Άρθρο: Φωτεινή Μαυρογιώργη
Ψυχολόγος

Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Χασαπλαδάκης
Φιλόλογος


     Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι καταναλώνουν τον “τελευταίο γύρο” των ημερήσιων θερμίδων τους πριν τις νυχτερινές ώρες, ένα 5,7% του γενικού πληθυσμού έχει μία διαταραχή που τους οδηγεί να καταναλώνουν τουλάχιστον το 1/4 των θερμίδων τους μετά το δείπνο. Στο σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας (night eating syndrome / nes), “o κιρκαδιανός ρυθμός του φαγητού μετατοπίζεται αργότερα μέσα στην ημέρα, έτσι ώστε η ημερήσια θερμιδική πρόσληψη ελαχιστοποιείται σε αυξημένη πρόσληψη τροφής την νύχτα”. Η πρώτη περιγραφή έγινε από τον καθηγητή Al. Stunkard, το 1955, ο οποίος βασίστηκε σε κλινικές παρατηρήσεις διατροφικών διαταραχών σε μία ομάδα παχύσαρκων ασθενών που επιδίωκαν θεραπεία για τον έλεγχο βάρους. Η συχνότητα στο γενικό πληθυσμό αγγίζει το 1,5%, αφορά σε μεγαλύτερο ποσοστό (9-28%) παχύσαρκα άτομα και αυξάνεται όσο μεγαλώνει η ηλικία.

     Χαρακτηριστικά της διαταραχής μπορεί να αφορούν έντονη επιθυμία για κατανάλωση μεγάλης ποσότητας φαγητού τις βραδινές ώρες, αϋπνία, πρωινή ανορεξία, νυχτερινές αφυπνίσεις που συνοδεύονται από αναζήτηση τροφής και αισθήματα έντονης θλίψης. Η αϋπνία είναι συχνότερη μεταξύ των πασχόντων και μπορούν επίσης να έχουν ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό που σχετίζεται με τη διαταραχή: την πεποίθηση ότι πρέπει να τρώνε για να τους πάρει ο ύπνος ή για να ξανακοιμηθούν. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα άτομα που πάσχουν από το συγκεκριμένο σύνδρομο δεν είναι απαραίτητο να εμφανίζουν όλα τα παραπάνω συμπτώματα, π.χ., κάποιοι καταναλώνουν τη μεγαλύτερη ποσότητα των ημερήσιων θερμίδων τους πριν πέσουν το βράδυ για ύπνο, χωρίς όμως να ξυπνούν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Επίσης, τα άτομα με σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας συχνά αναφέρουν συναισθήματα, όπως αδυναμία ελέγχου των διατροφικών συμπεριφορών τους, με αποτέλεσμα τα συναισθήματα ενοχής και ντροπής που σχετίζονται με την κατάστασή τους.

     Αν και το σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας θεωρήθηκε ότι έπρεπε να συμπεριληφθεί ως μία νέα οντότητα στο κεφάλαιο “Διατροφή και Διατροφικές Διαταραχές” της τελευταίας έκδοσης του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (DSM-5), τελικά δεν αναγνωρίστηκε ως ξεχωριστή διάγνωση. Εμφανίζεται, ωστόσο, κάτω από μία νέα κατηγορία που ονομάζεται “Διατροφικές Διαταραχές Μη Αλλιώς Προσδιοριζόμενες “ως μία από τις πολλές πιθανές διαταραχές που δεν πληρούν τα κριτήρια για κάποια άλλη διατροφική διαταραχή, αλλά προκαλούν σημαντικές δυσλειτουργίες. Είναι, επίσης, σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ της διατροφικής διαταραχής σχετιζόμενης με τον ύπνο (sleep-related eating disorder / sred) και του συνδρόμου νυχτερινής υπερφαγίας. Τα άτομα με sred τρώνε ενώ υπνοβατούν, ή ενώ βρίσκονται σε λυκοφωτική κατάσταση. Δεν γνωρίζουν τί κάνουν και συχνά μπορεί να ξυπνήσουν και να ανακαλύψουν τα πιάτα ή το φαγητό στο κρεβάτι τους ενώ δεν έχουν καμία ανάμνηση ότι έχουν φάει. Ένα υψηλό ποσοστό αυτών των ασθενών συνήθως χρησιμοποιούν συνταγογραφούμενα φάρμακα ύπνου. Αντίθετα, τα άτομα με σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας είναι ξύπνια και με πλήρη επίγνωση του τι καταναλώνουν – χωρίς, δηλαδή, ελλείμματα μνήμης ή έλλειψη ανάκλησης των νυχτερινών διατροφικών τελετουργιών τους.

