Άρθρο: Γεώργιος Βασίλαρος
Ψυχολόγος


Η άνθηση της Ψυχολογίας τις τελευταίες δεκαετίες ως οικοδόμημα της συστηματικής μελέτης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, των μοναδικών ιδιοσυγκρασιακών στοιχείων της κάθε προσωπικότητας αλλά και της αλληλεπίδρασης του ατόμου με άλλα υποκείμενα και το περιβάλλον του έφερε δυναμικά στο προσκήνιο την έρευνα και την ανάλυση μεμονομένων παραγόντων που συμβάλλουν σε αυτές τις διαδικασίες. Το διαχρονικό ενδιαφέρον για τις ανθρώπινες σχέσεις, πηγάζει από το τεράστιο εύρος των εκφάνσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τον συνεχώς μεταβαλλόμενο δυναμισμό του κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος που επενεργεί στα άτομα αλλά και από το ολοένα αυξανόμενο πλήθος παραμέτρων που προκύπτουν από τις οικονομικές, τεχνολογικές και πολιτικές μεταβολές.

Σε γενικές γραμμές, γίνεται λόγος συχνά για τις πολύπλευρες δυσκολίες στη δόμηση των ανθρωπίνων σχέσεων, τη ρευστότητα που τις διακατέχει αλλά και για τη λειτουργία της ταυτότητας του φύλου όπως συνισφέρει στην λεγόμενη “αλληλόδραση” του ζευγαριού. Στο παρόν άρθρο ερευνάται, η διετέλεση μιας επιζήμιας συμπεριφοράς στο πλαίσιο μιας σχέσης, το ενδεχόμενο συναίσθημα των τύψεων που επιφέρει αυτή και η πιθανή διαδικασία συγχώρεσης ως μέσο αποκατάστασης και κορύφωσης της εξελικτικής αυτής πορείας.

Όσον αφορά τις ουσιαστικές ή πιο διεισδυτικές σχέσεις με επαφή, διαφαίνεται ως απότελεσμα η εγκαθίδρυση ενός πιο συνεκτικού συναισθηματικού δεσμού. Λόγω της οικειότητας, της αμοιβαίας αποκόμισης εμπειριών και της επαναλαμβανόμενης χρόνιας επικοινωνίας, τα άτομα φανερώνονται ως πιο εαύλωτα είτε υπάγονται σε μια ερωτική είτε σε μια φιλική σχέση. Έτσι, πολλές φορές απαντώνται κάποιες ακούσιες ή εκούσιες συμπεριφορές όπως: σεξουαλική απιστία, αθέτηση υποσχέσεων και μετάδοση ψευδών πληροφοριών. Ως επακόλουθο αυτών διακρίνεται η πρόκληση σύγχυσης, συναισθημάτων ανασφάλειας, απέχθειας, θυμού στον αποδέκτη. Καίριας σημασίας σε αυτό το σημείο , αποδεικνύεται ο βαθμός της αποδοχής και της συγχώρεσης από την πλευρά του θύματος αναφορικά με την “παραβατική συμπεριφορά”.

Ο θύτης εκφράζοντας τη συγνώμη του, προβαίνει σε ορισμένες εξηγήσεις που προσδιορίζουν τα αίτια της ανάρμοστης συμπεριφοράς του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί με ποιον τρόπο παρακινείται στην συγκεκριμένη ενέργεια. Υπό το πρίσμα της γνωστικής προσέγγισης της ψυχολογίας , διατυπώνεται μια άμεση σύνδεση μεταξύ συναισθημάτων, σκέψεων και κατεπέκτασην ασκούμενης δράσης. Καταναλογίαν λοιπόν το συναίσθημα της ενοχής ωθεί τον θύτη να αποκαταστήσει τη ζημιά που διέπραξε και απώτερα να ζητήσει συγχώρεση. Διαφορετικά συναισθήματα όπως ο θυμός ή ο φόβος, οδηγούν σε εναλλακτικές ενέργειες: καθορισμό και σταδιακή προσέγγιση του αντικειμένου – πηγής προέλευσης του θυμού ή αποφυγή και εγκατάλειψη της γενεσιουργού αιτίας του φόβου.

