Άρθρο: Βίνα Γιαννοπούλου
Μαία, Manager Υπηρεσιών Υγείας και Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

Ματίνα Κούσουλα
Εκπαιδευτικός – Φοιτήτρια Προσωποκεντρικής Συμβουλευτικής και Ψυχοθεραπείας


Στόχος του συγκεκριμένου άρθρου είναι να παρουσιάσει τη σχέση ανάμεσα στη γνωσιακή-συμπεριφοριστική και την προσωποκεντρική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία. Αρχικά παρουσιάζονται οι βασικές αρχές της γνωσιακής – συμπεριφοριστικής θεωρίας. Στη συνέχεια αναφέρονται οι βασικές θέσεις της προσωποκεντρικής θεώρησης. Ακολουθεί σύγκριση των δύο προσεγγίσεων, η οποία δεν στοχεύει στην ανάδειξη μιας εκ των δύο προσεγγίσεων ως καλύτερης αλλά στη διερεύνηση εκείνων των σημείων που πιθανόν μπορεί να  αλληλοσυμπληρώνουν τις δυο ξεχωριστές προσεγγίσεις. Κατόπιν αναπτύσσεται  κριτική της γνωσιακής – συμπεριφορικής αλλά και της προσωποκεντρικής  προσέγγισης ως προς  τους στόχους της ψυχοθεραπείας, το ρόλο του θεραπευτή, τη σημασία της θεραπευτικής σχέσης και τις θεραπευτικές συνθήκες. Τέλος παρουσιάζεται ο προβληματισμός των συντακτριών για τα περιθώρια σύγκλισης ή συμπλήρωσης των δύο θεωριών σε επιστημονικό-θεωρητικό  επίπεδο.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΓΝΩΣΙΑΚΗΣ  –ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗΣ  ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση έχει τις ρίζες της στο συμπεριφορισμό (J.B. Watson και  B.F. Skinner), θεωρία  που εμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα και ερμηνεύει την ανθρώπινη συμπεριφορά ως αντίδραση σε συγκεκριμένα ερεθίσματα του περιβάλλοντος (Nye, 1975). Ωστόσο το μοντέλο αυτό αποδείχθηκε ανεπαρκές, για να εξηγηθούν πολλοί τύποι συμπεριφοράς (Μαλικιώση – Λοϊζου, 2007) κι έτσι η  συμπεριφορική θεωρία αναθεωρήθηκε. Βασικοί εκπρόσωποι της νέας συμπεριφοριστικής θεωρίας  ήταν οι Bandura και Michel (1950) που ακολούθησαν την κοινωνικογνωστική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, η οποία πρεσβεύει ότι δεν είναι μόνο το περιβάλλον που καθορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά,  αλλά ότι το περιβάλλον και η προσωπικότητα αλληλεπιδρούν (Ποταμιάνος & Αναγνωστόπουλος, 2012).

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 η συμπεριφοριστική  θεωρία συνδυάστηκε με  τη  γνωσιακή από τους Ellis και Beck. Οι δύο θεωρίες αλληλοσυμπληρώθηκαν στηριζόμενες  στην υπόθεση  ότι η συμπεριφορά του ατόμου επηρεάζεται άμεσα από το πώς αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τον κόσμο και ισχυρίστηκαν πως  αν αλλάξουμε  τις αντιλήψεις µε κατάλληλη θεραπευτική παρέμβαση, μπορούμε να αλλάξουμε  και  την “ανεπιθύμητη”  συμπεριφορά (Corey, 2005). Πιο συγκεκριμένα η  λογικοσυναισθηµατική θεωρία του Ellis τονίζει ότι οι άνθρωποι συμβάλλουν στη δημιουργία των ψυχικών τους προβλημάτων με την ερμηνεία που δίνουν στα γεγονότα  και υποστηρίζει  ότι «οι απόλυτες σκέψεις είναι η καρδιά της ανθρώπινης δυστυχίας» (Corey, 2005, σ.405). Οι ίδιοι επιλέγουμε να κρατάμε τον εαυτό μας σε ταραχή, ισχυρίζεται ο Ellis, συνεχίζοντας να τον κατηχούμε με παράλογες πεποιθήσεις, π.χ. «πρέπει να επιτυγχάνω τέλεια όλους τους σημαντικούς στόχους» (Corey, 2005, σ. 406). Στη θεωρία του ο Ellis  καταγράφει  το μοντέλο γνωσιακής διαδικασίας  ABCDEF (activity, belief, consequent emotional attitude, dispute, effect, feeling), το οποίο παρουσιάζει τη σχέση σκέψης, συναισθήματος και συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι αυτό που ενεργοποιεί μια σκέψη είναι ένα γεγονός ή μια πράξη. Αυτά ξυπνούν ένα συναίσθημα κι εκείνο δρομολογεί μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, π.χ., μου ζήτησε να χωρίσουμε (γεγονός), ο κόσμος μου καταρρέει (σκέψη), ένιωσα σοκαρισμένη (συναίσθημα), του μίλησα άσχημα (συμπεριφορά). Αν ο θεραπευόμενος με την καθοδήγηση του θεραπευτή παρέμβει  και αμφισβητήσει (dispute) τη σκέψη, ο θεραπευόμενος πράττει διαφορετικά (effect), αναπτύσσει μια άλλη συμπεριφορά  κι  βιώνει ένα νέο συναίσθημα (feeling) (Corey, 2005).

Ο  Beck  την ίδια περίπου περίοδο με τον Εllis ανέπτυξε τη δική του γνωσιακή θεωρία δίνοντας έμφαση στη λειτουργία της σκέψης. Θεωρεί κι αυτός ότι για τα ψυχικά προβλήματα ευθύνονται «οι απόλυτες και ακραίες ιδέες» (Corey, 2005, σ.429).  Ισχυρίζεται ότι «ο άνθρωπος αναπτύσσει ψυχικά προβλήματα από εσφαλμένες σκέψεις κι ανακριβή συμπεράσματα που βασίζονται σε ανεπαρκείς πληροφορίες, επειδή  αποτυγχάνει  να διακρίνει την πραγματικότητα από τη φαντασία» (Corey, 2005, σ.426) ή «επειδή ερμηνεύει τις καταστάσεις με βάση εξωπραγματικούς κανόνες» (Corey, 2005, σ.429). Ο Beck κάνει λόγο για νοητικές διαδικασίες, τις γνωσίες«σκέψεις, νοητικές εικόνες, απόψεις που μεσολαβούν ανάμεσα στο ερέθισμα και την αντίδραση» (Ποταμιάνος & Αναγνωστόπουλος, 2012, σ.195). Αναγνωρίζει δυσλειτουργικά πυρηνικά σχήματα «δομές παγιωμένες από αρνητικές εμπειρίες   κυρίως στην παιδική ηλικία, που φανερώνουν τις πεποιθήσεις μας για τον εαυτό και τον κόσμο» (Ποταμιάνος & Αναγνωστόπουλος, 2012, σ.195). Τονίζει  πως υπάρχουν «αυτόματες αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό, τον κόσμο και το μέλλον (αρνητική τριάδα της κατάθλιψης)  που αναδύονται αυθόρμητα και αναφέρονται σε υποκειμενική εκτίμηση των καταστάσεων» (McLeod, 1993, σ.72) π.χ. είμαι ανάξιος, θα με απολύσουν. Εντοπίζει επίσης γνωσιακά λάθη (αυθαίρετο συμπέρασμα, διπολική σκέψη, υπεργενίκευση, προσωποποίηση) (Ποταμιάνος & Αναγνωστόπουλος, 2012).