     Από τα αποτελέσματα ερευνών φαίνεται ότι το σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας συνδέεται με την έναρξη και τη διατήρηση της παχυσαρκίας, καθώς τείνει να εμφανίζεται στο 28% των παχύσαρκων ατόμων, καθώς και με τη μεγάλη δυσκολία που τους χαρακτηρίζει στην απώλεια των περιττών κιλών, αφού έχει παρατηρηθεί ότι τα 2/3 της ημερήσιας ποσότητας φαγητού καταναλώνονται τις βραδινές κυρίως ώρες, δείχνοντας ιδιαίτερη αδυναμία σε τροφές πλούσιες σε υδατάνθρακες. Πιο συγκεκριμένα, τα άτομα με nes, λόγω έλλειψης όρεξης τις πρωινές ώρες, παραλείπουν το πρωινό, τρώνε ένα ελαφρύ μεσημεριανό γεύμα αλλά το ενδιαφέρον τους γύρω από την τροφή αυξάνεται στο δείπνο και συνεχίζεται μέχρι την ώρα του ύπνου. Κάποιοι μάλιστα καθυστερούν την ώρα του ύπνου για να φάνε κάτι ακόμη, ενώ κάποιοι άλλοι ξυπνούν τη νύχτα, προκειμένου να φάνε και να επιστρέψουν και πάλι στο κρεβάτι.

     Οι τέσσερις πιο συχνοί τύποι εμφάνισης του συνδρόμου είναι, εκείνος που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής πριν πέσει για ύπνο, χωρίς όμως να ξυπνάει κατά τη διάρκεια της νύχτας, συχνά τρώει από ανία ή μοναξιά, ο αγχωμένος τύπος που ξυπνάει τη νύχτα έχοντας διάφορες σκέψεις να τον βασανίζουν και τρώει, προκειμένου να νιώσει ηρεμία και να επιστρέψει για ύπνο, εκείνος που αισθάνεται εθισμένος σε συγκεκριμένες τροφές, π.χ., σε εύγευστα snacks λόγω της επεξεργασμένης ζάχαρης, που διεγείρουν περιοχές του εγκεφάλου που τις εγγράφει ως τροφές ανταμοιβής, και τέλος εκείνος που δεν εστιάζεται στο φαγητό αλλά ανησυχεί υπερβολικά για την ποσότητα του ύπνου του, προκειμένου να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της επόμενης ημέρας. Το φαγητό φαίνεται να ηρεμεί το άγχος του και γίνεται αυτόματη αντίδραση στη δυσκολία του να κοιμηθεί.

