σύμφωνοι! Να μάθουν γράμματα τα παιδιά. Η γνώση είναι δύναμη, η παιδεία είναι δικαίωμα και ζητούμενο όλων των ευνομούμενων κοινωνιών. Πώς όμως; Με τι τρόπο; Με τι παιδαγωγικό σύστημα; Με τι δασκάλους; Εδώ πια, χάνεται κανείς στις διάφορες θεωρίες, σε πειραματισμούς, σε έρευνες, σε επιστημονικές αναλύσεις.

Όταν πήγαινα εγώ δημοτικό, στα 60’ς, η συνταγή ήταν μία: «Στρώνεις τον κώλο σου κάτω και διαβάζεις τα μαθήματά σου, ανελλιπώς και αδιαλείπτως, αλλιώς την έβαψες». Δε χωρούσαν εδώ πολλές αναλύσεις, φιορτιούρες και χρύσωμα το χάπι. Τα πράγματα ήταν απλά: «Κάθεσαι, σαν άνθρωπος στο γραφείο σου, που σου το πήραμε όπως το ήθελες, λειτουργικό και κομψό, τελευταία λέξη της μόδας, συγκεντρώνεσαι και μελετάς τα μαθήματά σου. Έτσι έκανα κι εγώ, έτσι έκανε κι ο μπαμπάς σου, έτσι κάνει ο κόσμος όλος, όταν μελετάει».

Έλα τώρα που εγώ το βαριόμουν αυτό που «κάνει ο κόσμος όλος»! Δε βαριόμουν τη γνώση, το τρόπο βαριόμουν. Αυτή η ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ δηλαδή, που μου έλεγε η μάνα μου, να μη μου πετυχαίνει με τίποτα!! Τι δίψαγα στα 10 πρώτα λεπτά, τι μετά έπρεπε να πάω στην τουαλέτα, στα 20 λεπτά μια λιγούρα… να βάλω κάτι στο στόμα μου κ.ο.κ.. Αυτό το «κάτσε – συγκεντρώσου – μελέτησε», να μην το πετυχαίνω με τίποτα. Αντ’ αυτού, στο πρώτο δεκάλεπτο της διαδικασίας το μυαλό μου ταξίδευε αλλού. Σε κοριτσίστικα όνειρα και φαντασιώσεις.

Μ’ άρεσε να παίζω θέατρο. Από τότε… Δηλαδή, το αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν να παίζω ρόλους. Να κάνω την πριγκιποπούλα φυσικά, που τη σώζει το πριγκιπόπουλο από διάφορα και ζούμε εμείς καλά κι εσείς καλύτερα. Το έπαιζα όμως το έργο κανονικά: σκηνικά, κοστούμια (οι μακριές νυχτικιές της μαμάς μου), ερμηνεία, τα πάντα όλα. Και άλλους ρόλους, μη νομίζετε, δραματικούς: τη χαροκαμένη μάνα, που θρηνεί στον τάφο του παιδιού της. Μια άλλη μάνα, που πεθαίνει στη γέννα. Είχα μια κούκλα – μωρό σε φυσικό μέγεθος, που μας είχε έρθει από Παρίσι και μια φίλη της μαμάς. Χώραγε ολόκληρη κάτω από μια φαρδιά νυχτικιά της κι αφού έκανα όλο τον τοκετό, με ωδίνες, δάκρυα κι ιδρώτα, γεννούσα ένα υγιέστατο κοριτσάκι, αλλά άφηνα την τελευταία μου πνοή, στο κρεβάτι του πόνου! Δράμα…

Στην επιτακτική ανάγκη για «συγκέντρωση και μελέτη, όπως κάνει ο κόσμος όλος», εγώ είχα εφεύρει δικό μου σύστημα, λοιπόν. Έπαιζα «το σχολείο». Έκανα τη δασκάλα, με το αυστηρό της λουκ: γυαλάκια πεταλούδα, μαλλιά πιασμένα κότσο, με το βιβλίο στο χέρι, όρθια και σοβαρή. Από κάτω, όοολες οι κούκλες μου, αδιακρίτως! Δηλαδή και αρκουδάκια και κουνελάκια και μια μαϊμού κουρδιστή, που χόρευε και το μωρό. Όλα στη σειρά, πάνω στα παιδικά κρεβατάκια, ήταν οι μαθητές μου. Και το μάθημα ξεκίνούσε:

«Κι έτσι, αγαπητά μου παιδιά, έμεινε στην ιστορία ο γενναίος Ηρακλής με τους 12 άθλους του», εγώ κάνοντας τη δασκάλα.

«Χρυσάνθη θέλεις να συνεχίσεις;» «Μάλιστα κυρία», έκανα τη Χρυσάνθη. «Κυριά, κυρία, δε μας είπατε: ο Ηρακλής, παιδιά δεν είχε;» έκανα τον Κωστή.