Η Γ/Σ (γνωσιακή-συμπεριφορική) θεωρία ακολουθεί θεραπευτικές τεχνικές παρέμβασης που επικεντρώνονται στην αναγνώριση των δυσλειτουργικών σκέψεων από το θεραπευόμενο, ώστε αυτός να τις ελέγξει και να τις αντικαταστήσει µε άλλες πιο λειτουργικές (Corey, 2005). Ο θεραπευτής χρησιμοποιεί γνωσιακές μεθόδους, όπως η συστηματική απευαισθητοποίηση, η αμφισβήτηση των παράλογων πεποιθήσεων του θεραπευόμενου -ποιες αποδείξεις έχεις ότι οι πεποιθήσεις σου ισχύουν; Πώς ξέρεις ότι δεν θα το άντεχες;-, η αλλαγή της ασαφούς γλώσσας -βασιζόμενος στην αρχή ότι η γλώσσα διαμορφώνει τη σκέψη, ο θεραπευτής ενθαρρύνει καινούριες δηλώσεις του πελάτη για τον  εαυτό του-, το παιχνίδι ρόλων, οι ασκήσεις για την αντιμετώπιση της ντροπής, το ημερολόγιο –όπου καταγράφονται οι δυσλειτουργικές σκέψεις-, το σενάριο των χειρότερων συνεπειών, η χρήση εναλλακτικών σκέψεων ή αντιδράσεων (Corey, 2005).

Νεότεροι γνωσιακοί ψυχολόγοι  εμπλούτισαν τις τεχνικές. Ο Kanfer εισήγαγε το μοντέλο της αυτορρύθμισης (με αυτοπαρατήρηση, αυτοαξιολόγηση και αυτοέλεγχο) κι ο Meichenbaum την άσκηση στην αυτοκαθοδήγηση (οδηγίες του ατόμου στον εαυτό του, «εμβολιασμός»  κατά του στρες, συμπεριφορική πρόβα (Corey, 2005). Ο D΄Zurilla πρότεινε τη θεραπεία επίλυσης προβλημάτων (με εναλλακτικές αντιδράσεις), ο Suinn την άσκηση για την αντιμετώπιση του άγχους (ψυχοεκπαίδευση, χαλάρωση)  και η κονστρουκτιβιστική  θεωρία τη συμπεριφορά  της επικρατούσας ενεργού αποφυγής (έμφαση στην πραγματικότητα του θεραπευόμενου, ενίσχυση επιτυχημένων συμπεριφορών) (Μαλικιώση–Λοϊζου, 2007).

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗΣ   ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ

Ο Rogers, ένας από τους ιδρυτές της ανθρωπιστικής ψυχολογίας θεωρείται ευρέως ως ένας από τους πιο επιφανείς στοχαστές στην ψυχολογία (Guthrie, 1991). Αυτό που κατέστησε πρωτοποριακή την ανάπτυξη της προσωποκεντρικής ψυχοθεραπείας, ήταν η επιμονή του να υποβάλει το μοντέλο σε επιστημονική έρευνα και κλινική δοκιμή (Guthrie, 1991). Αποτέλεσμα της δουλειάς του ήταν η εξέλιξη της θεωρίας προσωπικότητας καθώς και ένα σύνθετο σύνολο 19 θέσεων που περιγράφουν τη θεωρία του (Rogers, 2003).

To θεωρητικό σύστημά της διακρίνεται, κατά τον Rogers (1987a): (1) στη θεωρία θεραπείας, (2) στη θεωρία προσωπικότητας, (3) στη θεωρία του προσώπου σε πλήρη λειτουργία, (4) στη θεωρία των διαπροσωπικών σχέσεων και (5) στη θεωρία των εφαρμογών. Στο επίκεντρο του συστήματος αυτού βρίσκεται η θεωρία της θεραπείας, η οποία περιγράφει τις ικανές και αναγκαίες συνθήκες για την εκκίνηση της θεραπευτικής διαδικασίας: (1) Δυο πρόσωπα βρίσκονται σε πραγματική ψυχολογική επαφή μεταξύ τους. (2) Ο πελάτης βρίσκεται σε ασυμφωνία. (3) Ο θεραπευτής είναι αυθεντικός. (4) Ο θεραπευτής βιώνει ανεπιφύλακτη αναγνώριση για το σύνολο των εμπειριών του πελάτη. (5) Ο θεραπευτής βιώνει ενσυναίσθηση για τον πελάτη. (6) Ο πελάτης βιώνει τουλάχιστον την ενσυναίσθηση του θεραπευτή. Οι παραπάνω έξι αναγκαίες και ικανές συνθήκες αλληλεξαρτώνται προκειμένου να τεθεί σε εκκίνηση η διαδικασία της αλλαγής (Μπρούζος, 2004). Η κεντρική υπόθεση της θεωρίας του Rogers είναι ότι o άνθρωπος διαθέτει μέσα του τεράστιες δυνατότητες αυτογνωσίας και διαφοροποίησης της αυτοαντίληψης, της βασικής στάσης και της συμπεριφοράς του, και αυτές μπορούν να ενεργοποιηθούν, αν του παρασχεθεί ένα σαφές κλίμα διευκολυντικής ψυχολογικής στάσης (Rogers, 1980, σ.115).

Μεταξύ των σημαντικότερων βασικών σημείων της προσέγγισης του Rogers είναι ο επαναπροσδιορισμός της θεραπευτικής σχέσης (Rogers, 1992). Επιπλέον, όσον αφορά το ρόλο του θεραπευτή, ο Rogers πρότεινε ότι, για να είναι επιτυχημένη η ψυχοθεραπεία, είναι επιτακτική ανάγκη ο θεραπευτής να παρέχει άνευ όρων θετική στάση καθώς και ενσυναίσθηση στον θεραπευόμενο (Rogers, 1965). Αυτό σημαίνει ότι ο θεραπευτής θα πρέπει να επιβεβαιώνει την αξία του θεραπευόμενου και να του προσφέρει αποδοχή, ενώ παράλληλα να προσφέρει υποστήριξη χωρίς κριτική, ανεξάρτητα από το τι αισθάνεται, κάνει ή βιώνει ο θεραπευόμενος (Rogers, 1965). Η ενσυναίσθηση, αναφέρεται στην ικανότητα του θεραπευτή να κατανοεί και να σέβεται την οπτική του θεραπευόμενου (Rogers, 2003). Ο θεραπευτής δεν θα πρέπει να συμπεριφέρεται εξουσιαστικά, αλλά να προσπαθεί να είναι αυθεντικός και να αφήνει την αληθινή προσωπικότητά του να φαίνεται (Rogers, 1947). Ο Rogers πίστευε ότι αυτό θα βοηθούσε στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος εμπιστοσύνης στο οποίο ο θεραπευόμενος δεν θα χρειάζεται να αναρωτιέται αν ο θεραπευτής κρύβει τις αληθινές του σκέψεις ή τον εαυτό του (Rogers, 1992).

