Στις παραγράφους που ακολουθούν παρουσιάζονται 3 ιστορίες από τις γυναίκες που σήμερα εργάζονται στη WEND Africa. Οι 3 αυτές ιστορίες καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια συνεντεύξεων το καλοκαίρι του 2017 στη Βόρειο Ουγκάντα. Παρά τις επιμέρους διαφορές ένα νοητό νήμα διατρέχει τις 3 ιστορίες: η βίαιη διακοπή των δύσκολων πλην ειρηνικών ζωών τους από τους αντάρτες, πολυετείς ομηρίες και τέλος, εξιλέωση μέσω της απελευθέρωσης και των νέων ευκαιριών στη ζωή τους.

Laker Lucy

Η Lucy ήταν ένα τυπικό κορίτσι που παρακολουθούσε τα μαθήματά της στο σχολείο τα πρωινά ενώ τα απογεύματα έπαιζε με τα άλλα παιδιά του χωριού. Όλα αυτά επρόκειτο βίαια να αλλάξουν αργά το βράδυ της 12ης Σεπτεμβρίου 1993 όταν αντάρτες του LRA επιτέθηκαν στο χωριό της. Οι αντάρτες εισέβαλαν σε όλες τις καλύβες του χωριού σε αναζήτηση νεαρών κοριτσιών και αγοριών. Η Lucy μαζί με την αδελφή της απήχθησαν από τους αντάρτες. Στη διαδρομή προς τη βάση των ανταρτών, η μικρότερη αδελφή της Lucy κατάφερε να ξεφύγει, η ίδια δεν στάθηκε το ίδιο τυχερή. Η Lucy παρέμεινε όμηρος στα χέρια των ανταρτών για συνολικά 7 χρόνια. Κατά τη διάρκεια της ομηρίας της έμεινε έγκυος 2 φορές, και τις δύο ύστερα από επανειλημμένους βιασμούς και σεξουαλική κακοποίηση. Παρότι έγκυος, η Lucy είχε πρόσβαση μόνο σε μικρές και σποραδικές ποσότητες τροφής και νερού καθώς και μηδαμινή ιατροφαρμακευτική φροντίδα. Το πρώτο από τα δύο μωρά της πέθανε λίγο μετά τη γέννα, το δεύτερο κατάφερε να επιβιώσει. Καθότι έγκυος και αργότερα μητέρα η Lucy εγκαταστάθηκε μόνιμα σε μία από τις βάσεις των ανταρτών αντί να μετακινείται συνεχώς, όπως οι υπόλοιπες γυναίκες. Η Lucy επίσημα «ανήκε» σε έναν από τους αξιωματικούς των ανταρτών ζώντας μαζί με τις 34 «γυναίκες» του. Παρότι η Lucy γνώριζε πολλές από τις άλλες γυναίκες, δεν τους επιτρεπόταν να συνομιλούν από φόβο πιθανής οργάνωσης σχεδίων απόδρασης. Μερικά χρόνια αργότερα, ο αξιωματικός «άνδρας» της Lucy μολύνθηκε με τον ιό HIV ύστερα από σεξουαλική επαφή με μία γυναίκα-φορέα. Η αποστολή γυναικών-φορεών του HIV με στόχο την μετάδοση των ιού μέσω συχνών σεξουαλικών επαφών με αντίπαλους αντάρτες ήταν συνήθης τακτική κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας αναταραχής στη Βόρειο Ουγκάντα. Στις αρχές του 1990, στη Βόρειο Ουγκάντα με την ανύπαρκτη πρόσβαση σε έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία, η μετάδοση του HIV αποτελούσε εν πολλοίς θανατική καταδίκη. Σε σύντομα χρονικό διάστημα μετά την μετάδοση του ιού, ο αξιωματικός των ανταρτών αρρώστησε βαριά και λίγο αργότερα απεβίωσε. Την ίδια περίοδο η Lucy πληροφορήθηκε ότι είχε και η ίδια μολυνθεί με τον ιό ΗΙV καθώς αναγκάζονταν να συνεχίζει να έχει σεξουαλικές επαφές μαζί του. Μετά το θάνατό του, από τις 34 «συζύγους» όσες δεν είχαν παιδιά αφέθηκαν ελεύθερες ενώ όσες ήταν μητέρες μεταφέρθηκαν σε νέα βάση. Τρία επώδυνα χρόνια αργότερα, μαζί με μία ομάδα γυναικών η Lucy κατάφερε να αποδράσει. Αμέσως κατευθύνθηκε στη πόλη Juba στο σημερινό Νότιο Σουδάν προκειμένου να ζητήσει βοήθεια από τις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών. Φτάνοντας στην πόλη, κανείς από τους ντόπιους δεν ήθελε να την βοηθήσει. Παρά την αρχική καθολική άρνηση, μία καθολική καλόγρια από ένα κοντινό μοναστήρι δέχτηκε να τη βοηθήσει οδηγώντας την στη βάση του ΟΗΕ. Άμεσα, η Lucy μεταφέρθηκε στην Κένυα και από εκεί πίσω στην Ουγκάντα και στα περίχωρα της πόλης Gulu από όπου κατάγεται.

