Άρθρο: Μαρία Μαθιουδάκη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Θεοδώρα Βαγιώτη
Φιλόλογος


« Υou don’t find peace by avoiding life» (V.Woolf)

Στην ταινία παρακολουθούμε μια μέρα από τη ζωή τριών γυναικών που ανήκουν σε διαφορετικές εποχές. Η Virginia (1920), η Laura (1950) και η Clarissa (2000) δεν έχουν φαινομενικά τίποτα κοινό ανάμεσα τους, εκτός από το μυθιστόρημα «Η κυρία Νταλογουέι»  της Βιρτζίνια Γουλφ. Ωστόσο έχουν ένα κοινό σημείο αναφοράς, το ότι αναζητούν ένα  κόσμο μέσα στον οποίο θα νιώθουν ότι ανήκουν και παλεύουν ενάντια στις κοινωνικές επιταγές ακροβατώντας ανάμεσα στην τρέλα και την αυτοκτονία. Τρεις γυναίκες με παράλληλους βίους, τρεις προσωπικότητες στο κυνήγι της ευτυχίας.

Μοναξιά, κατάθλιψη, αυτοκτονία, απώλεια, ρουτίνα, απόγνωση, το κυνήγι της ευτυχίας, μερικές από τις λέξεις κλειδιά αυτής της ταινίας. Λέξεις οι οποίες ξεπηδούν από τις ερμηνείες των ηθοποιών, από τον τρόπο που παρουσιάζεται κάθε ιστορία, από τη μουσική, ακόμη και από τα χρώματα. Λέξεις τις οποίες θέλεις να βγεις να τις φωνάξεις δυνατά, να τις απενοχοποιήσεις, να διώξεις από πάνω σου την σκιά τους.

Oι τρεις ηρωίδες παλεύουν με την ιδέα ότι έχουν παγιδευτεί σε ένα κόσμο τον οποίο δεν επέλεξαν και από τον οποίο δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής.

Η Virginia, θύμα της κατάθλιψης, προσπαθεί να απορροφήσει από τους γύρω της την «κανονική» ζωή, ένα φιλί , ένα βλέμμα ίσως είναι αρκετό. Ψάχνει αγωνιωδώς να βρει έναν τρόπο να απαλλαχθεί από τις «φωνές». Ζει κάτω από μια αόρατη απειλή, εγκλωβισμένη σε ένα τόπο όπου κυριαρχεί η φθορά του χρόνου, η παράλυση των συναισθημάτων, η αδιαφορία για οτιδήποτε ευχάριστο. Μόνο της καταφύγιο η συγγραφή, ακόμη όμως και αυτή η έκρηξη δημιουργικότητας διαφαίνεται ως κάτι που συμβαίνει σε εκείνη στη διάρκεια της μανίας και όχι σαν κάτι που προκαλείται από εκείνη. Πλέον η λύτρωση μπορεί να επέλθει μόνο μέσα από το θάνατο. Άλλωστε δεν έχει κάτι να τη δένει με την απόλαυση της ζωής, σαν και να νιώθει ότι ανήκει ήδη στον κατάλογο των νεκρών.

Η Laura από τη μεριά της φαίνεται να βιώνει μια έντονη δυσθυμία. Προσπαθεί εναγωνίως να δραπετεύσει από την πραγματικότητα, να απελευθερωθεί από τα δεσμά μιας συμβατικής ζωής, η οποία δεν της προσφέρει πλέον καμία ηδονή. Μόνη διέξοδος το διάβασμα, μέσω του οποίου δραπετεύει από μια καθημερινότητα που δεν την ικανοποιεί. Από τη μία οι ενοχές, ενοχές για το ότι δεν είναι ευτυχισμένη με όσα της προσφέρει ο σύζυγος της, από την άλλη θυμός, ένας θυμός που στρέφεται στον εαυτό της, ίσως εξαιτίας της αδυναμίας της να σπάσει τα στεγανά και να κερδίσει τη ζωή που θέλει. Ένα υπέρογκο «Υπερεγώ» και ένα καταπιεσμένο «Εγώ», το οποίο προσπαθεί έστω και στην εκπνοή του χρόνου να ισορροπήσει. Ένας εαυτός, ο οποίος ίσως καταρρέει, επειδή, όπως αναφέρει ο Bibring, δεν κατάφερε να φτάσει τις ναρκισσιστικές του προσδοκίες (όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τη δημιουργία ενός ιδανικού «Εγώ») Έτσι, και σε αυτή την περίπτωση ο θάνατος διαφαίνεται ως ο μοναδικός δρόμος για την κάθαρση. Μόνο που η Laura επιλέγει ένα συμβολικό θάνατο, αποφασίζει να «σκοτώσει» την οικογένεια της, να τους εγκαταλείψει, να ξεχάσει την ύπαρξη τους. Στο δίλημμα «Ζωή ή Θάνατος» επιλέγει τη ζωή.

Παράλληλα με τις ζωές της Virginia και της Laura, η ταινία αφηγείται και την ιστορία της Clarissa, μιας επιτυχημένης εκδότριας και μητέρας. Η ζωή της τρίτης πρωταγωνίστριας είναι άμεσα συνδεδεμένη με εκείνη του Richard. O Richard είναι ο γιος της Laura, ένας ποιητής, ο οποίος πάσχει από ΑIDS. Οι δύο τους μοιράστηκαν έναν καλοκαιρινό έρωτα στα 18, μια σχέση που, όπως φάνηκε, ήταν ό,τι πιο αληθινό στη ζωή των δύο. Στην ταινία η Clarissa διοργανώνει ένα πάρτι για μία επικείμενη βράβευση του Richard, μια γιορτή στην οποία έχει αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην προσπάθεια της αφενός να κρυφτεί από την μπανάλ ζωή της και αφετέρου να επαναφέρει στον αγαπημένο της φίλο το χαμένο του ενδιαφέρον για τη ζωή. Ο Richard έχει περιέλθει σε μια βαθιά μελαγχολική κατάσταση. Βιώνει μια εσωτερική απώλεια, την απώλεια μιας πτυχής του εαυτού του, του τρόπου με τον οποίο έβλεπε τον εαυτό του ∙ νιώθει φτωχός και άδειος εσωτερικά. Ένα πληγωμένο «Εγώ», ως αποτέλεσμα της πρώιμης αποστέρησης της μητρικής αγάπης,  το οποίο προσπαθεί, όπως και στις άλλες δυο ιστορίες, να ξεφύγει από τον πόνο, τη μοναξιά, τη θλίψη, το θυμό και τις ψευδαισθήσεις. Μη μπορώντας να λύσει με άλλο μέσο τον κόμπο αυτό, αποφασίζει να τον κόψει, θέλοντας να υπενθυμίσει ίσως στην Clarissa του, ότι οφείλει στον εαυτό της να αναλάβει την ευθύνη της ζωής της, να μάθει να ζει χωρίς αυτόν, να ανακαλύψει την αξία του να ζεις, χωρίς όμως να καταναλώνεσαι.

Σε έναν κόσμο που το «τικ-τακ» του ρολογιού κυριαρχεί, βρες το χρόνο να γίνεις ο πρωταγωνιστής της ζωής και όχι ένας κομπάρσος σε αυτή.