Άρθρο: Κατερίνα Τσιτούρα


Είναι στιγμές που περπατάς, μόνος, ανάμεσα στο πλήθος, και για λίγο κοιτάς εκείνους τους περαστικούς, υπάρξεις που διασταυρώθηκαν μαζί σου για μια στιγμή στην απέραντη αιωνιότητα και ύστερα χάθηκαν στους ρυθμούς της δικής τους ζωής, στις προσωπικές τους αγωνίες, στους μικρούς τους θριάμβους και στους οδυνηρούς αποχωρισμούς τους, στις βαρετές δουλειές και στα ανεξέλεγκτα πάθη τους.  Αναρωτιέσαι ποιοι είναι όταν κλείνουν την πόρτα του σπιτιού τους, τι γυρεύουν για να ολοκληρώσουν το πάζλ της ευτυχίας, ποια αγάπη θα μεταμορφώσει το ‘είναι’ τους, ποιο πεπρωμένο θα χαράξει τις ψυχές τους.

Και έπειτα, εκείνη η παράξενη αίσθηση σε κατακλύζει και πάλι, τη γνωρίζεις καλά, τη γνωρίζουν όλοι αυτοί που κοιτώντας ψηλά, τον έναστρο ουρανό, αναρωτήθηκαν κάποτε τι υπάρχει πέρα από το ορατό, ποια δύναμη υφαίνει τις μοίρες μας , ποια μαγική ενέργεια μας χαρίζει τη ψευδαίσθηση της αθανασίας για να τη σκορπίσει ύστερα στη μαύρη τρύπα ενός τέλους που φαντάζει τόσο μυστηριώδες όσο και η αγωνία μας να το αποκωδικοποιήσουμε.

Και θυμάμαι τον παππού και τη γιαγιά, κομμάτια πια του περίφημου τέλους που ποτέ δεν έπαψε να με τρομάζει,  να μου υπενθυμίζουν ότι τα καλά παιδιά κάνουν πάντοτε την προσευχή τους πριν κοιμηθούν.

Και κάπου εδώ, στο προσωπικό μου λεξιλόγιο παρεισφρύει μια ακόμη λέξη, η ΄θρησκεία’.  Εάν επιχειρήσεις να την ορίσεις εννοιολογικά, θα μου αναφέρεις ότι  θρησκεία ονομάζεται η σχέση του ανθρώπου με το  Θεό και είτε ακολουθήσεις την λατινική (religar/religere = συνδέομαι) είτε την ελληνική (θρώσκω = αναβαίνω) ανάλυση της εν λόγω λέξης, θα καταλήξεις στο συμπέρασμα ότι αυτή υποδηλώνει τον έντονα αλληλένδετο χαρακτήρα ανάμεσα σε θείο και ανθρώπινο, πνευματικό και υλικό, ψυχικό και φυσικό. Και ύστερα, για τους λάτρεις της ψυχολογίας, υπάρχει και ο Φρόυντ που επιχειρώντας να προσεγγίσει τη θρησκεία με το δικό του, προσωπικό και άκρως επιστημονικό τρόπο, τη χαρακτήρισε νεύρωση, μια απλή μα τόσο βασανιστική νεύρωση!

Η γιαγιά και ο παππούς, λοιπόν, πολλά χρόνια πριν, ασφαλώς σου μίλησαν και σένα για τον Αδάμ και την Εύα, για το προπατορικό αμάρτημα που έκλεισε τις πύλες της μακάριας αιωνιότητας , για τον Θεό που από εκεί ψηλά , σαν δίκαιος κριτής αξιολογεί τις πράξεις σου, για τον γιό του που θυσιάστηκε για το γένος σου.

