Κείμενο: Χριστίνα Βαϊζίδου
Ψυχίατρος- Ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Μαρία Κουσαντάκη
Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια- Ψυχολόγος


Ιστορικά, η έννοια της θεραπευτικής συμμαχίας έχει τις ρίζες της στη θεωρία του Freud, ο οποίος προσπαθούσε να εξηγήσει τι είναι αυτό που κρατάει τον αναλυόμενο στη θεραπεία, παρά τις ασυνείδητες αντιστάσεις του. Ο ίδιος ο πατέρας της ψυχανάλυσης τόνισε τη σημασία της σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στον αναλυτή και στον αναλυόμενο, ως προς την έκβαση τη θεραπείας (Freud, 1912).

Όταν μιλάμε για θεραπευτική συμμαχία, αναφερόμαστε σε μία ισότιμη σχέση, η οποία είναι επενδεδυμένη από συναίσθημα και στην οποία θεραπευτής και θεραπευόμενος λειτουργούν συνεργατικά (Καραμανωλάκη, Μιχόπουλος, & Χαραλαμπάκη 2015). Αυτό σημαίνει ότι η συλλογή πληροφοριών, η κατανόηση και η τροποποίηση των δυσλειτουργικών αντιλήψεων και συμπεριφορών του θεραπευόμενου επιτυγχάνεται μέσα από τη συνεργασία (Ευσταθίου,  Ευθυμίου  & Χαρίλα, 2014).

Η θεραπευτική σχέση αποτελεί βασική προϋπόθεση και κινητήρια δύναμη για την πορεία και  εξέλιξη της θεραπείας και ένα πλαίσιο συνεργασίας, ώστε ο θεραπευόμενος να μπορέσει να διερευνήσει το πρόβλημά του μέσα σε ένα κλίμα σταθερότητας και ασφάλειας.

Η σχέση αυτή διαμορφώνεται ουσιαστικά από μία συνθήκη προσυμφωνημένη κατά την έναρξη της θεραπείας και επιπλέον, μέσα από μία διαδικασία – αυτή της ψυχοθεραπείας-, στην οποία και οι δύο συμμετέχοντες μπαίνουν συνειδητά. Η διαδικασία αυτή πρέπει να παρέχει ένα αίσθημα ασφάλειας στο θεραπευόμενο, ώστε να μπορέσει να κάμψει τις όποιες αντιστάσεις, να νικήσει τις αμφιβολίες του λόγω πεποιθήσεων ή προηγούμενων βιωμάτων και να εμπλακεί στη σχέση. Τα ρήγματα, τα οποία ενδέχεται να προκύψουν κατά την εξέλιξη της σχέσης καλούνται να αναλυθούν και να ενσωματωθούν στη θεραπευτική συμμαχία.

Η διαφορά της θεραπευτικής από τις υπόλοιπες σχέσεις έγκειται ακριβώς στο ότι τη διαχωρίζουν τα όρια και οι κανόνες. Το πλαίσιο είναι σαφές και οι συνθήκες συγκεκριμένες  και έχουν ένα συγκεκριμένο σκοπό, δηλαδή την αντιμετώπιση του προβλήματος του θεραπευόμενου. Ο ασθενής και ο θεραπευτής έρχονται κοντά ως ισότιμοι, ο καθένας με τις δικές του προσλαμβάνουσες και τα δικά του βιώματα και προσπαθούν να βρούνε το σημείο τομής: τους κοινούς κώδικες επικοινωνίας, τους κοινούς στόχους και τις κοινά αποδεκτές μεθόδους επίτευξης του στόχου (Καραμανωλάκη κ.ά, 2015).

Στα πλαίσια αυτά προκύπτει και η αναγκαιότητα της τήρησης των ορίων και της αναγκαίας απόστασης ανάμεσα στο θεραπευτή και στο θεραπευόμενο, προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγχυση ως προς το περιεχόμενο και το ζητούμενο της θεραπείας. Η υπέρβαση των ορίων είτε προς επικριτικές και πιο αυταρχικές είτε προς πιο φιλικές μορφές σχέσης, ενδέχεται να οδηγήσει σε διφορούμενα μηνύματα για το θεραπευόμενο, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να ξεδιπλώσει μόνος του την προσωπικότητά του και να κινδυνεύει να επαναλάβει μαθημένα, παλαιότερα μοτίβα συμπεριφοράς ή να αναπτύξει συμβιωτικού και εξαρτητικού τύπου σχέση με το θεραπευτή.

Χαρακτηριστικά του θεραπευόμενου που μπορούν να επηρεάσουν την ποιότητα της θεραπευτικής συμμαχίας είναι:

  • το είδος της διαταραχής- της προβληματικής, εξαιτίας της οποίας προσέρχεται για θεραπεία,
  • η βαρύτητα των συμπτωμάτων,
  • η προθυμία του θεραπευόμενου να δεσμευτεί και να συμμετέχει ενεργά στη θεραπευτική διαδικασία,
  • ενδεχόμενη επιθετικότητα, εξαρτητικά στοιχεία και άλλα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας,
  • ο βαθμός εμπλοκής στη θεραπεία, καθώς και
  • το ιστορικό προηγούμενων θεραπευτικών σχέσεων. (Σταλίκας  & Μερτίκα, 2004).

Η συμπεριφορά του θεραπευόμενου απέναντι στο θεραπευτή αποτελεί ένα παράδειγμα όσον αφορά γενικότερα στο είδος των σχέσεων που διαμορφώνει, καθώς αντανακλά τις βασικές του πεποιθήσεις. Η απροθυμία του θεραπευόμενου να συνεργαστεί και να συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία μπορεί να αποτελέσει σοβαρό ή και ανυπέρβλητο εμπόδιο στην εξέλιξη της σχέσης ή από την άλλη μία πρόκληση για το θεραπευτή, στην περίπτωση θεραπευομένων οι οποίοι απλά αντιμετωπίζουν μία δυσκολία ως προς το να ανοιχτούν και να εξωτερικεύσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κατά την έναρξη της θεραπείας.

