Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Μπερδεύτηκα στα στενά δρομάκια, όλες εκείνες οι μονοκατοικίες φαίνονταν ίδιες μεταξύ τους σε εκείνη την ανατολική γειτονιά της πόλης, κι εκείνες οι αυλές ντυμένες τον χειμώνα, άχρωμες και υγρές, γυάλιζαν στα μάτια μου ίδιες κι απαράλλαχτες. Τελικά, ξεχώρισα το σπίτι της κυρίας Μυρσίνης και του κυρίου Κώστα. Εκείνο το απόγευμα δεν είχα διάθεση για κουβέντες, ήθελα απλώς να πάρω τη συνέντευξη από τη φίλη της γιαγιάς μου, που τηρούσε όλες τις προϋποθέσεις,  και να ξεμπερδεύω με μία ακόμα υποχρέωση.

Χτύπησα το κουδούνι και με υποδέχτηκε η αρχοντική γυναίκα φορώντας ένα ευγενικό χαμόγελο, ένα μπλε φόρεμα και δύο διακριτικές πέρλες στα αυτιά της κάτω από τα γκρι καρέ μαλλιά της που ακουμπούσαν δειλά τους ώμους της.  Παρά το μεγάλο της ηλικίας της τα μάτια της ήταν ενθουσιασμένα, χαρούμενα και είχαν κάτι που πρόδιδε ζωή. Από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισα στην είσοδο της κατοικίας της, ένιωσα πως κάτι με συνδέει με αυτή τη γυναίκα χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω τι, η φιγούρα της με προϊδέασε για ένα προφίλ πολύ φίνο και ταπεινό, σχηματισμένο με καμπύλες εύκαμπτες που γλιστράνε και λάμπουν, δεν σπάνε, δεν γρατζουνάνε, δεν κόβουν, γιατί γωνίες δεν υπάρχουν. Το πρώτο κοίλο στα χείλη της, τόσο φυσικά τεντωμένο, έλεγα πως το ζηλεύω και λιγάκι. Κάτι τόσο αξιοθαύμαστο καλό είναι να το ζηλεύουμε και λιγάκι. Αυτή είναι η μόνη επιτρεπτή ζήλια, αυτή που γεννιέται από  θαυμασμό και βαφτίζεται ευγενής άμιλλα.

Μόλις με καλωσόρισε εγκάρδια και απαλά, αυτή η φίνα γυναίκα μιας άλλης εποχής, στο εσωτερικό του σπιτιού της, η ζεστασιά του χώρου και των σωμάτων ήρθε και κάθισε στο δέρμα μου βελούδινη πεταλούδα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τους ψηλοτάβανους τοίχους γεμάτους πίνακες, τη μεγάλη κουνιστή πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι, τα λουλούδια στα βάζα και τις γλάστρες και την πελώρια βιβλιοθήκη που κάλυπτε σαν ταπετσαρία τον τοίχο με τα νομικά βιβλία του ζευγαριού στα πάνω ράφια και όλα τα φιλοσοφικά και λογοτεχνικά στο ύψος των ματιών.  Το ανδρόγυνο αυτό υπήρξε πολύ εργατικό, ακούραστα μαχητικό και δυναμικό στους χώρους των δικαστηρίων. Και οι δύο δικηγόροι, αγωνίζονταν  για μια δικαιοσύνη, εκείνη των ανθρώπων, όπως χαρακτηριστικά μου ανέφερε η 77άχρονη Μυρσίνη.

Μπαίνοντας, όμως, δεν θα μπορούσα να μην αναζητήσω στον χώρο τον κ. Κώστα. Ήταν καθισμένος στην κούνια, άκουγε μουσική με ένα βλέμμα αδιάφορο και χαμένο στο κενό. Ήταν κι αυτός καλοντυμένος, καθαρός και περιποιημένος με φροντίδα μωρού παιδιού στα 85 του χρόνια. Τα άσπρα κοντοκουρεμένα γένια του στο γεμάτο γωνίες πρόσωπό του, η ευθυτενής φιγούρα του και τα ζαρωμένα αλλά μεγάλα και πλατιά χέρια του, δίναν την εντύπωση άντρα αρρενωπού πολύ που κάποτε υπήρξε ρωμαλέος και στιβαρός, μια αυστηρή φυσιογνωμία που αντλούσε όλη τη γοητεία της ακριβώς από τη σοβαρότητα των ματιών. Δεν έδινε την εντύπωση άντρα με ταπεινό φρόνημα, αλλά σκληρού. Τα μάτια του πρόδιδαν κάτι παιδικό πια, υποθέτω πως η άνοια ευθύνεται γι’ αυτό. Ίσως πάλι, να αναδύεται σε αυτά η αυθεντική κοψιά που του χαρίστηκε από τη φύση από τότε που ήταν ακόμα ασμίλευτος, χωρίς καλούπια και φτιασίδια μυαλού, τώρα πια που όλος ο επίκτητος κόσμος, εκείνος που κάθισε πάνω του με το διάβα του βίου ήρθε και ξεθώριασε και χάθηκε…