Ουσιαστικά, με πρωτότυπο τρόπο ο Rogers πέτυχε να εστιάσει το ενδιαφέρον του στη σχέση και στο  θεραπευτικό της χαρακτήρα, επενδύοντας σε αυτή τις θεραπευτικές του προσδοκίες. Η ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον θεραπευτή και τον πελάτη είναι η βάση της θεραπείας. Ολοκληρωμένος άνθρωπος είναι εκείνος που μπορεί να είναι όλο και περισσότερο οι δυνατότητές του. Αυτές μπορούν να απελευθερωθούν μόνο αν εξασφαλιστεί ένα συγκεκριμένο κλίμα διευκολυντικών ψυχολογικών στάσεων αυθεντικότητας, αποδοχής και ενσυναισθητικής κατανόησης. H στήριξη αποβλέπει στην αναγνώριση, την επεξεργασία, την αφομοίωση από τον ίδιο όλο και περισσότερων εμπειριών, αισθημάτων, σκέψεων, πράξεων ή αντιδράσεών του. Αποσκοπεί δηλαδή στην εξερεύνηση και διερεύνηση του αντιληπτικού πεδίου. Συγχρόνως εξετάζονται και αναδιαμορφώνονται διαστρεβλωμένες συμβολοποιήσεις. Κατά αυτό τον τρόπο αναδεικνύεται μια νέα πραγματικότητα. Με την αναγνώριση ο θεραπευόμενος αποκτά την ελευθερία επιλογής και μπορεί να αναθεωρήσει τη συμπεριφορά του ή  να την αποδεχτεί (Ιωσηφίδη, 2002; Rogers, 1951).

Επιπροσθέτως η θέση του θεμελιωτή της προσωποκεντρικής ψυχοθεραπείας Rogers (1951) για την ανθρώπινη συμπεριφορά είναι πως αυτή συνδέεται με τις ανάγκες του οργανισμού και την εγγενή τάση πραγμάτωσης (εξέλιξης), ενώ το συναίσθημα συνοδεύει τη συμπεριφορά και τη διευκολύνει. Η προσωποκεντρική προσέγγιση  αποδίδει  το άγχος (δυσπροσαρμογή) σε άρνηση συμβολοποίησης, καθώς «ο οργανισμός, αρνείται να φέρει στη συνειδητότητα (symbolize) πολλές και σημαντικές σπλαχνικές εμπειρίες (ανάγκες, σκέψεις, συναισθήματα), που αν συμβολοποιηθούν απειλούν την αυτοεικόνα του ατόμου» (Rogers, 1951, σ. 510). Παράλληλα,  θέτει ως  στόχους  θεραπείας να  συμβολοποιήσει το άτομο αγνοημένες εμπειρίες, να τις επανανοηματοδοτήσει, να αντικαταστήσει το παρόν σύστημα αξιών του, να εμπιστευτεί την οργανισμική του αξιολόγηση, να επιλέξει  τον τρόπο συμπεριφοράς του (Rogers, 1951), «να αναπτύξει τους δικούς του τρόπους συνάντησης με τη ζωή» (Hackney & Goodyear, 1984, σ.280), «να κινηθεί προς την αυτονομία, να γίνει πιο λειτουργικός» (Rogers, 1951, σ. 510).

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΓΝΩΣΙΑΚΗΣ –ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ-ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ

Όπως προκύπτει από τη σύγκριση των δύο ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων, αυτές συγκλίνουν στον κοινό στόχο της καλύτερης προσαρμογής του θεραπευόμενου στο περιβάλλον του και δέχονται ότι η τροποποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι δυνατή  (Ποταμιάνος κ.ά., 2012). Παρουσιάζουν όμως κι άλλες ομοιότητες. Τόσο οι γνωσιακοί όσο και οι προσωποκεντρικοί θεραπευτές  δεν θέτουν ως θεραπευτικό στόχο την αναδρομή στο παρελθόν του θεραπευόμενου, όπως κάνει η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, επικεντρώνονται σε παρόντα βιώματα, στο «εδώ και τώρα» (McLeod, 1993, σ. 72). Άλλη ομοιότητα είναι πως και οι δύο αποτελούν  φαινομενολογικές  προσεγγίσεις (Corey, 2005) που προσπαθούν να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο ο θεραπευόμενος βλέπει τον κόσμο, δεχόμενες ότι μοναδική πραγματικότητα για αυτόν είναι αυτή που προσδιορίζεται από τις προσωπικές του  εμπειρίες (Rogers, 1951). Από κοινού τονίζουν την ανάγκη για επιστημονική έρευνα στον χώρο της ψυχοθεραπείας. Μπορεί η  Γ/Σ να αποτελεί την πιο «επιστημονική» από τις προσεγγίσεις  με έμφαση στη συμπεριφορά και τις στρατηγικές, «γιατί αυτές μπορούν να παρατηρηθούν αντικειμενικά  και να μετρηθούν» (McLeod, 1993, σ. 63), όμως κι ο  Rogers συμφωνεί ότι οι αντικειμενικές, ποσοτικές έρευνες είναι σημαντικά μέσα στη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς, «για να ανοίξει η επιστημονική σκέψη και να ενεργοποιηθεί η αναζήτηση ακριβέστερων υποθέσεων» (Rogers, 1951, σ.131). Και οι δύο προσεγγίσεις απορρίπτουν το απρόσωπο, ιατρικό μοντέλο: ασθένεια – σύμπτωμα – διάγνωση που δίνει έμφαση στην «αντικειμενική», «επαγγελματική» προσέγγιση του πάσχοντος,  η οποία αφήνει απέξω το θεραπευόμενο ως πρόσωπο (Joseph & Worsley, 2007).

