Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος

Επιμέλεια: Χαρούλα Ξανθοπούλου
Φιλόλογος


Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 44

-Επιστρέφω σε λίγο.

Κάθε φορά που άκουγα αυτή τη λέξη μου κόβονταν τα πόδια.

Βγήκε για την συνηθισμένη βραδινή βόλτα του σκύλου. Αφού μας κατούρησε όπως πάντα το μωσαϊκό της κουζίνας, το κωλόσκυλο θα λέκιαζε ένα ένα τα πλακάκια του πεζοδρομίου έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας.

Απ’ όλα τα κακά, με την έννοια κουσούρια, αυτού του σκύλου, τα σκατά του στην είσοδο ήταν τα μόνα που γούσταρα. Κάθε μέρα, στο χέσιμο – ιεροτελεστία του, τα άφηνε επιδεικτικά δίπλα στη ρόδα του διαχειριστή. Είχε βγάλει άδεια για ένα γκαράζ, πρώην ψιλικατζίδικο, και πάντα το πάρκαρε μπροστά στην πόρτα.

Κάθε πρώτη του μήνα, που αυτός ερχότανε και χτυπούσε επίμονα τα κουδούνια, εγώ έκανα πως δεν ακούω και τάιζα το σκύλο μια συγκεκριμένη κονσέρβα από το μίνι μάρκετ του Πακιστανού που του ‘φερνε κόψιμο μέσα στα επόμενα τριάντα λεπτά. Ήταν η μόνη φορά του μήνα που το  έβγαζα εγώ βόλτα και φυσικά η μόνη που δεν μαζεύαμε τα σκατά του από το πεζοδρόμιο.

Άκουγα το νερό στα σώματα των καλοριφέρ της κεντρικής θέρμανσης να τρέχει και σκεφτόμουν τη διάρροια του σκύλου στη ρόδα του βρωμόγερου. Στον μισοξύπνιο ή μισοΰπνο μου έσκαγα ένα χαμόγελο και γύριζα πλευρό στο μαξιλάρι.

Όλες τις υπόλοιπες μέρες τις βόλτες τις είχε αναλάβει εκείνος. Δικός του ο σκύλος. Δώρο. Δικός του ο πρώην γκόμενος. Μαλάκας. Δικό του το ξύπνημα πάντα ένα τέταρτο πριν από μένα.

Όσο κι αν γκρίνιαξα, στην αρχή, προφασίστηκα αλλεργίες και παιδικά τραύματα, το σκυλί δεν έφυγε. Ήρθε μαζί μας στο καινούργιο μας σπίτι και με τα σάλια και τα κάτουρά του άφηνε τη στάμπα του εκεί, στο μωσαϊκό της κουζίνας.