Κείμενο: Ελπίδα Βεριτά
Ψυχολόγος

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Ένα παράξενο συναίσθημα γεννιέται μέσα σου όταν αφήνεις ένα μέρος. Ίσως γιατί δε θα σου λείψει μόνο το μέρος και οι άνθρωποι που αγαπάς, αλλά περισσότερο αυτή που συνήθιζες να είσαι τότε, όσο βρισκόσουν εκεί. Μέσα σου νιώθεις ότι δε θα είσαι ποτέ πια ο ίδιος άνθρωπος στο μέλλον. Εγώ είχα μείνει κάπου εκεί, στην πτήση με αποσκευές ελπίδας. Όταν ακόμη ήμουν γεμάτη όνειρα κι ελπίδα για ζωή. Βέβαια οι συνθήκες δεν είναι πάντοτε ιδανικές. Είχα έναν πανέμορφο γυάλινο κύκνο στα χέρια μου κι όμως γλίστρησε από τις παλάμες μου κι έγινε θρύψαλα. Δεν απογοητεύτηκα. Ξαφνιάστηκα. Ξαφνιάστηκα γιατί δεν ήταν απλώς οι αλλαγές πολλές αλλά δεν περίμενα ότι τα πράγματα θα γινόντουσαν διαρκώς και χειρότερα.

Αρκετά γρήγορα μπήκα στην πρώτη μου κατάθλιψη και στη συνέχεια την πρώτη μου φορά στα επείγοντα αυτής της πόλης και χώρας. Μάλλον η προσαρμογή μου δε θα ήταν και τόσο εύκολη τελικά. Προσπαθώ συχνά να θυμηθώ πώς κύλησε το επόμενο διάστημα αλλά το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ήμουν και σταθερή έπειτα για κάμποσο καιρό. Ήταν όμορφο αυτό. Δεν ήμουν χαρούμενη, δεν είχα κάποια ιδιαίτερη καθημερινή ρουτίνα αλλά ήμουν εντάξει και το είχα απλώς ανάγκη. Κι όμως, λίγο αργότερα βυθίστηκα ξανά σε κατάθλιψη. Η κατάθλιψη έγινε πολύ γρήγορα κρίση και όλα τα όνειρα γκρεμίστηκαν για μια ακόμη φορά, με τη ζωή μου να αρχίζει να μετατρέπεται σε μια διαρκή μάχη επιβίωσης. Ήταν η στιγμή που έπρεπε να πάρω μια απόφαση και να διαλέξω αν θα συνεχίσω τις σπουδές μου -το μεγαλύτερο όνειρο που ήρθα να ακολουθήσω σε αυτή τη χώρα- ή αν θα τα αφήσω όλα στην άκρη για να βοηθήσω εμένα την ίδια. Για τότε, έμοιαζε με τη στιγμή που χρειαζόταν να πάρω την πιο σκληρή απόφαση της ζωής μου, αλλά ήξερα ότι όσο απελπισμένα και να ήθελα να συνεχίσω, δε θα μπορούσα να το αντέξω. Επέλεξα να αφοσιωθώ στη θεραπεία μου.

Στην αρχή ανακουφίστηκα ελαφρώς και νόμιζα ότι θα είναι εύκολο. Αλλά δε θα ήταν εύκολο φυσικά, θα ήταν τρομακτικά δύσκολο και θα έπρεπε να δουλεύω πάνω σε αυτό καθημερινά. Η κατάθλιψη και η κρίση μου συνεχίστηκε για αρκετό καιρό, πολλά βράδια με τη γραμμή κρίσης, πλάνα για να επιβιώνω τις μέρες μου και δύο με τρεις φορές την εβδομάδα συνεδρίες. Είχα εξαντληθεί τόσο που αισθανόμουν σαν να είχα συνηθίσει τον πόνο, αποδεχόμενη ότι δε θα απαλλαγώ ποτέ από εκείνον. Κι όμως, ήταν τόσο αντιφατικό ότι συνέχιζα να πηγαίνω σε κάθε συνεδρία, να ακολουθώ όλες τις συμβουλές και να ζητάω βοήθεια σε στιγμές που πίστευα ότι δε θα επιζήσω. Ήταν για μένα ένα από τα παράδοξα του πόνου. Ένα συναίσθημα που μπορεί να με τερματίσει αλλά μπορεί και να μου ξυπνήσει το ένστικτο της επιβίωσης. Η αλήθεια είναι ότι η ωρίμανση πονάει. Και η αλλαγή πονάει. Αλλά τίποτε δεν θα με πονούσε περισσότερο από το να μένω κολλημένη σε μία τόσο ασφυκτική κατάσταση.