ΔΙΑΦΟΡΕΣ

Ως προς τις αιτίες του άγχους που βιώνει το άτομο οι δύο προσεγγίσεις διαφοροποιούνται. Η Γ/Σ  αποδίδει το άγχος  σε «βλάβη της λειτουργίας της φυσιολογικής γνωστικής διαδικασίας», δηλαδή σε  απώλεια της ικανότητας να διαχειριζόμαστε τις πληροφορίες, με  αποτέλεσμα «οι αντιλήψεις και η ερμηνεία μας για τα γεγονότα να γίνονται εγωκεντρικές, επιλεκτικές, άκαμπτες» (McLeod, 1993, σ. 73), ενώ η ΠΠ (Προσωποκεντρική Προσέγγιση) αποδίδει το άγχος σε ασυμφωνία ανάμεσα στην εμπειρία και την αυτοεικόνα (Rogers, 1951). Διαφέρουν επίσης ως προς τους θεραπευτικούς στόχους. Οι Γ/Σ επιδιώκουν αλλαγή  στον τρόπο σκέψης και εκμάθηση μιας περισσότερο λειτουργικής συμπεριφοράς (McLeod, 1993), ενώ οι προσωποκεντρικοί «διευκολύνουν  την προσωπική ανάπτυξη του θεραπευόμενου που φέρνει μόνιμη αλλαγή συμπεριφοράς» (Hjelle & Ziegler, 1981, σ. 515) και «απομακρύνουν  τα εμπόδια που σαμποτάρουν την τάση αυτοπραγμάτωσης» (Patterson  & Hidore, 1997, σ. 69). Ενώ και οι δύο αναζητούν επιστημονική στήριξη στις υποθέσεις τους, ο Rogers διαφοροποιείται  στο ότι επιδιώκει «εναρμόνιση της επιστημονικής εγκυρότητας  με την υποκειμενικότητα» (Ποταμιάνος και συν., 2008, σ. 283). Ο ίδιος  θεωρεί απαραίτητη την έρευνα, δίνει όμως έμφαση «στην υποκειμενική γνώση (συμβολοποίηση των εμπειριών του πελάτη) και την ενσυναισθητική γνώση  του θεραπευτή» για να επιτύχει η θεραπεία (Nye, 1975, σ. 136).

Ως προς τη θεραπεία η  Γ/Σ είναι κατευθυντική θεωρία (McLeod, 1993, σ. 62), αφού  προσανατολίζεται περισσότερο στις  πράξεις που θα φέρουν αλλαγή και εστιάζει κυρίως στη μείωση των συμπτωμάτων. Η Γ/Σ θεραπεία είναι βραχεία (15-22 συνεδρίες), χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο περισσότερων, αν το άτομο τις χρειάζεται. Έχει συγκεκριμένη δομή, είναι διορθωτική και παρεμβατική. Συγκεκριμένα ο θεραπευόμενος μαθαίνει να αναγνωρίζει τις σκέψεις του αλλά και την ανεπιθύμητη  συμπεριφορά και παρατηρεί πώς αυτές αλληλοεπιδρούν (McLeod, 1993, σ. 76). Η προσωποκεντρική θεωρία, από την άλλη πλευρά, επιλέγει μη κατευθυντική  θεραπεία. Δέχεται ότι είναι ο θεραπευόμενος  αυτός που επιλέγει τον τρόπο  προσαρμογής του στην πραγματικότητα, αυτόν που είναι πιο ταιριαστός στον ίδιο και  δεν αποδέχεται  ότι  ο βοηθούμενος χρειάζεται να μάθει  κάποιες δεξιότητες ή ότι ο σύμβουλος θα πρέπει να αποφασίσει τις καλύτερες δράσεις για τον πελάτη. Επίσης αρνείται τη θεραπευτική αξία της διάγνωσης (Ποταμιάνος και συν., 2008).

Ως προς τη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου,  οι  Γ/Σ  θεωρούν ότι είναι  σχέση «συνεργατικού εμπειρισμού» (Ποταμιάνος, 2012, σ. 207). Υποστηρίζουν πως  αυτή είναι  «αναγκαία αλλά όχι επαρκής συνθήκη για την αλλαγή» (Corey, 2005, σ. 429), ενώ η ΠΠ θεωρεί τη συγκεκριμένη σχέση θεραπευτική και την αντιμετωπίζει ως το σημαντικότερο στοιχείο για την αποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας, πέρα από οποιαδήποτε τεχνική (Rogers, 1951) .

Ως προς το  ρόλο του θεραπευτή  η  Γ/Σ θεωρία πιστεύει ότι αυτός οφείλει να είναι ιδιαίτερα ενεργός. Αυτός καθοδηγεί  και  διευκολύνει αλλαγές στον τρόπο σκέψης των θεραπευόμενων μέσα από συγκεκριμένες θεραπευτικές στρατηγικές, επειδή οι ηττοπαθείς σκέψεις είναι εδραιωμένες και ο θεραπευόμενος δεν μπορεί να τις αλλάξει μόνος του. Ο θεραπευτής δρα εκπαιδευτικά, σε συνεργασία με το θεραπευόμενο  και  αξιολογεί  την πρόοδο της θεραπείας συστηματικά. Επιδιώκει να διαμορφώσει μία θεραπευτική σχέση που θυμίζει τη σχέση δασκάλου-μαθητή, µε σκοπό να αναγνωρίσει ο θεραπευόμενος λογικά σφάλματα και να διακρίνει εναλλακτικές σκέψεις, ενώ επιδιώκει να τον ανακουφίσει από τη συναισθηματική του δυσφορία (Corey, 2005). Η προσωποκεντρική  θεωρία, από την άλλη πλευρά, διαφοροποιείται. Υποστηρίζει πως ο θεραπευτής  δεν είναι ειδήμων αλλά διευκολυντής στη θεραπευτική διαδικασία και οφείλει να αντιμετωπίζει τους θεραπευόμενους ως «ειδικούς» για τον εαυτό τους. Οι θεραπευόμενοι δεν θεωρούνται ασθενείς αλλά δυσπροσαρμοσμένοι. Οι προσωποκεντρικοί θεραπευτές εμπιστεύονται τη διαδικασία των θεραπευόμενων και τους ακολουθούν. Στόχος τους  δεν είναι να δώσουν λύσεις  στα προβλήματα του θεραπευόμενου, αλλά να γίνουν κατανοητικοί  συνοδοιπόροι στο «εδώ και τώρα» της  θεραπευτικής σχέσης, παρέχοντας τις δυνατότητες, ώστε αυτός να βιώσει μια νέα διορθωτική εμπειρία (Ποταμιάνος & Αναγνωστόπουλος, 2012). Ο Rogers δίνει έμφαση στην ποιότητα της παρουσίας του θεραπευτή, ο οποίος  δεν χρησιμοποιεί ερμηνευτικά ή παρεμβατικά εργαλεία, αλλά έχει ως κύριο θεραπευτικό µέσο τον εαυτό του. Όσο αρτιότερη είναι η κατάρτιση και η εκπαίδευσή του  καθώς και η συνεχής προσωπική του ανάπτυξη, τόσο αποτελεσματικότερη  γίνεται η συµµετοχή του.