Πρώτη μου φορά συναντούσε ηλικιωμένους με αυτή τη στόφα την αρχοντική. Στο μυαλό μου πάντα τους παππούδες τους είχα πολύ κουρασμένους και τις γιαγιάδες στις κουζίνες τους να μαγειρεύουν και να φροντίζουν τα εγγόνια τους ή άλλοτε παραδομένους στα γηρατειά τους και στα γεμάτα κόπωση κορμιά τους. Σε εκείνο το σπίτι ανακάλυψα και κάτι διαφορετικό που δεν έμοιαζε αλλόκοτο και ξένο, αλλά πολύ προσιτό και τόσο ενδιαφέρον!

Η Μυρσίνη εκείνο το απόγευμα, όσο εγώ καθόμουν κοντά της και της έκανα ερωτήσεις μέχρι που σώπασε η βροχή έξω, μου μιλούσε και χάιδευε τον γάτο της. Μου έλεγε μάλιστα να τον χαϊδέψω κι εγώ αν θέλω να χαλαρώσω, θα νιώσω ασφαλής από το γουργουρητό του όπως κι εκείνη. Η επιθυμία της Μυρσίνης να μιλήσει για τη νόσο του άντρα της ήταν μεγάλη. Με μία διακριτική φωνή και ταυτόχρονα χειμαρρώδη, ξεδίπλωνε μπροστά μου μια ολόκληρη ζωή, τα παράπονα και τις χαρές της, την αγάπη της και τον πόνο της για εκείνη την άμυνα του εγκεφάλου του άντρα της που για να μην υπερφορτωθεί άλλο με πληροφορίες άρχισε να αποβάλλει ως άχρηστες όσες προϋπήρχαν αρνούμενος την είσοδο νέων. Ένα νέκρωμα και ένα πάγωμα, σαν μια νέα αρχή που αρχή όμως δεν ήταν, ένα άδειασμα του κόσμου του, ένας αυστηρός τυφώνας που δεν άφησε τίποτα πίσω του, τα εξολόθρευσε όλα…

Ο Κώστας μου δεν με θυμάται. Δεν θυμάται ούτε εμένα, ούτε τα παιδιά μας, ούτε τη ζωή μας, ούτε καν το όνομά του… Με πονάει και με θλίβει βαθιά η μοναξιά μου μαζί του. Για φαντάσου, Νεκταρία μου, να είσαι με τον άνθρωπό σου κι αυτός να μην είναι εκεί. Να είσαι μαζί του και να νιώθεις μόνη σου. Τι φρικτή μοναξιά! Ξέρεις, από όλες τις μοναξιές που έως τώρα έχω βιώσει αυτή εδώ τώρα είναι η πιο σκληρή. Ίσως και με τον τελευταίο μας χωρισμό σε αυτή τη γη, η μοναξιά να παίρνει άλλες διαστάσεις. Το υποπτεύομαι, δεν το ξέρω. Σκέφτομαι πόσο μου λείπουν πια οι γονείς μου, αλλά κυρίως πόσο μου λείπουν τα αδέρφια μου για να μπορέσω να μοιραστώ μαζί τους τις αναμνήσεις μου μ’ εκείνους. Αυτή την απώλεια έπεισα με τα χρόνια τον εαυτό μου, έτσι νομίζω τουλάχιστον πως πρέπει να την αποδεχτώ, πως αυτή είναι και δεν αλλάζει. Δεν είναι πια δίπλα μου, λέω και κλείνω για λίγο τα μάτια. Εδώ τώρα, όμως, η παρουσία του Κώστα με γλυκαίνει, με ζεσταίνει, κρατάει ζωντανή τη ψυχή μου, αλλά η απουσία της μνήμης του με ρίχνει σε κενό απύθμενο και άναρχο, ρουφάει η λήθη του μαζί κι εμένα. Ξέρεις τι είναι να μην μπορείς να μοιραστείς τις αναμνήσεις μιας ζωής; Να είναι εκεί στην κούνια του ανέμελος και να σε ακούει αλλά να μην σε καταλαβαίνει, να μη νιώθει όσα τον αφορούν; Σε πιάνει το παράπονο και λες: Μα δεν είναι δικά μου μόνο. Μαζί υπήρξαμε. Μη με αφήνεις μόνη μου στη μελαγχολία της νοσταλγίας. Αναρωτιέμαι, άραγε, καμιά φορά αν μελαγχολεί κι αυτός για μένα… Εγώ μελαγχολώ και τον νοσταλγώ ακμαίο, δυνατό, ρωμαλέο και αγέρωχο να μιλάει σε μένα ή σε φίλους ή στα δικαστήρια που ρητόρευε.