Και εσύ, μεγάλωνες και κοιτούσες προσεκτικά τους ανθρώπους γύρω σου. Έβλεπες προέδρους ισχυρών κρατών να διακηρύσσουν τη δύναμή της πίστης και έπειτα να βάζουν την ψυχρή υπογραφή τους σε σφαγές εθνών. Και έπειτα πήγαινες στην εκκλησία, άναβες το κερί σου σαν καλός χριστιανός και στο δρόμο της επιστροφής προσπερνούσες βιαστικά τους ρακένδυτους άστεγους, τα παιδιά που ζητιάνευαν ένα κομμάτι από το ψωμί του ευκατάστατου σπιτιού σου. Δεν θέλω να φανώ άδικη, κάποιες στιγμές (ξέρεις ποιές, εκείνες που η αίσθηση του σωτήρα κατέκλυζε την ηθική σου σφαίρα) κοντοστεκόσουν και ψαχούλευες την τσέπη σου, γυρεύοντας ψιλά. Και έπειτα, ξεμάκραινες, βέβαιος ότι έπραξες το χρέος σου, ότι ο Παράδεισος θα περιμένει την ενάρετη αφεντιά σου.

Και συνέχιζες να μεγαλώνεις, σε έναν κόσμο που θα νιώθει πάντοτε πιο ασφαλής να προσεύχεται και να καίει τα κεριά της ελπίδας, σε ένα σύστημα που θα εξαθλιώνει οικονομικά χώρες και θα πλουτίζει τράπεζες, σε ένα κοινωνιολογικό πείραμα βγαλμένο από τη φαντασία του πιο νοσηρού νου, σε ένα δάσος στο οποίο επιβιώνουν μονάχα τα άγρια θηρία.

Και πήγαινες στη δουλειά σου και άκουγες πιστούς να σου εξηγούν ότι είναι αμαρτία να τρως κρέας την Τετάρτη . Και ήταν οι ίδιοι ΄’πιστοί’ που , μόλις γυρνούσες την πλάτη , δεν παρέλειπαν να σε στολίζουν με κακόβουλα σχόλια, που σε συκοφαντούσαν άδικα, μα , προς Θεού, πάντοτε τηρώντας ευλαβικά το νηστίσιμο διατροφολόγιο της εβδομάδας.

Και ένιωθες μπερδεμένος γιατί , τελικά, στο βάθος ήθελες τόσο πολύ να πιστέψεις, επιθυμούσες να αισθανθείς ότι σε ένα σύμπαν μαγικό, απέραντο και, ορισμένες φορές, τρομαχτικό, δεν είσαι μόνος αλλά κάποιος, από εκεί ψηλά, σε προστατεύει, σε νοιάζεται, σε αγκαλιάζει με το φως της σοφίας και της άνευ όρων αποδοχής.  Μα, ύστερα έρχονταν εκείνα τα καταραμένα βράδια που οι χιλιάδες σκέψεις φυλάκιζαν την ελευθερία της αναπνοής και  αναρωτιόσουν στο όνομα ποιανού Θεού παιδιά πεινάνε, λαοί σφαγιάζονται και χριστιανοί του προηγμένου δυτικού κόσμου παρακολουθούν με ανατριχιαστική απάθεια δυστυχισμένους πρόσφυγες να χάνονται στα βάθη του ωκεανού.

Ο Νίκος Καζατζάκης είχε πει κάποτε ότι ο Θεός δεν μας σώζει, εμείς τον σώζουμε. Ίσως, τελικά, λίγο πριν από το τέλος της ανθρωπιάς, μπορούμε να γυρίσουμε την πλάτη μας στο μέλλον που κάποιοι γράφουνε με την πένα των συμφερόντων τους, να πάψουμε να αναζητούμε τους σωτήρες στον ουρανό, και να δημιουργήσουμε έναν νέο κόσμο, χρωματισμένο με τις μπογιές εκείνων των ιδεαλιστών που πίστεψαν ότι ο παράδεισος περιμένει μονάχα όσους τρελούς  σπάνε τα τείχη της σιωπής και του φόβου, μουτζουρώντας το γκρι της αδιαφορίας. Και, αν ο Θεός υπάρχει, τους χαμογελά καθώς γνωρίζει καλά ότι η δική του θρησκεία έχει μονάχα έναν κανόνα, την αγάπη….