Ως προς τις θεραπευτικές συνθήκες  η ΠΠ υποστηρίζει ότι, για να γίνει η σχέση πελάτη–θεραπευτή  θεραπευτική, είναι  απαραίτητη η συνύπαρξη τριών συνθηκών: α) της ενσυναισθητικής ικανότητας του θεραπευτή β) της ικανότητας να αποδέχεται το θεραπευόμενο στην ολότητά του άνευ όρων  και γ) της ικανότητας να είναι σε επαφή με τα συναισθήματά του, άσχετα εάν αποφασίσει να τα εκφράσει ή όχι. Οι τρεις συνθήκες, όταν λειτουργούν ως μία ενιαία και πραγματική στάση του θεραπευτή απέναντι στον πελάτη κι όχι ως προσωρινή συμπεριφορά διευκολύνουν την πορεία του στην αυτογνωσία (Ποταμιάνος & Αναγνωστόπουλος, 2012). Στη γνωσιακή θεωρία η στάση του θεραπευτή επίσης  χαρακτηρίζεται από βοηθητικές συνθήκες, όπως σεβασμό, ζεστασιά, κατανόηση, ευγένεια, ικανότητα να ακούει, χιούμορ. Ο θεραπευτής δεν είναι επικριτικός, λειτουργεί ως σύμμαχος, καθώς η εκμαίευση των αυτόματων σκέψεων και ακόμη περισσότερο των πυρηνικών σχημάτων μπορεί να είναι μια εμπειρία με πολύ έντονη συναισθηματική φόρτιση, που απαιτεί την ικανότητα του θεραπευτή  να αποσπά  εμπιστοσύνη, την οποία ο θεραπευόμενος  πρέπει να νιώσει, για να έρθει σε επαφή με αυτά (Corey, 2005).

Ως προς τα πεδία εφαρμογής η προσωποκεντρική θεραπεία εφαρμόζεται μεταξύ άλλων σε ατομική και ομαδική συμβουλευτική, σε μορφές δυσπροσαρμογής που αφορούν τις ανθρώπινες σχέσεις (ζεύγους, οικογενειακές) (Corey, 2001), σε νευρώσεις. Η  Γ/Σ  ψυχοθεραπεία είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην αντιμετώπιση αγχωδών διαταραχών, φοβιών και κατάθλιψης (Corey, 2001).

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΝΩΣΙΑΚΗΣ-ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΗΣ  ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ

Η γνωσιακή-συμπεριφορική προσέγγιση (CBT)  έχει ιδιαίτερα ισχυρά σημεία και αδυναμίες. Ισχυρό σημείο της γνωσιακής-συμπεριφοριστικής προσέγγισης (CBT) θεωρείται  το γεγονός ότι μπορεί να  δώσει λεπτομερή ανάλυση  του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι αντιδρούν σε συγκεκριμένες καταστάσεις και ότι έχει αναπτύξει εξειδικευμένες τεχνικές για να το πετύχει αυτό. Παράλληλα το εκπαιδευτικό μοντέλο στο οποίο βασίζεται, βοηθά τους θεραπευόμενους να μάθουν δεξιότητες αντιμετώπισης των προβλημάτων τους. Η γνωσιακή-συμπεριφοριστική προσέγγιση δίνει μεγάλη έμφαση στη συσχέτιση μεταξύ των αρνητικών σκέψεων και της ψυχικής δυσλειτουργίας και ωθεί τον θεραπευόμενο να καταλάβει και να αλλάξει τις σκέψεις του (Whitaker, 2011; Herkov, 2016). Η CBT εκπαιδεύει το θεραπευόμενο να αντιμετωπίζει τις αρνητικές συμπεριφορές του (Goldfried & Castonguay, 1993). Θετικά στοιχεία θεωρούνται επίσης  η επιμονή της  στη συστηματική έρευνα (Pervin, 1999; Goldfried & Castonguay, 1993) η «εφαρμογή της  σε ευρύ φάσμα προβλημάτων» (Pervin, 1999, σ. 632) όπως και η αναγνώριση του σημαντικού ρόλου του περιβάλλοντος στην ανθρώπινη συμπεριφορά (Ποταμιάνος  και συν., 2008).

Στα αδύναμα σημεία της γνωσιακής-συμπεριφοριστικής προσέγγισης καταλογίζεται το γεγονός ότι οι μέθοδοί της δεν έχουν γενικευμένη εφαρμογή  και ότι βασίζεται περισσότερο στη διδασκαλία παρά στη στήριξη του θεραπευόμενου (Goldfried & Castonguay, 1993). Επικρίθηκε επίσης ότι  δεν δίνει επαρκή προσοχή σε όλες τις πλευρές της ζωής του θεραπευόμενου, αλλά και για το γεγονός ότι,  σύμφωνα με τον Εllis (Corey, 2005), η προσωπική στοργή, η ενσυναίσθηση, η κατανόηση και το προσωπικό ενδιαφέρον δεν θεωρούνται  ουσιαστικά συστατικά της θεραπευτικής σχέσης. Ακόμη η γνωσιακή-συμπεριφορική προσέγγιση κατηγορήθηκε ότι επικεντρώνεται  στο πρόβλημα, κι αυτό δημιουργεί δυσκολίες στη θεραπεία, αν πρώτα ο θεραπευτής δεν έχει κερδίσει το σεβασμό και την εμπιστοσύνη του θεραπευόμενου. Αν ο πάσχων δεν αισθανθεί ότι ο θεραπευτής τον ακούει, τον καταλαβαίνει και νοιάζεται για αυτόν, τότε οι πιθανότητες να διακόψει τη θεραπεία είναι μεγάλες. Ένα ακόμα μειονέκτημα, σύμφωνα με τον Corey (2005), είναι πως οι θεραπευτές μπορούν να κάνουν κακή χρήση της δύναμής τους και να επιβάλλουν στους θεραπευόμενους  τις δικές τους πεποιθήσεις σχετικά με το τι συνιστά τη λογική σκέψη. Σύμφωνα με τον Weishaar (1993) η γνωσιακή θεραπεία του Beck έχει κατηγορηθεί ότι εστιάζει υπερβολικά στη δύναμη της θετικής σκέψης, ότι είναι πολύ επιφανειακή  και απλουστευτική, ότι αρνείται τη σημασία του παρελθόντος του πελάτη, ότι προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα συμπτώματα, αλλά παραβλέπει τις βαθύτερες αιτίες των δυσκολιών, ότι αγνοεί το ρόλο των ασυνείδητων παραγόντων και παραμελεί το ρόλο των συναισθημάτων.