Βάλτε τώρα από τα 20 παιδάκια, να έκανα τα 10, δεν ήμουνα δα κι ο Ζαχαράτος, και μια η δασκάλα, 11! Έντεκα φορές, τουλάχιστον, «έλεγα» το μάθημα, έφτιαχνα ερωτήσεις/απαντήσεις, το ξεσκόνιζα διπλά: και ως δασκάλα και ως μαθητές/τριες!! Ε, δεν το μαθαίνεις τελικά; Πρέπει να είσαι ηλίθιος για να μην… Έτσι, όλα πήγαιναν μια χαρά, άψογη η Βασούλα στο σχολείο, εκτός… από τις ανησυχίες της μητέρας. Κάθε φορά που έμπαινε, να μου θυμίσει «Στρώσου για διάβασμα!», «Ακόμα να διαβάσεις;» εμ μου διέκοπτε «το μάθημα», εμ μου θύμωνε κιόλας, όταν της έλεγα:

«Διαβάζω!»

«Δε διαβάζεις, παίζεις

«Διαβάζω, σου λέωωω!»

«Δε διαβάζει έτσι ο κόσμος! Κάθεται στο γραφείο του, τακτοποιεί τα βιβλία του και τα τετράδιά του και οργανώνει τη μελέτη του. Κάνει τις ασκήσεις του και, στο τέλος, ετοιμάζει τη σάκα του για το σχολείο της επομένης. Εσύ ΠΑΙΖΕΙΣ! Μας δουλεύεις! Θα πάω να μιλήσω στη δασκάλα σου, να μάθεις! Να δούμε, εκείνη τι θα πει; Αυτό ήταν. Αύριο πάω στη δασκάλα».

Και πήγε, η άτιμη! Υπόψιν, ότι αγαπούσα πολύ το σχολείο και τους δασκάλους μου, πάντα, και ήμουν καλή μαθήτρια, γενικά. Μου ανακοίνωσε την επίσκεψή της στη δασκάλα με την ανάλογη σοβαρότητα και ύφος «Ας πρόσεχες».

«Αύριο, θα σου μιλήσει η δασκάλα στο διάλλειμα. Κανόνισε!»

Συντετριμμένη, άκουσα, την επόμενη μέρα, το κουδούνι για το πάντα πολυπόθητο διάλειμμα, να χτυπά απειλητικό αυτή τη φορά και τη φωνή της δασκάλας να λέει:

«Βγείτε όλοι, σιγά-σιγά, για το διάλειμμά σας, εκτός απ’ τη Βασούλα.

Βασούλα, έλα λίγο εδώ, που σε θέλω».

Με χαμηλωμένο βλέμμα και κατακόκκινη από ντροπή, στάθηκα μπροστά της, εκεί στην έδρα, περιμένοντας ν’ ακούσω τα εξ αμάξης.

«Τι μου είπε, Βασούλα, η μαμά σου; Αληθεύει, πως για να διαβάσεις, παίζεις τη δασκάλα;»

«Μάλιστα!»

«Και μιμείσαι πολλούς συμμαθητές και συμμαθήτριες;»

«Εεε… τη Χρυσάνθη, τη Μαρία, τον Άλκη, τον Κωστή…»

«Για κάνε μου λίγο τη Χρυσάνθη

Ε, αυτό ήτανε! Η δασκάλα λειτούργησε πολύ προχωρημένα και σωστά για την εποχή της, καλά να είναι, όπου κι αν βρίσκεται! Ένα παράδεισο, μια φορά, τον δικαιούται. Περάσαμε ένα διάλειμμα ζάχαρη! Όλο μου το ρεπερτόριο επί σκηνής. Όχι μόνο δεν είχα «πέσει» στα μάτια της, αλλά είχα εισπράξει και τα εύσημα για τις μιμήσεις μου! Είχα δικαιωθεί δε, πανηγυρικά και απέναντι στη μάνα μου. Αυτό κι αν ήταν!!!

Επιστρέφοντας σπίτι, η μανούλα με περίμενε πίσω απ’ την πόρτα. Μου άνοιξε, με αγωνία, να μάθει τι τιμωρία μου επέβαλε η δασκάλα, σίγουρη για τον εαυτό της και για την αποτελεσματικότητα της επέμβασής της. Με τα χέρια στη μέση, με υποδέχτηκε κι ένα υπο-μειδίαμα λίγο στραβό, λίγο ειρωνικό, λίγο στιφό, του νικητή το χαμόγελο. Σαρδόνιο!

Δε θα ξεχάσω ποτέ, πως πέσανε αυτόματα αυτά τα χέρια από τη μέση, μόλις αντίκρυσε το δικό μου χαμογελάκι, για αρχή, πως πάγωσε το σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη της, στη συνέχεια, όταν της διηγήθηκα πως πέρασα το διάλειμmα με τη δασκάλα, αλλά και τη δική μου ικανοποίηση και περηφάνια. Μέλι στον ουρανίσκο μου! Από τις σπάνιες φορές, που κατάπιε τη γλώσσα της η μανούλα! Mε κοίταγε με απορία, κατάπληξη και απόγνωση μαζί, νομίζω… Για ένα διάστημα, μάλιστα, μόνο για ένα, σταμάτησε να με κυνηγά να διαβάσω «όπως κάνει ο κόσμος όλος!».

Ηθικόν δίδαγμα: Μανούλες, άμα βλέπετε τα παιδιά σας να τα πηγαίνουν καλά στο σχολείο, μην τα πρήζετε! Κι αν έχουν βρει ένα δικό τους τρόπο να «μάθουν γράμματα», εντελώς διαφορετικό από το δικό σας, με γεια τους, με χαρά τους, μωρέ και μπράβο τους, μη σας πω!