Στην αντίπερα όχθη, από την πλευρά του θεραπευτή, η ποιότητα της θεραπευτικής συμμαχίας μπορεί να επηρεαστεί από:

  • τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του θεραπευτή. Γενικά, η ζεστασιά, η γνησιότητα, η αμεσότητα, η ενσυναίσθηση και η άνευ όρων αποδοχή του θεραπευόμενου (Ευσταθίου κ.ά , 2014) ευνοούν τη συνθήκη δημιουργίας της θεραπευτικής σχέσης. Η κριτική και γενικά η έλλειψη επικοινωνιακού χαρίσματος είναι παράγοντες που δυσχεραίνουν την κατάσταση.
  • το ιστορικό διαπροσωπικών σχέσεων του θεραπευτή,
  • την κλινική του εμπειρία,
  • την ικανότητα του θεραπευτή να παραδέχεται τα λάθη του και να αποτινάξει από πάνω του την εσφαλμένη ταμπέλα της αυθεντίας,
  • την ικανότητα του θεραπευτή να κινητοποιεί και να ενθαρρύνει το θεραπευόμενο, αναδεικνύοντας την πρόοδό του,
  • την έννοια της συμπληρωματικότητας και
  • το κλίμα εμπιστοσύνης και σεβασμού που καλλιεργείται, το βαθμό αφοσίωσης και αμεσότητας. (Σταλίκας  & Μερτίκα, 2004).

Η θεραπευτική σχέση μπορεί να αποτελέσει ένα καλό εργαλείο προκειμένου να καμφθεί η αντίσταση στη θεραπεία από πλευράς του θεραπευόμενου. Ο θεραπευόμενος έχοντας δημιουργήσει μια σχέση εμπιστοσύνης με τον θεραπευτή του, μπορεί πλέον να ακολουθήσει τις κατευθύνσεις που του δίνονται χωρίς να διστάζει. Από την πλευρά του ο θεραπευτής, με τη δημιουργία μιας καλής σχέσης, μπορεί να μυήσει το θεραπευόμενο σε πιο λειτουργικούς τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων του (Ευσταθίου κ.ά., 2014). Η σχέση αυτή μπορεί να αποτελέσει μία επανορθωτική εμπειρία για το θεραπευόμενο, σε επίπεδο σχέσεων και ευρύτερα επικοινωνίας, αποδοχής και ασφάλειας.

Η θεραπευτική σχέση είναι τελικά ό,τι η αναισθησία στην εγχείρηση: προκειμένου να πετύχει η ψυχοθεραπεία, είναι απαραίτητη η σωστή θεραπευτική σχέση. Οι γνώσεις του θεραπευτή γύρω από την πάθηση δεν αρκούν, γιατί απαιτείται ένα πλαίσιο, μέσα από το οποίο ο θεραπευόμενος θα δεχτεί να προσλάβει το υλικό αυτό. Η θεραπευτική συμμαχία δεν είναι λοιπόν απλά ένας τρόπος να συλλέξουμε πληροφορίες ή να θέσουμε μια διάγνωση αλλά γίνεται η ίδια ένα θεραπευτικό εργαλείο, ένα φάρμακο και μπορεί να επηρεάσει σημαντικά το αποτέλεσμα της θεραπείας. Διάφορες έρευνες υποστηρίζουν ότι η ποιότητά της ενδέχεται να επηρεάσει την έκβαση περισσότερο από ότι οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται (Lambert, Christensen, & De Julio, 1983).

Όπως συνοψίζει ο Ίρβιν Γιάλομ στο βιβλίο του The gift of therapy “Η φιλία ανάμεσα στο θεραπευτή και στο θεραπευόμενο κατά την εξέλιξη της διαδικασίας της θεραπείας, μπορεί να είνα αναπόφευκτη αλλά δεν είναι και αποτελεσματική. Η ψυχοθεραπεία δεν πρέπει να είναι ένα υποκατάστατο της ζωής αλλά μία πρόβα για τη ζωή. Με άλλα λόγια, παρόλο που η ψυχοθεραπεία απαιτεί μία στενή σχέση, η σχέση αυτή δεν είναι το τέρμα αλλά το μέσον για να φτάσει κανείς στο τέρμα.” (Yalom, 2002).


Βιβλιογραφικές Αναφορές:

Ευσταθίου Γ., Ευθυμίου Κ. & Χαρίλα Ντ. (2014). Γνωσιακή συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία
διαταραχών προσωπικότητας. Θεωρία και ανάλυση κλινικών περιστατικών. Αθήνα: Eκδόσεις ΙΕΘΣ.

Σταλίκας, Α. & Μερτίκα, Α. (2004). Η θεραπευτική συμμαχία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Καραμανωλάκης, Χ., Μιχόπουλος, Γ., & Χαραλαμπάκη, Κ. (2015). Η θεραπευτική σχέση:
Θεραπευτικές προσεγγίσεις από την ψυχαναλυτική, τη γνωσιακή και τη συστημική οπτική. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.

Freud, S. (1912). The Dynamics of Transference. Standard Edition, Vol 12, 99-108.

Yalom, I.D. (2002). The gift of therapy: an open letter to a new generation of therapists and their patients. New York: HarperCollins.

Lambert M.J., Christensen E.R., & De Julio S.S. (1983). The Assessment of psychotherapy
outcome. Michigan: Wiley.