Μόλις έφτασε στο χωριό της, η Lucy πήγε κατευθείαν να δει την οικογένεια της. Μετά από 7 χρόνια ομηρίας, με σωματικά και συναισθηματικά τραύματα και με ένα παιδί στην αγκαλιά της η Lucy έμοιαζε τελείως διαφορετική από το αθώο κορίτσι που είχαν αρπάξει οι αντάρτες εκείνο το βράδυ του 1993. Στο αντίκρισμα της κόρη της, η μητέρα της Lucy τρομοκρατήθηκε και αρνήθηκε να της μιλήσει. Με τη συνδρομή του πατέρα της και με το πέρας κάποιων ωρών η μητέρα άρχισε να της μιλά. Σε λίγο χρονικό διάστημα όλα τα μέλη της οικογένειας, πλην ενός, είχαν καταφθάσει στο χωριό για να δουν τη Lucy. Μόνος απών ο μικρός αδελφός της που βρισκόταν στο κέντρο της πόλης Gulu για κάποιες δουλειές. Καθώς μιλούσε με συγγενείς και φίλους και ενώ περίμενε την επιστροφή του αδελφού της για να ολοκληρωθεί η οικογενειακή επανένωση, άσχημα νέα έφτασαν στο χωριό: στο κέντρο του Gulu σημειώθηκε επίθεση των ανταρτών με πολλαπλά θύματα μεταξύ των οποίων και ο αδελφός της Lucy. Οι αντάρτες που είχαν προκαλέσει τόσο πόνο και θρήνο στην οικογένειά της έκοψαν βίαια και πρόωρα το νήμα της ζωής του μικρότερου αδελφού της. Δυστυχώς, οι τραγικές εξελίξεις στη ζωή της Lucy δεν σταμάτησαν εδώ. Λίγους μήνες μετά την επιστροφή της, η Lucy ανέπτυξε AIDS προσπαθώντας αρχικά να κρύψει τα συμπτώματά της. Ωστόσο ένα βράδυ, και ενώ η μητέρα της την βοηθούσε να πλυθεί καθότι ήταν πολύ αδύναμη, η Lucy της εκμυστηρεύτηκε την αλήθεια για την ασθένειά της. Με τη Lucy σωματικά και ψυχικά εκτεθειμένη και αδύναμη η μητέρα της στράφηκε προς το μέρος της, την αγκάλιασε και τις ψιθύρισε: «όλα θα πάνε καλά. Ακόμα και αν έρθουν έτσι τα πράγματα και τελικά πεθάνεις, τουλάχιστον τώρα θα πεθάνεις στην αγκαλιά μου και όχι μόνη…» Με την συνεχή υποστήριξη της μητέρας της, σταθερή φαρμακευτική αγωγή και ιατρική περίθαλψη η Lucy σύντομα άρχισε να δείχνει σημάδια βελτίωσης. Λίγο καιρό αργότερα, παντρεύτηκε και απέκτησε 2 ακόμα παιδιά αλλά αναγκάστηκε να αφήσει τον σύζυγό της λόγω της βίαιης συμπεριφοράς του. Σε σύντομο χρονικό διάστημα βρήκε νέο σύντροφο ο οποίος της προσέφερε την τόσο αναγκαία σταθερότητα στη ζωή της. Σήμερα η Lucy αποτελεί ζωντανό παράδειγμα αντίστασης στις κακουχίες και τις κακοτυχίες της ζωής. Επίσης, αποτελεί κομβικό μέλος της WEND Africa στην οποία εργάζεται από τις πρώτες μέρες του οργανισμού. Παρά το επώδυνο και άτυχο παρελθόν της η Lucy έχει πολλά όνειρα και σχέδια για το μέλλον.

