Άρθρο: Τίνα Δημοπούλου – Μιχαλοπούλου
Ψυχολόγος

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Ο Ernest Jones ανέφερε πως ο Freud, του οποίου ήταν βιογράφος, κατέτασσε τις τέχνες ως εξής: πρώτα την ποίηση, μετά τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική, έπειτα τη ζωγραφική και τελευταία τη μουσική. Η μελέτη της λογοτεχνίας επέτρεψε στον Freud τη διατύπωση των αρχών της θεωρίας του. Παραδείγματος χάρη, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα βασίστηκε στην τραγωδία του Σοφοκλή Οιδίπους Τύραννος (Freud, 1923· Robinson, 1993· Χαρτοκόλλης, 1999).

Σύμφωνα με τον Σ. Μπακιρτζόγλου (2013), η ποίηση φροϋδικά αποτελεί μια προέκταση του παιδικού παιχνιδιού. Το παιχνίδι είναι μια ονειροπόληση που στην εφηβεία εξελίσσεται σε φαντασίωση και εκφράζει ανικανοποίητες επιθυμίες. Κατά τον Freud (1924), το παιδί που παίζει συμπεριφέρεται ως ποιητής. Δημιουργεί, δηλαδή, τον δικό του κόσμο, όπως του αρέσει και προσδίδει σ’ αυτόν μεγάλη σημασία και σοβαρότητα. Το παιχνίδι αποτελεί μια εναντίωση στην πραγματικότητα, αν και συχνά το παιδί συνδέει τους φανταστικούς του χαρακτήρες με αντικείμενα του πραγματικού κόσμου.

Αντίστοιχα, ο ποιητής αντιμετωπίζει την ποιητική του δημιουργία με σοβαρότητα και επενδύει στον ποιητικό του κόσμο μεγάλες ποσότητες συναισθημάτων. Η διαφοροποίηση από την πραγματικότητα καθιστά δυνατή τη μετατροπή επώδυνων και ντροπιαστικών συναισθημάτων και βιωμάτων σε κάτι το απολαυστικό (Freud, 1924).

Όπως επισημαίνει ο Σ. Μπακιρτζόγλου (2013), η ενηλικίωση επιβάλλει στο άτομο σοβαρότητα. Όμως το άτομο ενδέχεται κάποια στιγμή στη ζωή του να ξαναζητήσει την ηδονή που είχε βιώσει όταν καταπιανόταν με το παιδικό παιχνίδι, καθώς είναι δύσκολο να παραιτηθεί κανείς από μια ηδονή όταν την έχει βιώσει. Γι’ αυτό το λόγο, το άτομο προσπαθεί να αναπληρώσει αυτή την ηδονή και αντί να παίζει πλέον φαντασιώνεται. «Σε κάποιες στιγμές της ζωής τους οι περισσότεροι άνθρωποι επιδίδονται σε φαντασιώσεις» ( Freud, 1924).

Το παιδί πάντα παίζει τον ρόλο του μεγάλου και μιμείται τους μεγαλύτερους. Δεν έχει λόγο να κρύψει αυτήν την επιθυμία. Ο ενήλικας όμως ντρέπεται για τις φαντασιώσεις του, καθώς η πραγματικότητα απαιτεί από αυτόν να μην παίζει και να μη φαντασιώνεται πια, αφού αυτή η συμπεριφορά θεωρείται παιδιάστικη (Emde, 1995). Ο ονειροπόλος, λοιπόν, δε φανερώνει τις φαντασιώσεις του σε άλλα άτομα, γιατί νιώθει ντροπή γι’ αυτές. Όμως, ακόμα και αν τις αποκάλυπτε σε άλλα άτομα, δε θα αισθάνονταν κάποια ηδονή. Αντιθέτως, η αποκάλυψη των φαντασιώσεων πιθανόν να τους προκαλούσε απέχθεια και αηδία.

Όταν όμως μεταφέρουν αυτές τις φαντασιώσεις στην ποίηση, τα άτομα τείνουν να ταυτίζονται και να νιώθουν μεγάλη ηδονή. Ο ποιητής καταφέρνει να απαλύνει τον χαρακτήρα της εγωιστικής του φαντασίωσης και να τη μετατρέψει σε ένα όμορφο αισθητικό αποτέλεσμα (La Monica, 2014).

Έτσι, μας μεταθέτει σε μια κατάσταση που μας επιτρέπει να απολαμβάνουμε πλέον τις δικές μας φαντασιώσεις χωρίς ενοχή και χωρίς ντροπή. Ο καλλιτέχνης είναι κάποιος που ωθείται από εξαιρετικά ισχυρές ορμικές ανάγκες. Προφανώς, η ιδιοσυγκρασία του περιέχει μεγάλη ικανότητα μετουσίωσης και αρκετά μεγάλη χαλαρότητα των απωθήσεων που κρίνουν τη σύγκρουση (Freud, 1908).

Σύμφωνα με τον Freud, ο ευτυχισμένος δε φαντασιώνεται ποτέ. Μόνο ο ανικανοποίητος φαντασιώνεται. Οι κινητήριες δυνάμεις των φαντασιώσεων είναι οι ανικανοποίητες επιθυμίες και κάθε επιμέρους φαντασίωση είναι η εκπλήρωση μιας επιθυμίας, μια επανόρθωση της δυσάρεστης πραγματικότητας (Freud, 1924).

Μέσω της συγγραφής ποιημάτων, μπορεί λοιπόν κάποιος να φανερώσει απεχθή γι’ αυτόν συναισθήματα μεταμφιέζοντάς τα με λέξεις. Έτσι, μειώνονται οι μηχανισμοί αντιστάσεών του και βιώνει μεγάλη ηδονή. Απολαμβάνει, δηλαδή, σύμφωνα με όσα έχουν ειπωθεί από τον Freud (1908), τις φαντασιώσεις του χωρίς ντροπή και ενοχές.


Βιβλιογραφία

Emde, R.N. (1995). Fantasy and beyond: A current developmental perspective on Freud’s “Creative writers and day-dreaming.” In On Freud’s “Creative Writers and Day-dreaming,” ed. Person, E.S., Fonagy, P., Figueira, S.A.. New HavenYale University Press, pp. 133163.

Freud, S. (1908e [1907]). Der Dichter und das Phantasieren. Neue Revue, 1, p.p. 716-724.

Freud, S. (1923). The Ego and the Id. In The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, Volume XIX (1923-1925): The Ego and the Id and Other Works, p.p. 1-66.

Freud, S. (1924), Psychoanalytische Studien an Werken der Dichtung und Kunst. Wien-Leipzig-Zürich: Internationaler psychoanalytischer Verlag.

LaMonica, M. (2014). Psychic Balance and Aesthetic Balance. PsicoArt, Vol. 4, p.p. 8-10.

Robinson, P. (1993). Freud and his Critics. Berkeley, Los Angeles: University of California
Press.

Μπακιρτζόγλου, Σ. (2013). Ψυχανάλυση και Λογοτεχνία, Eπέκεινα, Retrieved from http://www.epekeina.gr/a_files/2013/PsychLogo.pdf.

Χαρτοκόλλης, Π. (1999). Λογοτεχνία και Ψυχανάλυση. Αθήνα: Θεμέλιο.