Στην έρευνα των Riek, Root Luna και Schnabelrauch (2014) έγινε μια προσπάθεια σκιαγράφησης της συσχέτισης μεταξύ του συναισθήματος της ενοχής -τύψης και της συγχώρεσης, σε διαφορετικού είδους σχέσεων: συντροφικές, φιλικές και οικογενειακές. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο, καθορίζοντας τη χρονική στιγμή που πλήγωσαν κάποιον στον περασμένο μήνα και δεν είχαν επιλύσει ακόμη το ζήτημα. Μια σειρά ερωτήσεων προσμετρούσαν το συναίσθημα των τύψεων, τον τρόπο προσέγγισης και οπτικής της σχέσης με το άτομο -αποδέκτη της παραβατικής συμπεριφοράς, πόσο συχνά σκέφτονταν την επιζήμια αυτή δράση και πόσο υπεύθυνοι αισθάνονταν γι αυτή.

Mετά τη συλλογή των απαντήσεων των ερωτηθέντων και μέσω εξονυχιστικής στατιστικής ανάλυσης, προέκυψαν συμπεράσματα εξέχουσας σημασίας. Αρχικά, βρέθηκε πως όσο μεγαλύτερος ήταν ο βαθμός συνειδητοποίησης της αρνητικής συμπεριφοράς από μέρους του θύτη και όσο ισχυρότερη προοπτική μελλοντικής σχέσης διέκρινε με τον αποδέκτη, τόσο εντονότερα συναισθήματα τύψεων και ενοχών εξέφραζε. Ρητή θετική συσχέτιση εμφανίστηκε ανάμεσα στον βαθμό ανάληψης προσωπικής ευθύνης από την πλευρά του δράστη και στον χρόνο που ξόδευε για να σκέφτεται την υποτιμητική αυτή ενέργεια. Με αυτόν τον τρόπο , την ερμήνευε και την κατανοούσε σε αυστηρότερο πλαίσιο, εξυψώνοντας τα επίπεδα των ενοχών και της ντροπής τους. Επίσης, η υψηλότερη τάση αυτών των συναισθημάτων, αλληλεπιδρούσε αυξητικά με την αναζήτηση συγχώρεσης από τα θύματα.

H βίωση της ενοχής, των τύψεων, της ντροπής ως αρνητικά και στρεσσογόνα συναισθήματα, παρακινούν εξατομικευμένα τον δράστη στην εξεύρεση λύσεων με στόχο την συγχώρεση. Ωστόσο, όντας μια δυσάρεστη εμπειρία, αποτελεί εμφανές σημάδι ανασύστασης και ανασυγκρότησης των διαπροσωπικών ορίων της δϋαδικής σχέσης. Ίσως να αποτελεί και το πρώτο και σημαίνον βήμα για την βαθιά επανοικοδόμηση της που πρέπει να τεθεί πλέον σε νέα και πιο ουσιαστική, επικοινωνιακή και συναισθηματική βάση. Εν τέλει, ο αρνητικός αυτός χαρακτήρας της προκείμενης διαδικασίας , σε ιδανικές και επιτυχείς περιπτώσεις, ενδέχεται να εξασφαλίσει θετικά οφέλη στον επαναπροσδιορισμό και επαναξιολόγηση των σχεσιακών διαστάσεων.

Συνοψίζοντας, ο προσωπικός μου προβληματισμός έγκειται στην έλλειψη αναφοράς και έρευνας στα συναιθήματα και στις γνωστικές διεργασίες, όπως αυτά λαμβάνουν χώρα στο υποκείμενο που υφίσταται την προσβλητική συμπεριφορά. Βασιζόμενος στην εν λόγο έρευνα, κατέγραψα μια μονομερής διαπραγμάτευση της συγχώρεσης που προσφέρει θετικά αποτελέσματα. Παρόλα αυτά, θα ήταν γόνιμο να αξιοποιηθούν και να συλλεχθούν δεδομένα, όταν η συγχώρεση δεν γίνεται αποδεκτή και να αναλυθούν οι μετερχόμενες ψυχολοχικές ενδοατομικές και διατομικές συνέπειες.


Βιβλιογραφικές αναφορές

Riek, B. M., Root Luna, L. M., & Schnabelrauch, C. A. (2014). Transgressors’ guilt and shame: A longitudinal examination of forgiveness seeking. Journal of Social and Personal Relationships, 31, 751-772.