Vicky

Η Vicky ζούσε μαζί με τους γονείς της και τα 2 μικρότερα αδέλφια της σε ένα χωριό στη Βόρειο Ουγκάντα. Η ζωή τους δύσκολη, αλλά και γεμάτη χαρές. Ένα πρωινό, χωρίς καμία προειδοποίηση η Vicky απήχθη από τους αντάρτες του LRA οι οποίοι την μετέφεραν σε μία από τις βάσεις τους στο σημερινό Νότιο Σουδάν. Για τα επόμενα 8 χρόνια η Vicky παρέμεινε όμηρος των ανταρτών. Η οικογένειά της μακριά, η αθώα νεανικότητά της κομματιασμένη. Ενόσω σε ομηρία, η ζωή της έγινε αβάσταχτη. Η Vicky, όπως και οι υπόλοιπες γυναίκες, ήταν υποχρεωμένες να ξυπνούν στις 2 τη νύχτα. Μολονότι το βαθύ σκοτάδι της νύχτας δεν τους επέτρεπε να δουν τίποτα, ήταν υποχρεωμένες να δουλεύουν στα χωράφια μέχρι τις 7 το βράδυ. Δεκαπέντε ώρες, χωρίς διάλειμμα, με ελάχιστη τροφή και νερό. Εφόσον μέχρι τις 7 το βράδυ δεν είχαν καταφέρει να συλλέξουν την αναγκαία ποσότητα τροφής, οι αντάρτες τις ανάγκαζαν να επιτεθούν σε γειτονικά χωριά για να αποσπάσουν με τη βία επιπλέον τροφή. Ενώ η καθημερινότητα ήταν δύσκολη με συστηματική κακοποίηση και πολύωρη εργασία, η Vicky δεν προσπάθησε ποτέ να αποδράσει. Έτσι και αλλιώς είχε δει με τα μάτια της πολλές ομήρους και φίλες της να σκοτώνονται στην προσπάθειά τους να αποδράσουν. Χρόνια αργότερα, απρόσμενα ένα μεσημέρι, δυνάμεις του στρατού της Ουγκάντα επιτέθηκαν στη βάση των ανταρτών απελευθερώνοντας τις ομήρους συμπεριλαμβανομένης της Vicky. Παρά την απελευθέρωσή της από το στρατό της Ουγκάντα, αντί να μείνει μαζί τους η Vicky βρήκε καταφύγιο σε ένα γειτονικό χωριό. Η αποφυγή των στρατιωτικών δυνάμεων της Ουγκάντα από πρώην ομήρους ήταν συνήθης πρακτική, καθώς πολλές γυναίκες είχαν συλληφθεί και φυλακιστεί από το στρατό. Κατά την παραμονή στο κοντινό εκείνο χωριό η Vicky ήρθε συχνά αντιμέτωπη με την καχυποψία και την επιθετικότητα των ντόπιων. Η πολυετής αναταραχή και οι συχνές επιθέσεων από τους αντάρτες είχαν αυξήσει την καχυποψία των ντόπιων οι οποίοι θεωρούσαν ότι οι πρώην όμηροι είναι κρυφοί υποστηρικτές και πράκτορες των ανταρτών. Μετά από αρκετούς δύσκολους και αβέβαιους μήνες, η Vicky κατάφερε να μεταβεί στην ευρύτερη περιοχή της πόλης Gulu από όπου καταγόταν. Εκεί ήρθε σε επαφή με την WEND Africa και σε σύντομο χρονικό διάστημα ξεκίνησε να δουλεύει για αυτήν. Σήμερα η Vicky, έχοντας ολοκληρώσει την εκπαίδευσή της εντός του οργανισμού, είναι υπεύθυνη για την εποπτεία, εκπαίδευση και στήριξη νεοεισερχόμενων γυναικών. Ενώ η ζωή και η καθημερινότητά της είναι πλέον σαφώς καλύτερες, ορισμένες δυσκολίες παραμένουν: ιδιαίτερα η συνεχής ενόχληση από επίμονα συμπτώματα διαταραχής μετατραυματικού στρες με νυχτερινούς τρόμους και τραυματικές αναμνήσεις-flashback στην παρουσία έντονων και απρόσμενων θορύβων. Αυτοί οι θόρυβοι πυροδοτούν αναμνήσεις από τις εκρήξεις και τους πυροβολισμούς που βίωνε κατά την ομηρία της. Παρόλ’ αυτά η Vicky έχει επίγνωση του πόσο τυχερή έχει σταθεί μέχρι στιγμής ατενίζοντας πλέον το μέλλον της με αισιοδοξία και θετική ματιά. Ένας από τους βασικούς της στόχους είναι να γράψει ένα βιβλίο μέσα από το οποίο θα διηγηθεί την ιστορία της.