Κάποτε μου είχε αφήσει ένα σημείωμα στο γραφείο ένα πρωί πριν φύγει για επαγγελματικό ταξίδι. Μου έγραφε: «Μου λείπεις ακόμα κι όταν σε ξεχνάω». Αυτό το «σε ξεχνάω» είχε πέσει σαν μαχαιριά στην καρδιά μου. Δεν μπορούσα, εγωίστρια και ερωτευμένη πολύ τότε, να διανοηθώ ότι με ξεχνούσε, ότι όντως υπήρχαν ώρες που το μυαλό του ήταν απασχολημένο τόσο με τις δίκες, τις αθωώσεις και κατηγορίες, τα επιχειρήματα και το αίσθημα δικαίου να απαιτεί την ενθρόνισή του, ώστε να μην έχω χώρο σε αυτό. Όσο κι αν ήμουν βέβαιη για εκείνον, ακόμα και που μου έγραφε ότι του έλειπα, εγώ αρνούμουν να δεχτώ ότι και τότε δεν υπήρχα, δεν κούρνιαζα κάπου μέσα του έστω και στριμωγμένα, απλώς για να μη με ξεχνάει. Τώρα, όμως αυτό το σημείωμα είναι η κρυφή μου παρηγοριά. Τώρα που ξέρω με σιγουριά πως με ξέχασε, είμαι και βέβαιη πως του λείπω. Κάνω τα πάντα για να μην αλλάζει αυτό που είχε γνώριμο από εμένα και τότε του έλειπε και τώρα (μακάρι) του λείπει. Προσπαθώ να είμαι πάντα το ίδιο τρυφερή κι ας χάνω τόσες πολλές φορές την υπομονή μου, να είμαι αυστηρή όπως άλλοτε στις απόψεις μου κι ας γίνομαι πια τόσο ευάλωτη μαζί του, να είμαι ανέμελη όπως όταν με ζούσε κι ας με κουράζουν οι απαιτήσεις της ασθένειάς του, κι ας πνίγομαι όταν θέλω να του πω αλλά ποτέ δεν το λέω: Κώστα, με ξεχνάς! Κώστα, μη με ξεχνάς!, να είμαι ευαίσθητη στις ανάγκες του όπως πάντα μας ήμουν για να μην τον τρομάζω τώρα ως μία άγνωστη, ως μία ξένη.

Ενίοτε τώρα που δεν θυμάται, που το μυαλό του παραλύει και μας προδίδει όλους γίνεται σαν μικρό παιδί που απαιτεί με όποιον τρόπο του μάθεις εσύ να διεκδικεί και να ξέρει πως αυτός θα είναι αποτελεσματικός. Ο Κώστας ως έξυπνος και πονηρός άντρας μπορεί να αγάπησε τη λήθη, αλλά τις στρατηγικές του νου δεν τις ξέχασε όλες. Καμιά φορά γίνεται χειριστικός και μου θυμίζει το γιο μου όταν στα τρία του δεν είχε ακόμα μιλήσει, δεν έλεγε λέξη όσο κι αν του μιλούσαμε, όσο κι αν του διαβάζαμε βιβλία. Είχε μάθε πως και χωρίς λέξεις είχε από εμάς ό,τι εκείνος επιθυμούσε, ακούραστα και χωρίς καμία δική του προσπάθεια και για να μην τον αγχώνουμε του δίναμε ό,τι μπορεί να χρειαζόταν πριν καν το χρειαστεί. Έτσι, κατάλαβα λίγο αργά πως εμείς τον είχαμε κάνει χειριστικό και νωθρό, καθώς ποτέ δεν ερχόταν στην ανάγκη να πει με λέξεις εκείνο που ήθελε. Ώσπου μια μέρα, ξέχασα να του δώσω γάλα κι εκείνος πεινασμένος αναφώνησε τις πρώτες του λέξεις: μαμά, θέλω γάλα! Έτσι, και τώρα με τον έρωτά μου, αναβιώνω το μεγάλωμα του γιου μου, προσπαθώντας να μην τον αφήσω να γίνει χειριστικός εκμεταλλευόμενος την αγάπη μου, την προσοχή μου και την κατανόησή μου. Μα πόσο δύσκολες οι ισορροπίες… Ίσως καμιά φορά και να μου αρέσει αυτό, όμως. Και ξέρεις γιατί; Γιατί έτσι έχω ακόμα λόγους να είμαι ερωτευμένη μαζί του, με το μυαλό του. Ο έρωτας προϋποθέτει θαυμασμό κι εγώ ακόμα θαυμάζω αυτή τη διπλωματία που ποτέ δεν τον εγκαταλείπει.

