Ποίημα: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Όταν καταλάβω πως δεν θα με αγαπάς πια
και το κρεβάτι μας στέρφο πια χωράφι σε ανομβρία
-φύτρα από ζιζάνια στα πόμολα,
στις ξύλινες τάβλες-
όταν στο μαντεμένιο προσκεφάλι
μόνο περικοκλάδες πια θα μας στεφανώνουν,
τη νύχτα που θα με αφήσεις
συγκαταβατικά να γείρω πάνω στο ξεσκέπαστο πλευρό σου
-μισή συνήθεια, μισή ανοχή-
εσύ με γυρισμένη πλάτη,
σε ό,τι πια ξεφλουδίζει από το παρόν κι αύριο δεν έχει
τα νώτα σου να βλέπει
κι Αυτός που αφήνεις πίσω σου κι ακολουθεί λαχανιασμένος,
Εγώ, λοιπόν, σιωπηλά,
εκείνη τη νύχτα,
θα πιάσω εργολαβία.

Απ’ τη σβησμένη τη φωτιά,
το χωνεμένο κάρβουνο
θα πάρω από την Εστία.
Θα πλύνω τα μάρμαρα,
θα καθαρίσω με φιλιά το ένα σου στήθος,
σ’ εκείνο που άσβεστη, μια φορά, κειτόταν η αγάπη.

Στο άλλο, στο δεξί,
παρηγοριά πάντα στην αγρύπνια μου,
και που πάνω του κάστρο είχα χτίσει,
συθέμελα,
μ’ ένα παράπονο πνιχτό,
τις πρόκες του θα βγάλω.

Και σε όλα τα λαγουδάκια,
που έτρεχαν κάποτε πάνω στο κορμί,
από τις κρυψώνες βγαίνοντας νωρίς τα βράδια,
και με τα πισινά πόδια τους σε γαργαλούσαν
κι εσύ ξεκαρδιζόσουν,
ανάμεσα από τις τρίχες σου ανοίγοντας το δρόμο,
εκείνη τη νύχτα,
την έξοδο θα δείξω.

Από το σώμα σου πάνω,
θα τραβηχτεί για πάντα το πρόσωπό μου,
κι ο ήλιος θα χαθεί πίσω από κουνουπιέρες
και εμπριμέ σύννεφα-κουρτίνες,
θα πέσει σκοτεινιά κάπου στο Παγκράτι.
Θα αισθανθείς στον ύπνο σου
πως έχει έρθει η ίδια νύχτα πριν τη Γένεση,
κι όλο θα κρυώνεις,
κι όλο θα τουρτουρίζεις
κάτω από λάμπες πυρακτώσεως και αλογόνα
σε άλλα δωμάτια
δίπλα σε απύρετα κορμιά,
από έναν φόβο, από έναν μόνιμο εφιάλτη.