     Το σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας έχει συνδεθεί με γενετικούς παράγοντες, καθώς συναντάται ανάμεσα σε α’ βαθμού συγγενείς και θεωρείται παράγοντας προδιάθεσης, αλλά μεγάλη έμφαση έχει δοθεί στην ανισορροπία που εμφανίζεται σε συγκεκριμένες ορμόνες, τη μελατονίνη (που ρυθμίζει τον ύπνο), την κορτιζόλη (που ρυθμίζει το άγχος), τη λεπτίνη (που ρυθμίζει την όρεξη) και τη γρελίνη (που πυροδοτεί το αίσθημα της πείνας). Οι αυστηρές δίαιτες και ο περιορισμός των θερμίδων κατά τη διάρκεια της ημέρας έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της ποσότητας του φαγητού κατά τη διάρκεια της νύχτας. Επίσης, η στέρηση ή τα χρόνια προβλήματα ύπνου, π.χ., η άπνοια, δημιουργούν στο σώμα την αίσθηση ότι είναι υποσιτισμένο, με αποτέλεσμα να αναζητά τροφή και να αποθηκεύει λίπος. Το άγχος και η έντονη θλίψη αναφέρονται ως οι βασικές αιτίες από το 75% των ατόμων που πάσχουν από το συγκεκριμένο σύνδρομο, έχοντας όμως και βασικό ρόλο στη διατήρηση των συμπτωμάτων. Συγκεκριμένα, το άτομο αισθάνεται έντονο άγχος ή θλίψη, που του δημιουργούν αϋπνίες, με αποτέλεσμα να στρέφεται σε τροφές συχνά πλούσιες σε υδατάνθρακα, που επηρεάζουν τα επίπεδα σεροτονίνης του, κάνοντάς το να αισθάνεται ηρεμία, να καταφέρνει να κοιμάται, η κακή όμως ποιότητα ύπνου, σε συνδυασμό με την απόκτηση βάρους να έχουν σαν αποτέλεσμα την κούραση, την κακή εικόνα σώματος και τελικά το έντονο άγχος. Μοιάζει σαν ένα φαύλο κύκλο! Άλλες συνέπειες της νυχτερινής υπερφαγίας είναι η παλινδρόμηση των οξέων, ο διαβήτης τύπου II (συνδέεται με την παχυσαρκία), η υπέρταση, οι καρδιακές παθήσεις, το άσθμα, η έντονη κόπωση και η έλλειψη συγκέντρωσης (λόγω του διαταραγμένου ύπνου).

     Η αναγνώριση και η αποτελεσματική θεραπεία του συνδρόμου μπορεί να αποτελέσει σημαντικό αρωγό στην προσπάθεια καταπολέμησης ενός τμήματος της παχυσαρκίας. Τα κριτήρια κατάταξης του NES περιλαμβάνουν τρία στοιχεία: την ώρα της ημέρας, ένα συγκεκριμένο θερμιδικό ποσό και τη συχνότητα εμφάνισης. Δυστυχώς, η φαρμακευτική θεραπεία του συνδρόμου βρίσκεται σε εμβρϋικό στάδιο, σήμερα, χωρίς κάποιο πρωτόκολλο θεραπείας. Μία κλινική δοκιμή βρέθηκε αποτελεσματική με τη SSRI σερτραλίνη, ενώ άλλα θεραπευτικά σχήματα όπως η παροξιτίνη, η φωτοθεραπεία, η χορήγηση μελατονίνης και μερικά SSRIs, αποτελούν μελλοντικές υποσχέσεις. Η θεραπεία του συνδρόμου νυχτερινής υπερφαγίας περιλαμβάνει επίσης την θερμιδική αξιολόγηση, την φυσιολογία της άσκησης και έναν συνδυασμό γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας (CBT), διαλεκτικής συμπεριφορικής θεραπείας (DBT), διαπροσωπικής θεραπείας (IT) και διαχείρισης του άγχους. Είναι σημαντικό για τα συγκεκριμένα άτομα να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους, αλλάζοντας τις πεποιθήσεις τους. Αν πιστεύουν ότι είναι ανίκανοι να αλλάξουν τον τρόπο που τρώνε, δεν θα είναι σε θέση να αλλάξουν συλλήβδην.


Προτεινόμενη Βιβλιογραφία

Birketvedt, G., Florholmen, J., Sundsfjord, J., et al. (1999). Behavioral and neuroendocrine characteristics of the night-eating syndrome. Journal of the American Medical Association, 282(7), 657-66.