Άρθρο: Φανή Αθανασοπούλου
Σύμβουλος ψυχικής υγείας, ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Κατερίνα Δήμκου
Φιλόλογος


Η συγχώρεση δεν αποτελεί μόνο στοιχείο των περισσότερων θρησκειών, αλλά έχει απασχολήσει και την ψυχολογία.

Θρησκευτικές απόψεις

Για τον Χριστιανισμό, ο άνθρωπος χρειάστηκε τη συγχώρεση του Θεού μέσα από τη θυσία του Θεανθρώπου. Ο Θεός είναι σχεδόν ταυτισμένος με τη συγχώρεση και ο πιστός προσεύχεται: «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν».

Για τον βουδισμό, η έννοια είναι περισσότερο ψυχολογική, εστιάζοντας στην απελευθέρωση από την οργή και τη μνησικακία. Η συμπόνια του Βούδα πήρε τη μορφή της συγχώρεσης, όχι ως αξία ή απαξίωση, αλλά ως εναγκαλισμός όλων των όντων με καλοσύνη. (Bishop, 1968).

Στην κινέζικη παράδοση, ενώ η σκέψη των ταοϊστών και του  Λάο Τσε έχει ομοιότητες με τον Χριστιανισμό, ο Κομφούκιος αναρωτιέται : «Αν αντιμετωπίσεις τη βλάβη με ευγένεια, με τι θα αντιμετωπίσεις την ευγένεια»; Η αμοιβαιότητα προτείνει τη συγχώρεση εφόσον και οι άλλοι σε συγχωρούν. (Bishop, 1968).

Στον Iουδαϊσμό, το βασικό είδος συγχώρεσης μεταξύ των ανθρώπων (mehila) έχει ως προϋπόθεση την ειλικρινή μετάνοια. To δεύτερο είδος (sehila) αναφέρεται στην εν – συναίσθηση, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα συμφιλίωση. Το τρίτο είδος (kappara) αφορά την εξάλειψη των αμαρτιών από το Θεό. (Blumenthal, 2005).

Η οπτική της ψυχολογίας

Η ψυχανάλυση βλέπει τη συγχώρεση ως ευχή παρά ως υποχρέωση. Το σημαντικό στοιχείο εδώ είναι η απώλεια του δεσμού ως αποδυνάμωση του εαυτού. Η συγχώρεση προέρχεται από μια υγιή ναρκισσιστική ανάγκη του εγώ για επιβεβαίωση του αξιαγάπητου και διασφάλιση της ιδιαίτερης θέσης του στον κόσμο. (Siassi, 2007).

Για τον Carl Jung, η έννοια είναι συνυφασμένη με την εξομολόγηση. Το κρίσιμο στοιχείο είναι η παρουσία του άλλου που ακούει, αποδέχεται και συγχωρεί. Η ψυχοθεραπεία για τον Jung είναι διαδικασία εξομολόγησης. (Todd, 1985).

Στην προσωποκεντρική προσέγγιση του Carl Rogers, παρότι δεν γίνεται αναφορά στη συγχώρεση, βρίσκουμε συστατικά χαρακτηριστικά της: την άνευ όρων αποδοχή, την εν-συναίσθηση και την αυθεντικότητα. Οι ζημιογόνες συμπεριφορές θεωρούνται αποτέλεσμα της απόρριψης από τους άλλους. Η απάντηση είναι ο αφοπλισμός τους μέσα από μια βαθιά θεραπευτική σχέση που καταργεί την αναγκαιότητά τους. (Mearns & Thorne, 2000).

Στη θετική ψυχολογία, η συγχώρεση έχει την έννοια της αρετής, λειτουργώντας ως προ-κοινωνική διαδικασία. Δεν σημαίνει δικαιολόγηση αλλά εγκατάλειψη των αρνητικών συναισθημάτων. Χρησιμοποιούνται διάφοροι τρόποι για την ενθάρρυνσή της, όπως η εστίαση στα οφέλη που αποκόμισε κανείς από μία βλάβη: δύναμη, νέο νόημα για τη ζωή, φροντίδα του εαυτού του κλπ. (McCullough, Root & Cohen, 2006).

