Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος

Επιμέλεια: Χαρούλα Ξανθοπούλου
Φιλόλογος


Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 40

Δεν μου το έδινε στην αρχή, εγώ το άρπαζα.

Χέρι μεγαλύτερο από το δικό μου, πότε να με κρατά, πότε να με σηκώνει, πότε να κάνει πως με χτυπά.

Χέρι που τάιζε. Δεν το ‘δινε στην αρχή, κι όλο παρακάλια του ‘κανά εγώ και αυτός υποχωρούσε, και ‘γω το δάγκωνα.

Κοινωνούσα το σώμα του, και στα δόντια μου ανάμεσα μέναν τα κομμάτια της σάρκας που δεν έπεπτα.

Το αίμα δεν το ‘πινα, να μην είναι ολοκληρωμένη η θυσία. Να μην υπάρξει θάνατος, ίσως. Αβέβαιη μου ακούγονταν η ανάσταση.

Το χέρι αυτό δικό μου και ξένο. Να το κρατώ δημόσια εκεί που δημόσια άλλοι το φιλούν.

Και φοβάμαι. Φοβάμαι πως κάποιο βράδυ θα ξυπνήσω πεινασμένος. Θα ‘ναι τα δόντια μου κοφτερά και τα σαγόνια μου ενήλικα πλέον. Και δεν θα το δαγκώσω. Με τα δόντια μου θα το κόψω, εκεί στο σημείο του καρπού. Και έτσι, άγιου που ‘ναι, φοβάμαι πως θα του βρουν μια χρυσή λειψανοθήκη, και θα πρέπει να περιμένω στην ουρά για να το προσκυνήσω.