Κάπως έτσι, συνέχιζα όσο μπορούσα, όπως μπορούσα. Δεν είμαι βέβαιη αν πέρασε έστω και μια βδομάδα από όταν βγήκα από αυτό το σκοτάδι και μπήκα αμέσως σε υπομανία. Επί τρεις εβδομάδες άυπνη, έχοντας ξεκινήσει πολλές και διάφορες δραστηριότητες και κουβαλώντας μπόλικη ενέργεια. Ομολογώ ότι ένιωθα πολύ καλύτερα από τους μήνες που δε είχα την αντοχή να βγω από το κρεβάτι. Αλλά η υπομανία είναι ύπουλη. Και για εμένα που δε τη ζω συχνά, η συγκεκριμένη φορά στο τέλος της ρούφηξε κάθε ίχνος ελπίδας και ενέργειας που έφερε στην αρχή της παρουσίας της. Ίσως και πολλά περισσότερα με όλα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκειά της. Φεύγοντας, με άφησε με τραύματα του παρελθόντος που έφερε στην επιφάνεια, εφιάλτες και ένα απέραντο κενό. Λίγες βδομάδες αργότερα, ένα έντονο ερέθισμα ήταν αρκετό για την επόμενη κρίση. Κι ενώ πολλές φορές σκεφτόμουν ότι θα γίνει ευκολότερο και ευκολότερο με τον καιρό, εκείνη τη στιγμή απλώς κατέρρευσα. Γύρισα στο μοτίβο που είχα από μικρή, τον αυτοτραυματισμό, αλλά ούτε αυτό ανακούφισε τον πόνο και αυτό επειδή χρειαζόταν και χρειάζεται πολύ περισσότερη υπομονή και επιμονή από όση εγώ νόμιζα. Είχε έρθει μάλλον η στιγμή που έπρεπε απλά να αποδεχτώ τα πράγματα που δε μπορώ να αλλάξω και να ακολουθήσω τη μάχη που ξεκίνησα για με βοηθήσω στα σημεία που μπορώ.

Μέσα στο χάος του μυαλού μου, ανάμεσα στο κρύο, τα φώτα της πόλης, τον κόσμο, τις φωνές εγώ έψαχνα ένα χέρι να κρατήσω. Όχι ένα χέρι να αγκιστρωθώ, απλά να το κρατήσω για λίγο. Έναν ώμο να ακουμπήσω και να ξαποστάσω. Έναν άνθρωπο να μιλήσω. Να αντλήσω λίγη δύναμη για να αντέξω την επόμενη κρίση. Σε αυτό το σημείο ήταν μάλλον που άρχισα να μιλάω πολύ με τον εαυτό μου και να κάνω και αυτά τα σενάρια. Σενάρια που κάνουμε αργά το βράδυ στο κρεβάτι αγκαλιά με το μαξιλάρι μας, σενάρια που θέλουμε όσο τίποτε να πραγματοποιηθούν κάποτε. Και παρά όσα προηγήθηκαν, είχα ακόμη κάποιο κίνητρο. Κουτουλούσα στον τοίχο, έβαζα λίγο πάγο στο κεφάλι μου και συνέχιζα από την αρχή. Αλλά ταυτόχρονα είχα κουραστεί, τόσο που δε ήξερα αν σε μία τόσο μοναχική διαδρομή θα αρκούσε το κουράγιο μου για να επιβιώσω άλλο ένα επεισόδιο.

