Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Μάθημα εναλλακτικής διδασκαλίας στα Θρησκευτικά σε μία από τις πρώτες. Τελευταία ώρα. Όλοι κι όλοι τρεις.

Έξω μας τυφλώνει ένας ήλιος. Απρόσκλητος μπαίνει μέσα από το παράθυρο, φωτίζει πτυχές της αίθουσας, όλα απροκάλυπτα και στη φόρα, καίγονται τα μυστικά. Θα τους διαβάσω τη μισή ιστορία που μας είχε περισσέψει από την προηγούμενη φορά, θα την σερβίρω όπως περισσευούμενο πιάτο φυλαγμένο με τάξη, με άλλο πιάτο καθαρό από πάνω του, σε συντήρηση μέσα στο ψυγείο. Παρηγοριά στον έξαφνα πεινασμένο ή απλώς και μόνο η παρηγοριά του. Δεν μπαγιατεύει το φαγητό ούτε και οι ιστορίες κι ας μη σφραγίζουν ερμητικά, και ας μη κολλούν τα χείλια της πορσελάνης καλά μεταξύ τους, κι ας αναπνέουν με άλλες. Να φας κι Εσύ την τελευταία μπουκιά σου κι εγώ τη δύναμή μου και την αιώνια αυτή πάλη του καλού με το κακό. Είμαι σε γενική σύγχυση. Δεν ξέρω στην περασμένη ιστορία μας, ξεφτισμένη πια, ξεβουρλιασμένη σε κορδόνια, με ποιους άνηκα με τους καλούς ή με τους κακούς και με ποιους κυρίως φαινόμουν σε εσένα πως είχα κάνει συμμαχία. Αυτό που με τρώει είναι ότι δεν θα το μάθω ποτέ. Ίσως η αλήθεια να είναι ότι είμαστε λίγο απ’ όλα, Εφιάλτες, ήρωες και Βάνδαλοι στις ελπίδες των άλλων.

Στο τέλος, όμως, θα θριαμβεύσει το καλό, το σύννεφο θα γίνει σύννεφο και η Αϊσέ θα κοιμηθεί πια ανενόχλητη, ήρεμη, στα χέρια του. Στα αριστερά της, όπως πάντα, το περιστέρι στον ώμο και στα δεξιά της, στα πόδια της, το λαγουδάκι. Ο Χικμέτ και η γιαγιά του θα ‘χουν σηκωθεί από το τζάκι, θα έχουν μαζέψει και φάει και τα τελευταία ψίχουλα και θα χαμογελούν κάτω από τις φλοκάτες τους πως τη δουλειά τους την έκαναν. Φύτρωσαν οι σπόροι, πέταξαν φύτρα: γέννησαν σε ανώδυνο τοκετό ακόμα δυο ονειροπόλους και σε έναν από αυτούς του έδωσαν κουράγιο να συνεχίσει να ονειρεύεται, όπως ο Βασιλιάς της Κούπας στα χαρτιά, με ματιά ριγμένη αλλού, διαφανή, στα πλάγια, στα περιθώρια της κάρτας, φαίνεται πως σε κοιτάζει. Να έχεις υπομονή.

Καθόμαστε στο μοναδικό τραπέζι της στενής ηλιόλουστης αίθουσας. Ακουμπάμε τα πράγματά μας: τον υπολογιστή εγώ, τις δύο τσάντες μου, οι μικροί αραδιάζουν κασετίνες και τετράδια. Η Σάρα μια παραλληλεπίπεδη γόμα που στις πλευρές της έχει γράψει με στυλό «Ναι», «Ίσως», «Όχι». Στο ίσως έχει δώσει λίγη σημασία, το ‘χει χώσει στις στενότερες πλαϊνές πλευρές. Μικρό εμβαδό να πιάνει πάντα στη ζωή μας. Έχουμε ανάγκη από σιγουριά και αδημονούμε για καθαρές απαντήσεις, παστρικές και σταράτες. Ο χρόνος πιέζει στη γη. Κι αυτό το ξέρουν οι μικρότεροι.

– «Να πετάξουμε τη γόμα να δούμε αν θα κάνουμε μάθημα; Αν θα συνεχίσουμε την ιστορία με το ερωτευμένο σύννεφο»;

– «Ναι, να την πετάξουμε. Να δούμε λοιπόν αν θα συνεχίσουμε την ιστορία. Δικιά σου είναι; Εσύ την έφτιαξες»;

– «Ναι. Είναι γόμα μαγική και προλέγει το μέλλον. Δεν κάνει ποτέ λάθος! Είναι μαγική»!

– «Εάν είναι τότε μαγική και βέβαια να την πετάξουμε. Ρίξε να δούμε».

– «Siiii! Η γόμα είπε ναι. Θα συνεχίσουμε την ιστορία».

– «Να την ρίξουμε άλλη μια φορά να δούμε αν θα γίνω ποδοσφαιριστής κι αν θα παίρνω ένα εκατομμύριο ευρώ»!

– «Nooo! Κρίμα! Λυπάμαι! Μην απογοητεύεσαι όμως! Να την ξαναρίξουμε και να ρωτήσουμε, αν θα γίνεις διάσημος ποδοσφαιριστής κι αν θα παίρνεις εκατό εκατομμύρια ευρώ».

– «Siii!! Είδες! Εκατό εκατομμύρια! Χαχαχα! Η διαφορά ήταν στα χρήματα! Θα παίρνεις πολλά περισσότερα»!

– «Να την πετάξεις τότε και για μένα αλλά δεν θα σου πω για ποιο λόγο. Θα ‘ναι μυστικό».

– «Γιατί μυστικό; Δεν θα μας πεις; Ναι, αλλά η γόμα θα πρέπει να ξέρει την ερώτηση».

– «Θα την ξέρει. Θα τη ρωτήσω από μέσα μου. Εσύ θα τη ρίξεις αλλά εγώ δεν θα σας πω τι έχω σκεφτεί»».

– «Εντάξει τότε. Siii!! Μα είναι γόμα μαγική! Τι είχες σκεφτεί prof»;

Δεν απάντησα. Γύρισα προς την τζαμαρία. Δύο μόλις δευτερόλεπτα να βρω ισορροπία, βαρύκεντρο στον κόσμο. Τόσο χρειάστηκε.

«Να ξαναρχίσω. Να ερωτευτώ ξανά», είπα μέσα μου!

Varriale Drishti