Grace

Η Grace ήταν ένα χαρούμενο παιδί που απολάμβανε τον ελεύθερό της χρόνο παίζοντας με την μικρότερη αδελφή της. Στα 13 της, η Grace απήχθη από τους αντάρτες του LRA αργά ένα βράδυ ενώ κοιμόταν στην καλύβα της μαζί με την αδελφή της και άλλο ένα κορίτσι. Στο τέρμα ενός δύσβατου δρόμου η Grace οδηγήθηκε σε μία από τις βάσεις των ανταρτών όπου θα περνούσε τα επόμενα 3 χρόνια σε καθεστώς ομηρίας. Σε ηλικία μόλις 14 ετών η Grace αναγκάστηκε να «παντρευτεί» έναν αντάρτη. Όπως η ίδια η Grace ανέφερε: «ήμουν ουσιαστικά σκλάβα του, υποχρεωμένη να εξυπηρετώ τις σεξουαλικές ανάγκες του.» Η Grace απέκτησε ένα κορίτσι ενόσω σε ομηρία. Όσο παρέμεινε όμηρος, η ζωή της Grace ήταν απίστευτα δύσκολη με πολλές ώρες κακοτράχαλης εργασίας στους αγρούς και συστηματική σωματική και σεξουαλική κακοποίηση. Επιπρόσθετα, η βάση στην οποία κρατείτο όμηρος δεχόταν συχνές επιθέσεις, κυρίως μέσω αέρος, από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Σε μία από αυτές τις επιθέσεις, και ενώ μετέφερε ένα νεογέννητο μωρό μίας άλλη ομήρου στην πλάτη της, η Grace χτυπήθηκε από μία βόμβα. Λόγω του τρόπου με τον οποίο έπεσε η βόμβα από το ελικόπτερο πρώτα χτυπήθηκε το μωρό και μετά η Grace. Το μωρό κατακρεουργήθηκε και πέθανε ακαριαία, η Grace υπέστη σοβαρά τραύματα σε όλο της το σώμα. Παρά τη σοβαρότητα των σωματικών τραυμάτων, η Grace επιβίωσε με βαθιές ψυχικές πληγές να παραμένουν. Λίγους μήνες αργότερα, η Grace μαζί με την κόρη της, την οποία είχε ονομάσει Apwoyo Rwot (που στη γλώσσα των Αχόλι σημαίνει «Ευχαριστώ το Θεό»), κατάφεραν να αποδράσουν και να ξεφύγουν από τους αντάρτες. Σήμερα, η Grace είναι παντρεμένη και μητέρα 2 ακόμη παιδιών. Επίσης, η Grace αποτελεί τμήμα της WEND Africa όπου συνδράμει στην παραγωγή κοσμημάτων και τσαντών συμβάλλοντας παράλληλα στην εκπαίδευση νεοεισερχόμενων γυναικών. Παρότι το σώμα πονά και η ψυχή της υποφέρει ακόμα από τα τραύματα του πολέμου και της ομηρίας η Grace είναι αποφασισμένη να αδράξει την ευκαιρία που της έχει δοθεί πετυχαίνοντας τους στόχους της.