Θα σου εξομολογηθώ, όμως, Νεκταρία μου, πως δεν είμαι τέλεια, δεν μπορώ να είμαι. Όταν ο Κώστας γίνεται καχύποπτος και επιθετικός γιατί δεν με θυμάται, παύει να με αγαπάει και τότε παύω κι εγώ να τον αγαπώ, έστω και για λίγο. Του θυμώνω πολύ, με απογοητεύει που με ξεχνάει, που δεν με θυμάται, που κάθε μέρα η λήθη νικάει την αλήθεια κι εγώ μοιάζω σαν ψέμα μαζί με όλα γύρω του. Αφού, καμιά φορά πείθω τον εαυτό μου πως δεν θυμάμαι κι εγώ για να αντέξω τη δική του πραγματικότητα. Για να αντέξω τη δική του άνοια με πιάνει εμένα παράνοια. Όταν το εξομολογούμαι στον πνευματικό μου πως γίνομαι σκληρή για να αντέξω και όταν του λέω με παράπονο με ξεχνάει και με αφήνει να τον ξεχνάω, όταν αναρωτιέμαι πού πάει η αγάπη μας, εκείνος μου αποκρίνεται πως η αγάπη στα μάτια ουδέποτε εκπίπτει, ποτέ η αγάπη δεν μαραίνεται στα μάτια ούτε από την απόσταση στον χώρο, ούτε από την απόσταση στον χρόνο, ούτε από τα πονηρά παιχνίδια του μυαλού. Κι έτσι, ανακουφίζομαι και πάω πάλι από την αρχή να τον αγαπάω.

Α! Το πιο όμορφο δεν σου το είπα! Πάντα ο Κώστας όταν με αγκάλιαζε μου έλεγε «Μυρίζεις Μυρσίνη. Έχεις τη δική σου μυρωδιά και τόσο που μου αρέσει. Μυρίζω κι εγώ μετά ‘Μυρσίνη’, μένει το άρωμά σου πάνω μου». Τώρα που δεν θυμάται το όνομά μου, δεν θυμάται το πρόσωπό μου, δεν θυμάται εμένα, δεν μου το λέει πια. Κι ένα βράδυ που ήμασταν στο νοσοκομείο οι δυο μας, κάθισα κοντά του για να τον βοηθήσω να φάει και αυθόρμητα εκείνος μου είπε «μυρίζεις…». Δεν θυμόταν τι μύριζα, δεν θυμόταν το όνομά μου. Και μετά από δευτερόλεπτα μου είπε: «μυρίζεις όμορφα..!». Κι ήταν τόσο ενθουσιασμένος με μια χαρά ασαφή, απροσδιόριστη, άγνωστη, μια χαρά που έκανε συντρίμμια τη μοναξιά μου για εκείνο το απόγευμα και με έκανε να νιώθω πάλι νέα, σαν τότε που «μύριζα Μυρσίνη».

Πάντως, Νεκταρία μου, όσο κι αν παραπονιέμαι, όσο κι αν γίνομαι γκρινιάρα μου αρέσει πολύ που κάθεται στην κούνια απέναντί μου, δίπλα στο τζάκι και που χαϊδεύει το γάτο μας και που εγώ του μιλάω ξανά και ξανά. Κι ας μην θυμάται, εμένα μου αρέσει που με ακούει. Τουλάχιστον θυμάμαι εγώ. Κι αν καμιά φορά ξεχνάω κάτι από τα τόσα σημαντικά και ασήμαντα του βίου μας με παίρνει να νιώθω τύψεις. Είναι, άλλωστε δικό μου χρέος πια να μη λησμονώ. Να μη λησμονώ τη ζωή μου μα ούτε και τη δική του ζωή. Στο χρονικό της ζωής μας θα γράψω για όλους τους χαμένους αιώνιους παραδείσους μας και για όλες τις φρούδες ελπίδες που τρέφω μήπως ξημερώσει μια μέρα και πάλι ο Κώστας με θυμάται…

Φεύγοντας από το σπίτι του ζεύγους, είχα καταλάβει γιατί στην αρχή της κουβέντας μας η όμορφη αυτή γιαγιά μου ζήτησε να μην την προσφωνώ κυρία και να της μιλάω στον ενικό, γιατί κανένας χρόνος δεν μας χώριζε εμάς τις δύο κι ούτε είχε ανάγκη το δικό μου σεβασμό το δικό της μεγαλείο. Έπρεπε να τα γράψω όλα φεύγοντας, μήπως και μια μέρα τα ξεχάσω…