Η συγχώρεση ως προσωπική διαδικασία

Παρά το ότι υπάρχουν διαφορές στον τρόπο προσέγγισης της συγχώρεσης, η αντίληψη που έχει επικρατήσει ευρύτερα εμφανίζεται απλοποιημένη ως αξιακό ρητό. Φράσεις όπως: «πρέπει να συγχωρούμε»  ή «πρέπει να μονιάσετε», ακούγονται συχνά σε καθημερινούς διαλόγους.

Ωστόσο, μια απλοποιημένη προσέγγιση φαίνεται να προσπερνά τη βλάβη, σαν να είναι ασήμαντη. Η επίδρασή της στην ταυτότητα του παθόντος δεν αναγνωρίζεται. Ο παθών μειώνεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός της βλάβης που έχει υποστεί. (Charles, 2011).

Αυτός που δεν συγχωρεί φέρεται με συνοπτικές διαδικασίες ως μη αποδεκτός από την κοινότητα. H πίεση που ασκείται για συγχώρεση συχνά σημαίνει ή καταλήγει σε: «προσποιήσου ότι δεν συνέβη». (Forward & Buck, 1989).

Η επιταγή προς συγχώρεση συσσωρεύεται ως άλλος ένας όρος αξίας, τραυματίζοντας την αυθεντικότητα του προσώπου αλλά και της κοινότητας, η οποία έτσι εκτρέφει στα σπλάχνα της σιωπηλή οργή. Αυτή μπορεί να ξεσπάσει ως «φωνή» βίας προς διάφορες κατευθύνσεις. Κάποιες φορές, η συγχώρεση εκλαμβάνεται από τον παραβάτη ως επιβεβλημένη αξία στον παθόντα. Έτσι, ωθείται η αποφυγή ανάληψης της ευθύνης του.

Μια ανώριμη διαδικασία συγχώρεσης μπορεί να οδηγήσει το πρόσωπο στο να υποτιμήσει τα συναισθήματά του, να βρεθεί σε σύγχυση σε σχέση με την πραγματικότητα. (Neuharth, 1998).

Οι διαφορετικές προσεγγίσεις της δείχνουν ότι πρόκειται για μια περιπλοκότερη έννοια, ίσως εξίσου περίπλοκη όσο η έννοια του προσώπου. Αυτό μας κάνει να αναρωτηθούμε πώς ο καθένας την ορίζει και αντίστοιχα να επιτρέψουμε στον κάθε άλλον να την ορίζει με τον προσωπικό του τρόπο.

Είτε έχει να κάνει με την απελευθέρωσή μας είτε με το πρόσωπο που μας ζημίωσε, η συγχώρεση ή η μη συγχώρεση είναι προσωπική μας υπόθεση. Είναι ουσιαστικά μια ατομική διαδικασία αναζήτησης του προσωπικού τρόπου επανάκτησης της συνοχής μας και της συνέχειας. Μπορούμε να την ονομάσουμε συγχώρεση, ή διαχείριση, ή επούλωση ή να της δώσουμε όποιο όνομα μας εκφράζει περισσότερο.

Η Forward (1989) διαπίστωσε πως στην περίπτωση παιδιών που υπέστησαν κακοποιητικές συμπεριφορές από τους γονείς τους, η γαλήνη τους προέρχονταν από την απελευθέρωσή τους από τον έλεγχο των γονέων τους, χωρίς απαραίτητα να τους έχουν συγχωρήσει.