Για τη Γ/Σ προσέγγιση έχει ασκηθεί η κριτική ότι  η τροποποίηση συμπεριφοράς που επιφέρει, μπορεί να έχει βραχέα αποτελέσματα (McLeod, 1993, σ. 79), ενώ πολλές τεχνικές δεν φαίνεται να είναι «αποτελεσματικές σε πελάτες με σοβαρότερα προβλήματα» (Ποταμιάνος & Αναγνωστόπουλος, 2012, σ.190). Ο Ποταμιάνος αναφέρει ότι οι συμπεριφοριστικές θεωρίες μάθησης δεν  αντιμετωπίζονται από όλους «ως επιστημονική θεωρία αλλά ως σύνολο τεχνικών θεραπείας» (Ποταμιάνος και συν., 2008, σ. 224), ενώ ο McLeod (1993, σ. 81) τονίζει πως οι  συμπεριφοριστικές θεωρίες μάθησης δεν βοηθούν «να καταλάβουμε το πολύπλοκο της ζωής». Επίσης στη Γ/Σ προσέγγιση αποδίδεται ότι λειτουργεί περιοριστικά, απομονώνοντας και τροποποιώντας τη δυσλειτουργική σκέψη, ενώ παραμελεί το συναίσθημα (Pervin, 1999, σ. 633).

Από την άλλη πλευρά  ο Rogers (1947) έδωσε έμφαση στην ανθρωπιστική προοπτική καθώς και στην εξασφάλιση θεραπευτικών συνθηκών, προωθώντας την αυτοεκτίμηση, την αυθεντικότητα και βοηθώντας τους θεραπευόμενους να χρησιμοποιήσουν τα δυνατά τους σημεία. Δημιούργησε έτσι μια νέα ριζοσπαστική προσέγγιση που άλλαξε συνολικά τον τρόπο που οι θεραπευτές αντιμετωπίζουν τους θεραπευόμενους. Ωστόσο και η ΠΠ έχει κατηγορηθεί ότι έχει μεθοδολογικά σφάλματα στις μελέτες της, όπως π.χ. ότι βασίζεται μόνο σε αναφορές των ίδιων των ατόμων, για να αξιολογήσει  τα αποτελέσματα της θεραπείας, ότι χρησιμοποιεί ακατάλληλες στατιστικές μεθόδους  και πως αποτυγχάνει  να υπολογίσει τις συνέπειες placebo. (Corey, 1995). O Rogers κατανόησε πως η έρευνα είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ανάπτυξη της θεωρίας και εξέφρασε την ανησυχία ότι, αν αυτή έλειπε, η προσέγγιση θα γινόταν δογματική. Για να αποφευχθεί αυτό, πρότεινε τη λύση θεωρητικών και πρακτικών μελετών, καθώς αυτές  εμπλουτίζουν τη θεωρία και  επεκτείνουν τη γνώση. O Combs (1988) σε σχέση με αυτό αναφέρει ότι λίγοι θεραπευτές εμπλέκονται σε οποιαδήποτε μορφή έρευνας, κυρίως γιατί ασκούν τη θεραπεία ιδιωτικά. Όμως χωρίς τη σταθερή ερευνητική βάση είναι δύσκολο να υπερασπιστούμε την αποτελεσματικότητα της συμβουλευτικής και έτσι η θεραπεία στερείται μια σημαντική πηγή ανάπτυξης.

Οι δύο ψυχοθεραπευτικές θεωρίες παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες, περισσότερες όμως είναι οι διαφορές τους. Ερμηνεύουν διαφορετικά τους λόγους που οδηγούν το άτομο σε ψυχική αστάθεια και καθορίζουν διαφορετικά τους στόχους της ψυχοθεραπείας. Η Γ/Σ δίνει προτεραιότητα στη μεταβολή του τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς μέσω τεχνικών  κι είναι προβληματοκεντρική, καθώς δίνει έμφαση στο σύμπτωμα του θεραπευόμενου.  Από την άλλη, η προσωποκεντρική δεν καταφεύγει σε τεχνικές, ούτε στοχεύει στην εξάλειψη του συμπτώματος. Είναι αναπτυξιακή και προσβλέπει στη θεραπεία του πελάτη μέσω της προσωπικής του ανάπτυξης (Ποταμιάνος & Αναγνωστόπουλος, 2012, σ. 343) .

Η ΠΠ ως ανθρωπιστική, μη κατευθυντική, ψυχοθεραπεία (Ποταμιάνος και συν., 2008) καθορίζει διαφορετικά από την Γ/Σ το ρόλο του θεραπευτή, τη σημασία της θεραπευτικής σχέσης αλλά και τη συμβολή των θεραπευτικών συνθηκών στη θεραπεία. Δίνει έμφαση στην  ατομική διαδρομή του πελάτη και δεν δέχεται την αυθεντία του θεραπευτή. Δίνει προτεραιότητα στη θεραπευτική σχέση μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου και για να επιφέρει αλλαγή, στηρίζεται στο θεραπευτικό κλίμα που δημιουργούν οι συντονισμένες θεραπευτικές συνθήκες (ενσυναίσθηση, αποδοχή και αυθεντικότητα), οι οποίες  «αποτελούν πια μέρος της κλινικής σοφίας όλων των ψυχοθεραπευτών» (Ποταμιάνος κ.ά., 2008, σ. 306). Ωστόσο, ως μη κατευθυντική θεραπεία, η ΠΠ  δέχθηκε την κατηγορία ότι είναι ανεπαρκής, επειδή «αφήνει το θεραπευόμενο αβοήθητο» (Ποταμιάνος, 2012, σ. 337) αλλά και «αναποτελεσματική σε άτομα με βαριές ψυχικές διαταραχές» (Κοσμόπουλος, 2003, σ.194) .

Τόσο η  ΠΠ όσο και η Γ/Σ  θεωρούν τους πελάτες  «πρόσωπα  σε θεραπευτική σχέση  κι όχι ασθενείς» (Κοσμόπουλος, 2003, σ.180). Επίσης η  Γ/Σ θεραπεία φαίνεται να  περιορίζει  τις πιθανότητες να δημιουργηθεί ισχυρή προσωπική σχέση ανάμεσα στο θεραπευτή και το θεραπευόμενο / μαθητή, αφού δίνει έμφαση στην εκπαιδευτική διάσταση της σχέσης και υποτιμά το γεγονός ότι ο σύμβουλος επιδρά στο βοηθούμενο και με τα προσωπικά του χαρακτηριστικά. Για αυτό το λόγο η  Γ/Σ προσέγγιση δεν απαιτεί από τους συμβούλους  να υποβληθούν σε προσωπική θεραπεία (McLeod, 1993).

