Ποίημα: Χρήστος Γκαραβέλας
Επιμέλεια: Ίριδα Γουδέλη
Εκπαιδευτικός


Και καθώς το χώμα γλυκά με ρούφηξε

στον άλλον κόσμο βρέθηκα

και πλέον παρέα βρέθηκα

με όλους εκείνους που πριν απο μένα είχαν φύγει

όλοι σαν ένα,  τον θάνατό τους απολαμβαναν

για λίγο γλίστρησα μαζί τους

ψάχνωντας και εγώ παλιούς γνωστούς

είδα με το μάτι μου

ένα μεγάλο λόφο, πάνω σε αυτόν χτισμένα σκαλάκια

και στην κορυφή ένα μικρό σπιτάκι

ανέβηκα τον λόφο

και έξω απ’το σπίτι βρέθηκα

χτύπησα την πόρτα και πριν πάρω απάντηση,
μέσα μπήκα

και ύστερα στον παράδεισο βρέθηκα

μέσα στα μάτια της που σαν χιλιάδες  σπασμένοι καθρέφτες με  κοίταξε,

χωρίς πολλά να χρειάστει να πω
πλησίασα κοντα και της χάρισα την ζεστασια της αγκαλιάς μου
και για λίγες στίγμές έμεινα εκεί
και σκεφτόμαι πόσο χαρούμενος είμαι που είμαι νεκρός

μέχρι που ένα χέρι με άρπαξε και με πήρε μακρυά

καθώς ο ίδιος ο θάνατος ήταν ερωτευμένος μαζί της

και μέσα απ’την ζήλια του μακρυά στους ζωντανούς με έσπρωξε

και πάλι μέσα στον τάφο μου βρέθηκα

μέσα στο χώμα κολύμπησα

μέχρι στην επιφάνεια να βγω και αέρα πάλι να ανασάνω

και ύστερα τα χρόνια που πέρασαν

όσο και να προσπαθησα

δεν μπόρεσα ξανά στον παράδεισό μου να επιστρέψω

και έτσι και εγώ

καταραμένος με ζωή
ανάμεσα με σας τους ζωντανους αναγκάζομαι να περπατώ