Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Ασκούμενος δικηγόρος


Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 11

Θύμωνε. Θύμωνε με τον εαυτό του. Θύμωνε που είχε δεχτεί να πάει ως το σπίτι της και δεν της το ‘χε ξεκόψει νωρίτερα. Στο δρόμο, στο μπαρ, στην τουαλέτα ακόμα. Εκεί που ‘πλεναν τα χέρια τους. Είχε τόσες ευκαιρίες να γυρίσει και να της το πει, δεν το ‘κανε. Μετά ήρθε η πρόσκληση για το ποτό στο σπίτι της. Ίσως να πλήρωνε την αφέλεια του, για ποτό ποιός βγαίνει δυο στενά πέρα απ’ το σπίτι του;

Ακόμα και την τελευταία στιγμή στο ασανσέρ, έπρεπε να πέσουν πάνω στο διαχειριστή, κι ακόμα χειρότερα, έπρεπε αυτή να μην έχει πληρώσει κοινόχρηστα και πετρέλαιο για τους τελευταίους έξι μήνες.

Όταν πια μπήκαν στο σπίτι, οι κόρες ήταν ήδη διεσταλμένες και το αίμα πρέπει να ‘χε ανέβει για τα καλά στο κεφάλι της. Πήγε να κοντοσταθεί στην πόρτα, να το ξεστομίσει και μετά να κάνει μεταβολή, σίγουρος πως τέτοια θα ‘ταν η εξέλιξη. Η κρίση της οικοδέσποινας όμως ήδη την έκανε να τρέξει στην κουζίνα να φέρει ποτήρια για τα ποτά. Πόσα ποτά όμως; Ήδη είχαν πιει τόσα κι ακόμα η γλώσσα του δεν έλεγε να λυθεί και να της πει αυτό που ήθελε. Θύμωνε ακόμα πιο πολύ.

Επέστρεψε και τα δυο ποτήρια ήταν γεμάτα. Φρόντισε στο μεταξύ να πατήσει και το «πλέι».

Τον κοίταξε στα μάτια ενώ κάθισε δίπλα του και αυτός έσφιξε το ποτήρι που παραλίγο να γλιστρήσει ανάμεσα στα ιδρωμένα δάχτυλά του.

Ήπιε τόσες γουλιές απ’ το ποτό που θα δικαιολογούσαν τη σιωπή, κι άλλες τόσες που την παρέτειναν. Το ποτήρι του είχε αδειάσει και ήταν εκεί, μαζί στον καναπέ. Το ποτό της δεν το ‘χε πειράξει. Κοιτούσε αυτόν. Τα χείλη της κάτι άλλο διεκδικούσαν.

Σηκώθηκε σιγά, της έδωσε το φιλί που περίμενε, στο μάγουλο όμως, άφησε το ποτήρι στο τραπέζι και πήγε προς την πόρτα.