Τότε ήταν που απομονώθηκα από όλους. Ή ίσως να το είχα κάνει ήδη από πολύ νωρίτερα αλλά δε το είχα συνειδητοποιήσει. Μου ήταν αδύνατο να περπατήσω από διαφορετικό μονοπάτι για να έχω επαφή με τον κόσμο και παράλληλα να παλέψω με ό,τι είχε απομείνει. Κι έτσι, χώθηκα στον κόσμο μου, νομίζοντας ότι θα του επιτρέψω να με οδηγήσει σε απαντήσεις που θα με βοηθούσαν να βρω κάποια ισορροπία στο ρυθμό μου ξανά. Αν μπόρεσα να βρω την ισορροπία; Όχι. Αυτό γινόταν διαρκώς και πιο περίπλοκο. Δε μπορούσα πλέον να αναγνωρίσω τις σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου ή τις αισθήσεις στο σώμα μου. Δε μπορούσα να συγκεντρωθώ να θυμηθώ πώς είχε κυλήσει η προηγούμενη μέρα ή έστω να καταλάβω τι κάνω και γιατί κάνω όσα κάνω. Ώσπου κατέληξα να κάθομαι σε μια καρέκλα της τραπεζαρίας και να είμαι εντελώς μπερδεμένη και χαμένη μέσα στον ίδιο μου τον κόσμο. Ένιωθα τόσο πόνο να με πλημμυρίζει κι ωστόσο δε μπορούσα να καταλάβω πλέον από τι από όλα προερχόταν ή μήπως από όλα μαζί… Αλλά η ζωή μπορεί να γίνει αρκετά πολύπλοκη όταν αρνείσαι να αποδεχτείς ότι είναι αυτό που είναι. Οπότε με άφησα να νιώσω τον πόνο, μέχρι να υποχωρήσει και να ξεκαθαρίσουν τουλάχιστον λίγο οι σκέψεις μου. Κάποιες φορές το καλύτερο που μπορείς να κάνεις, ίσως και το μόνο που αντέχεις τελικά να κάνεις, δεν είναι να σκέφτεσαι, να αναρωτιέσαι και να φαντάζεσαι ή να εμμένεις. Απλώς να συνεχίζεις να αναπνέεις και να έχεις την πίστη ότι θα έρθει η μέρα που οι πληγές σου μπορεί και να επουλωθούν.

Απόψε που γράφω αυτό το κείμενο, έχει περάσει ελάχιστος καιρός από όλα τα επεισόδια, τις κρίσεις και το χάος. Οι πληγές μου δεν έχουν επουλωθεί. Όσο για τη θεραπεία, με γεμίζει συχνά φόβο. Μα καταλαβαίνω ότι αξίζει, όταν βάζω στην άκρη το φόβο αυτό και εξακολουθώ να την επιλέγω. Ίσως είναι η λαχτάρα να δω τα μάτια μου να λάμπουν ξανά από χαρά, όπως όταν ήμουν πιο μικρή. Να κάνω όλα αυτά που μου απαγορεύει η κατάστασή μου όσο είμαι ψυχικά ασταθής. Και παρατηρώ την καρδιά μου. Ακόμη ακούω τους χτύπους της. Ακόμη πολεμάει. Tα έχω καταφέρει εν τέλει. Για μία ακόμη φορά. Ο πόνος που γεννά καθεμία από αυτές τις καταστάσεις σίγουρα δε θα γίνει ποτέ φίλος μου, όμως τα παράδοξα του πόνου, μερικές φορές, με βοηθούν να επιλέγω τη ζωή. Και επιλέγω τη ζωή!