Η ΠΠ κρίθηκε “απλοϊκή” από τους ψυχαναλυτές και υπεραισιόδοξη από τους υπαρξιστές (Κοσμόπουλος, 2003, σ. 186-7). Επικρίθηκε ότι «βλέπει την προσωπικότητα θεωρητικά, φιλοσοφικά,  με υποθέσεις που δεν στηρίζει η έρευνα, π.χ. η υπόθεση ότι ισχύει η τάση αυτοπραγμάτωσης» (Pervin, 1999, σ. 300) ή η έννοια Εαυτός, «της οποίας  είναι ανέφικτη η αξιόπιστη μέτρηση» (Ποταμιάνος, 2008, σ. 310). Ως φαινομενολογική θεωρία η ΠΠ θεωρείται ότι  «παραβλέπει παράγοντες που δεν είναι αντιληπτοί από το άτομο» (Ποταμιάνος και συν., 2008, σ. 307), ενώ «δεν δίνει  έμφαση στην κοινωνική του φύση» (Ποταμιάνος, 2012, σ. 343). Δέχθηκε επίσης επιθέσεις ότι «βασικές πτυχές της προσωπικότητας, π.χ. επιθετικότητα, σεξουαλική επιθυμία, κατάθλιψη, δεν αναλύονται επαρκώς» (Pervin, 1999, σ. 299).

H προσωποκεντρική ψυχοθεραπεία θεωρεί πως η θεραπευτική σχέση αποτελεί απαραίτητο συστατικό για την αλλαγή του θεραπευόμενου και πιστεύει ότι η θεραπεία είναι κάτι περισσότερο από απλή αλλαγή της εσφαλμένης σκέψης του ατόμου (Corey, 1995). Με το μέρος της  έχει  πολλές σχετικές μελέτες που έχουν δείξει τη σημασία μιας ισχυρής θεραπευτικής σχέσης (Ellis, 2003; Motschnig & Nykl, 2003). Αντιμετωπίζει επίσης την ανθρώπινη προσωπικότητα ολιστικά (Ποταμιάνος & Αναγνωστόπουλος, 2012, σ. 307), καθώς  διερευνά  το σύνολο του εσωτερικού πλαισίου αναφοράς του θεραπευόμενου (σκέψεις, συμπεριφορές, συναισθήματα αλλά και οτιδήποτε άλλο «καταθέσει»  ο πελάτης). Η βιβλιογραφία δείχνει ότι, όταν οι τεχνικές που αναδύουν τις αλλαγές στην Γ/Σ και ΠΠ συνδυάζονται και εφαρμόζονται, η συμβουλευτική είναι πιο αποτελεσματική (Josefowitz & Myran, 2005; Tursi & Cochran, 2006). Τόσο η προσωποκεντρική θεραπεία όσο και η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία προσφέρουν υποστήριξη και βοήθεια στους θεραπευόμενους. Και οι δύο πρακτικές μοιράζονται τον κοινό θεραπευτικό στόχο της αυτοβελτίωσης και της ευημερίας (Moon, 2006).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στο παρελθόν, έχει δοθεί μεγάλη έμφαση στην σκιαγράφηση και επισήμανση των διαφορών μεταξύ των  πολλών θεωριών της θεραπείας (Sprenkle, 2003). Σήμερα, υπάρχει μια στροφή προς τη σύγκλιση των θεωριών μέσα από τις  πρακτικές βοήθειας (Hackney, 1992; Sprenkle, 2003). Οι ερευνητές και οι επαγγελματίες αναζητούν μια ολοκληρωμένη προσέγγιση η οποία δίνει έμφαση στα βασικά συστατικά της διαδικασίας και στη σχέση, καθώς συνδέονται με την αποτελεσματική θεραπεία. (Hackney, 1992).

Παρόλα αυτά είναι προφανές ότι αυτές οι δύο θεωρίες ακολουθούν διαφορετική προσέγγιση για την ψυχοθεραπεία. Η μεγαλύτερη διαφορά στις δύο προσεγγίσεις αφορά τη σχέση μεταξύ θεραπευόμενου και θεραπευτή. Ο ρόλος του συμβούλου στη γνωσιακή-συμπεριφοριστική θεραπεία είναι να παράσχει θεραπευτικές οδηγίες και συστάσεις στο θεραπευόμενο, που ακούει και στη συνέχεια κάνει ακριβώς, όπως του υποδεικνύει, ενώ στην προσωποκεντρική θεραπεία το ενδιαφέρον του θεραπευτή στρέφεται προς το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς του θεραπευόμενου. Αυτό σημαίνει ότι ο  ψυχοθεραπευτής σήμερα καλείται να επιλέξει και  να εφαρμόσει τη μία ή την άλλη θεωρία θεραπείας, γιατί διαφορετικά η θεραπευτική του πρακτική  προσκρούει σε διαφορετικές αρχές.

Και οι δύο θεωρίες ωστόσο επικεντρώνονται στα τρέχοντα προβλήματα των θεραπευόμενων. Και οι δύο έχουν θετική αντίληψη για τη φύση των ανθρώπων και αντιλαμβάνονται το άτομο όχι μόνο ως αποτέλεσμα των προηγούμενων εμπειριών του, αλλά ως πρόσωπο που είναι σε θέση να καθορίσει το μέλλον του και να έχει τον έλεγχό του. Και οι δύο προσεγγίσεις προσπαθούν να βελτιώσουν την ψυχική υγεία των θεραπευόμενων μέσω συνεργατικής θεραπευτικής σχέσης (ο άνθρωπος χρειάζεται βοήθεια για να αλλάξει), η οποία ενισχύει την καλύτερη προσαρμογή στην πραγματικότητα ανθρώπων που βιώνουν ψυχικό πόνο και αγωνία, παρόλο που  οι δύο θεωρίες καθορίζουν διαφορετικά τη συμβολή  του θεραπευτή (Μαλικιώση–Λοϊζου, 1996).

Παρά τις διαφορές τους «η ΠΠ και η Γ/Σ, τα τελευταία χρόνια συγκλίνουν» (Μαλικιώση-Λοϊζου, 1996, σ. 269). Η προσωποκεντρική θεωρία ψυχοθεραπείας φαίνεται να συμπληρώνει τη γνωσιακή-συμπεριφορική προσέγγιση. Ίσως η Γ/Σ μπορεί να εμπλουτιστεί χρησιμοποιώντας στοιχεία από την ΠΠ,  αφού  η  πρώτη  δίνει έμφαση στη σκέψη και η δεύτερη στα συναισθήματα και στο σύνολο των βιωμάτων του θεραπευόμενου. Από το 1980 πάντως υπάρχει από κάποιους γνωσιακούς-συμπεριφοριστές ενδιαφέρον για τα συναισθήματα και τα κίνητρα, τη «θερμή» γνωστική λειτουργία (Pervin, 1999, σ. 634), ενώ αναπτύχθηκαν ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις που ανήκουν στο λεγόμενο τρίτο κύμα της Γ/Σ ψυχοθεραπείας, όπως είναι η θεραπεία της αποδοχής και της δέσμευσης, η διαλεκτική συμπεριφοριστική θεραπεία, η λειτουργική αναλυτική ψυχοθεραπεία. Στόχος αυτών  δεν είναι η αλλαγή των δυσλειτουργικών πεποιθήσεων, όπως αρχικά υποστήριξε η Γ/Σ  θεωρία, αλλά η αποδοχή των προσωπικών εμπειριών, ώστε οι θεραπευόμενοι να ζήσουν  σύμφωνα με τις ανάγκες και τις αξίες τους (τεχνική ενσυνειδητότητας (mindfulness), (JonKabat-Zinn), όπως πρεσβεύει η ΠΠ.