Η διαδικασία δεν παύει να εμπεριέχει ως μέρος της την αντιμετώπιση μιας ή -τις πιο πολλές φορές- περισσότερων μορφών απώλειας που βάλουν την ακεραιότητά μας. Η συγχώρεση δεν έρχεται στην αρχή της διαδικασίας αλλά στο κλείσιμό της. Ο παθών χρειάζεται να εκφράσει τον θυμό του γι’ αυτό που του συνέβη, τη θλίψη του για ό, τι νιώθει ότι στερήθηκε κλπ. (Forward & Βuck, 1989).

Διευρύνοντας την έννοια, μπορούμε να την εκλάβουμε ως επιλογή είτε να συγχωρήσουμε τα δύσκολα κομμάτια της ζωής, είτε να εξακολουθήσουμε να υποφέρουμε διότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως θα θέλαμε (Luskin, 2008). Ωστόσο, η διεύρυνση αυτή δεν έρχεται αυτόματα. Η εξοικείωση με το οδυνηρό μέσα μας είναι εκείνη που μπορεί να μας καταστήσει ικανούς να απαντήσουμε στα οδυνηρά κομμάτια της ζωής.

Το σοκ της απώλειας μετά από μία προσβολή ή μετά από δύσκολες εμπειρίες και το πώς ο καθένας ανά περίσταση νοηματοδοτεί τη δική του «συγχώρεση», είναι προσωπικές διαδικασίες, στις οποίες μπορούμε να σταθούμε πλάι του εποικοδομητικά, με σεβασμό, ειλικρινή αποδοχή και εν-συναισθητική κατανόηση (Rogers, 1980).


Βιβλιογραφικές αναφορές

Bishop, D. (1968). Forgiveness in religious thought. Studies in Comperative Religion, Vol 2 (No 1). Ανακτήθηκε 17 Νοεμβρίου, 2019 από

http://www.studiesincomparativereligion.com/uploads/ArticlePDFs/38.pdf

Blumenthal, D. (2005). Repentance and forgiveness. Journal of Religion and Abuse, Vol 7 (No 2), pp. 69-76. doi:  10.1300/J154v07n02_05

Charles, H.J. (2011). Forgiveness considered. Bloomington: Xlibiris Corporation.

Forward, S., & Buck, C. (1989). Toxic parents: Overcoming their hurtful legacy and reclaiming your life. New York: Bantam Books.

Luskin, F. (2008) The art of forgiveness. In E.H Rosenbaum & I. Rosenbaum (Eds.), Everyone’s guide to cancer supportive care: A comprehensive handbook for patients and their families (pp. 207-210). Kansas: Andrews McMeel Publishing. Ανακτήθηκε 2 Δεκεμβρίου, 2019 από

https://med.stanford.edu/content/dam/sm/survivingcancer/documents/The%20Art%20of%20Forgiveness.pdf

McCullough, M., Root, L., & Cohen, A. (2006). Writing about the benefits of an interpersonal transgression facilitates forgiveness. Journal of Consulting and Clinical Psychology, Vol 74 (No 5), pp. 887-897. doi: 10.1037/0022-006X.74.5.887

Ανακτήθηκε 16 Νοεμβρίου, 2019 από

http://local.psy.miami.edu/ehblab/Forgiveness%20and%20Revenge%20Papers/1_forgiveness_benefit_jccp.pdf

Mearns, D. & Thorne, B. (2000). Person-centred therapy today: New frontiers in theory and practice. London: Sage Publications.

Neuharth, D. (1998). If you had controlling parents: How to make peace with your past and take your place in the world. New York: Harper Collins Publishers.

Rogers, C.R. (1980). A way of being. Boston: Houghton Mifflin.

Siassi, S. (2007). Forgiveness, acceptance and the matter of expectation. The international Journal of Psychoanalysis, Vol 88 (No 6), pp. 1423-1440. doi: 10.1516/4W17-3154-1T35-T460

Todd, E. (1985). The value of confession and forgiveness according to Jung. Journal of Religion and Health, Vol 24 (No 1), pp. 39-48.