Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος
Επιμέλεια:Μαρία Παπαστεφανάκη
Γλωσσολόγος


Ιστορίες μιας σελίδας. Σελίδα 29

Με αργά βήματα διέσχισε την πλατεία. Χρειάστηκε να σταματήσει τρεις φορές προκειμένου να ξεκολλήσει το πόδι του από διάφορα σημεία, άγνωστα τι, στα οποία είχε σφηνώσει. Το παχύ άσπρο υγρό τού έφτανε μέχρι το γόνατο. Είχε ήδη μια εβδομάδα που η άσπρη αυτή γλίτσα έκανε την εμφάνισή της στους δρόμους του χωριού. Μέχρι τότε μόνο σε μερικά σπίτια είχε αρχίσει να εμφανίζεται˙ αρχικά, ως υγρασία στους τοίχους των υπογείων και, στη συνέχεια, λίγο λίγο να βγαίνει από το έδαφος πάνω από τα θεμέλια και να δημιουργεί τις πρώτες υπερχειλίσεις.

Η πρώτη εκτίμηση ήταν ότι επρόκειτο για ασβέστη ή για ανακάτεμα ασβέστη με νερό, που το δεύτερο παρέσερνε το πρώτο, καθώς κατέβαινε από το βουνό μέσω των υπόγειων ρευμάτων και διέσχιζε το από χρόνια κλειστό λατομείο ασβέστη.

Όταν άρχισαν όμως οι ποσότητες να γίνονται μεγάλες, τα πρώτα υπόγεια να πλημμυρίζουν και αυτό το άσπρο πράγμα, πηχτό σαν σπέρμα και δυσώδες σαν πύον να καλύπτει αυλές, πεζοδρόμια και να μένει στάσιμο στις λακκούβες του δρόμου, άρχισαν να πιστεύουν πως κάποια θεϊκή κατάρα τους είχε βρει.

Οργάνωσαν αγρυπνίες και λιτανείες στους δρόμους περιφέροντας ξόανα και εικόνες. Έριχναν αγιασμό ελπίζοντας στη μάχη των υγρών, αυτός να βγει νικητής. Το υγρό όμως δεν υποχωρούσε και το χωριό μετατρέπονταν συνεχώς σ’ έναν απέραντο άσπρο βάλτο.

Τον πρώτο καιρό, τα πρωινά έβρισκαν ζώα ψόφια, που ξεγελάστηκαν και το ήπιαν. Κάποιες γυναίκες που πίστεψαν ότι θα τους χαρίσει νιάτα και ανάπλαση υπέφεραν από εγκαύματα στο πρόσωπό τους. Ήρθαν οδηγίες τα σχολεία να κλείσουν μέχρι νεωτέρας, μόνο με λαστιχένιες γαλότσες μπορούσες πια να τριγυρνάς.

Σταμάτησε έξω από το καφενείο και πήδηξε πάνω από τα τσουβάλια με την άμμο που ‘χαν στήσει ανάχωμα να μη μπει παραμέσα «το άσπρο», έτσι το ‘λεγαν πια.

Χαιρέτησε έναν γέρο μισοκοιμισμένο δίπλα στην πόρτα, έβγαλε το παλιό στρατιωτικό του τζάκετ, χαιρέτησε δυο φίλους και κάθισε στο τραπέζι τους να παίξει μαζί τους χαρτιά. Στοιχημάτισαν τις μαύρες μπότες του.