Συμπερασματικά το κίνημα για την ενσωμάτωση των δύο θεωριών «μπορεί να είναι χρήσιμο, αρκεί  οι θεμελιωτές του να  αναγνωρίσουν τη σημασία  ανάπτυξης ολοκληρωμένου μοντέλου,  συστηματικού και συνεπούς» (Guterman, 2005). Με αυτό τον τρόπο ανοίγονται νέοι  θετικοί δρόμοι επιστημονικής εξέλιξης στο χώρο της ψυχοθεραπείας. Ακόμη λοιπόν κι αν στην παρούσα φάση οι θεραπευτές καλούνται να επιλέξουν, να εκπαιδευτούν και να εφαρμόσουν ένα μόνο από τα δύο μοντέλα ψυχοθεραπείας, γιατί μεταξύ τους είναι ασυμβίβαστα,  υπάρχουν ενδείξεις ότι οι δύο θεωρίες μπορούν στο μέλλον να συγκλίνουν σε μια κοινή θεωρία που θα βοηθήσει την ψυχοθεραπεία να κάνει βήματα μπροστά.


Βιβλιογραφικές Αναφορές

Combs, A. W. (1988). Some current issues for person centered therapy. Person – Centered Review, 3(3), 263-276.

Corey, G. (1995). Theory and practice of group counselling (4thed.). Pacific Grove, CA: Brooks/Cole.

Corey, G. (2001). Theory and practice of counseling and psychotherapy. USA: Brooks/Cole.

Corey, G. (2005). Θεωρία και πρακτική της Συμβουλευτικής και της Ψυχοθεραπείας. Αθήνα: Eκδόσεις Έλλην.

Ellis, A. (2003). Early theories and practices of rational emotive behaviour theory and how they have been augmented and revised during the last three decades. Journal of Rational-Emotive & Cognitive-Behavior Therapy21(3/4).

Goldfried, M. R., & Castonguay, L. G. (1993). Behavior therapy: Redefining strengths and limitations. Behavior Therapy24(4), 505-526.

Guterman, J., & Rudes, J. (2005). A solution-focused approach to rational-emotive behavior therapy: Toward a theoretical integration. [Electronic version]. Journal of Rational & Cognitive-Behavioral Therapy23(3), 223-244.

Guthrie Ford, J. (1991). Rogerian Self-Actualization: A Clarification of Meaning. Journal of Humanistic Psychology, 31(2), 101–111. https://doi.org/10.1177/0022167891312011

Hackney, H. (1992). Differentiating between counseling theory and process.

Hackney, H. & Goodyear, R. (1984). Carl Rogers’s client-centered approach to supervision. New York, NY: Praeger Publishers /Greenwood  Publishing Group, Inc.

Herkov, M. (2016). About Cognitive Psychotherapy. Psych Central. Retrieved on January 11, 2019, from https://psychcentral.com/lib/about-cognitive-psychotherapy/

Hjelle, L. & Ziegler, D. (1981). The phenomenological perspective in personality theory: Carl Rogers.  Singapore: Mc Graw Hill.

Josefowitz, N. & Myran, D. (2005). Towards a person-centered cognitive behavior therapy. Counseling Psychology Quarterly18(4), 329-336.

Joseph, St. & Worsley, R. (2007). Person-Centred Psychopathology. A positive psychopathology of mental health. UK: PCCS BOOKS.

McLeod, J. (1993). An Introduction to Counselling. Buckingham, Philadelphia: Open University Press

Moon, J. A. (2006). Learning Journals. London: Routledge.

Motschnig, R., & Nykl, L. (2003).Toward a cognitive-emotional model of Roger’s person-centeredapproach. JournalofHumanisticPsychology, 43 (4), 8-45.

Nye, R. (1975). Comparisons, Contrast, Criticisms, and Concluding Comments. In Freud, Skinner, & Rogers, Three Psychologies, Perspectives. USA:  Brooks/Cole, 4th Edition.

Patterson, C. & Hidore, S. (1997). Successful Psychotherapy: a caring, loving relationship. London: Jason Aronson Inc.

Pervin, L. & Oliver, J. (1999). Θεωρίες προσωπικότητας. Έρευνα και εφαρμογές. Αθήνα: Τυπωθήτω – Γιώργος Δάρδανος.

Rogers, C. R. (1947). Some observations on the organization of personality. American Psychologist, 2 (9), 358-368. http://dx.doi.org/10.1037/h0060883

Rogers, C. R. (1992). The necessary and sufficient conditions of therapeutic personality change. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 60(6), 827-832.

Rogers, C. R. (2003). Client-centered therapy: Its current practice, implications and theory. London: Constable.

Rogers, C.R (1951). Client-Centered Therapy. London: Constable.

Rogers, C.R (1980). A way of being. Boston: Houghton, Mifflin.

Sprenkle, D. (2003). Effectiveness research in marriage and family therapy: Introduction. [Electronic version]. Journal of Marital and Family Therapy29(1), 85-96.

Tursi, M, & Cochran, J. (2006). Cognitive-behavioral tasks accomplished in person-centered relational framework. Journal of Counseling & Development84,387-398.

Weishaar, M.E. (1993). Aaron T. Beck. London: Sage Publications.

Whitaker, R. (2011). Cognitive Therapy Found Effective in Unmedicated Psychotic Patients (And Other News). Retrieved January 12, 2019, from https://www.psychologytoday.com/blog/mad-in-america/201112/cognitive-therapy-found-effective-in-unmedicated-psychotic-patients

Κοσμόπουλος, Α. & Μουλαλούδης, Γ. (2003). Ο Carl Rogers και η προσωποκεντρική του θεωρία για την ψυχοθεραπεία και την εκπαίδευση. Αθήνα: Eλληνικά Γράμματα.

Μαλικιώση –Λοϊζου,  Μ. (1996). Συμβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα : Aτραπός.

Μαλικιώση –Λοϊζου,  Μ. (2007). Συμβουλευτική Ψυχολογία : Σύγχρονες Προσεγγίσεις. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα.

Μπρούζος, Α. (2004). Προσωποκεντρική Συμβουλευτική: Θεωρία, Έρευνα και Εφαρμογές. Αθήνα: Τυπωθήτω.

Ποταμιάνος, Γ. & Αναγνωστόπουλος, Φ. (2012). Προσωπικότητα: Θεωρίες, Κλινική πρακτική και Έρευνα. Αθήνα: Παπαζήση.

Ποταμιάνος, Γ. και συνεργάτες. (2008). Θεωρίες προσωπικότητας και κλινική πρακτική. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.