Συντάκτρια: Μαρία Κακούρη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Βασίλης Μακρυδήμας


Όλοι έχουμε παρατηρήσει την ευκολία των εφήβων να προσαρμόζονται στις καινούριες καταστάσεις και να ξεχνούν άμεσα τα θέματα που τους προβληματίζουν. Μερικοί θα σκεφτούν ότι ένας έφηβος συχνά ξεπερνά ταχύτερα τις δυσκολίες από ό,τι ένας ενήλικας, καθώς ο πρώτος δεν έρχεται αντιμέτωπος με τέτοιας βαρύτητας προβλήματα. Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι κάθε ηλικία έχει τις δικές δυσχέρειες, οι οποίες είναι ανάλογες με το στάδιο στο οποίο βρίσκονται τα άτομα.

Ας εστιάσουμε, όμως, αποκλειστικά στην ικανότητα των νέων ατόμων να προσαρμόζονται στις δύσκολες συνθήκες, τη λεγόμενη «ανθεκτικότητα». Πώς συνδέεται, λοιπόν, η ανθεκτικότητα με την έννοια του κινδύνου;

Αρχικά, μπορούμε να πούμε ότι τα περισσότερα άτομα έχουν την ικανότητα ανθεκτικότητας στον βαθμό που οι παράγοντες κινδύνου είναι περιορισμένοι και τα αρνητικά τους επακόλουθα μπορούν να “δαμαστούν” από τους προστατευτικούς παράγοντες. Άλλωστε, σε όποιες περιπτώσεις οι παράγοντες κινδύνου είναι συνεχείς και σοβαροί, μόνο μια μειοψηφία καταφέρνει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα (Olsson&al., 2003). Επιπροσθέτως, οι έφηβοι παρουσιάζουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε οξείς κινδύνους, όπως η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Απεναντίας, δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν χρόνιους κινδύνους, όπως μια ασθένεια στο οικογενειακό περιβάλλον. Τέλος, η ικανότητα αντίστασης και προσαρμογής σε περίπλοκες περιστάσεις μπορεί να αναπτυχθεί εφόσον το άτομο τελεί υπό συνθήκες κινδύνου, δεδομένου ότι οι τελευταίες είναι εκείνες που «ατσαλώνουν το άτομο» (Rutter 1985).

Μια ακόμα ενδιαφέρουσα προβληματική της ανθεκτικότητας είναι η ύπαρξη ή μη αρνητικών συνεπειών. Μέσα από την συλλογιστική των ειδικών μπορούμε να υποθέσουμε πως αν η ανθεκτικότητα είναι ένα στοιχείο της προσωπικότητας, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι όσα άτομα δεν ξεπερνούν τις δυσκολίες, στερούνται κάποιου ουσιαστικού προσόντος. Σε αυτά τα άτομα, επομένως, αναδύεται μια «οπτική ενοχής» (Luthar & Zelazo, 2003), δεδομένου ότι αισθάνονται άσχημα που δεν έχουν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν τις δύσκολες καταστάσεις.

Συμπεραίνοντας πως το στοιχείο της ανθεκτικότητας είναι αναγκαίο για την διαμόρφωση συνθηκών ψυχικής ισορροπίας, δε θα μπορούσαμε να παραλείψουμε μια πολύ βασική στρατηγική που πρότεινε ο Newman (2004) και η οποία μπορεί σημαντικά να ενισχύσει την προσωπικότητα του εφήβου. Έτσι λοιπόν,  για να μειωθεί η έκθεση του νεαρού ατόμου σε κινδύνους απαραίτητη είναι η διακοπή της αλυσιδωτής αντίδρασης των αρνητικών γεγονότων. Άλλωστε, όταν παρουσιάζεται ένας κίνδυνος, είναι πολύ πιθανό να ενσκήψουν και άλλες περαιτέρω απειλές. Επιπλέον, είναι ωφέλιμο να παρέχονται θετικές εμπειρίες στους εφήβους προκειμένου να αυξηθεί η ισχύς των προστατευτικών παραγόντων. Μια τέτοιου είδους θετική εμπειρία αποτελεί, για παράδειγμα, η περισσότερη συναναστροφή με τους σημαίνοντες για τη ζωή του εφήβου ενήλικες. Ο ποιοτικός χρόνος μαζί τους μπορεί να τους διδάξει ενδεικτικούς τρόπους αντιμετώπισης των προκλήσεων που καθένας καλείτε να διαχειριστεί.


Βιβλιογραφικές αναφορές

Luthar, S. and Zelazo, L. (2003). Research on resilience: an integrative view, in Luthar, S. (ed.) Resilience and vulnerability, Cambridge University Press, Cambridge.

Newman, T. (2004). What works in building resilience?. Barnado’s. Essex.

Olsson, C., Bond, L., Burns, J., Vella-Brodrick, D. and Sawyer, S. (2003). Adolescent resilience: a concept analysis. Journal of Adolescence, 26, 1-11.

Rutter, M. (1985). Resilience in the face of adversity: protective factors and resistance to psychiatric disorders. British Journal of Public Health, 91, 1276-1281.