Άρθρο: Σοφία Βελωτά,
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

Επιμέλεια: Μαρία Σουρτζή,
Φιλόλογος


Αφορμή για αυτό το άρθρο ήταν η συνάντησή μου με έναν συμβουλευόμενο ο οποίος μού εξέφρασε την αγωνία του για την ανατρεπτική κατάσταση που εξελίσσεται στην χώρα εξαιτίας του κορωνοϊού, αλλά και πώς την βιώνει ο ίδιος -πρακτικά και ψυχικά- στην καθημερινότητά του, καθώς και τους προβληματισμούς του για το μέλλον.

Ο συμβουλευόμενός μου είναι τριάντα πέντε ετών, άντρας, λευκός, άγαμος, ζει μόνος του και είναι ελεύθερος επαγγελματίας. Αυτή την εποχή δεν εργάζεται διότι ανήκει σε ευπαθή ομάδα όπου οφείλει να διασφαλίσει πρωτίστως την υγεία του, παρότι η επιχείρησή του εξαιρείται από τα περιοριστικά μέτρα που εξέδωσε η κυβέρνηση λόγω της πανδημίας.  Σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας, πριν ξεκινήσω αυτό το άρθρο ζήτησα την συγκατάθεσή του, την οποία και έλαβα. Έτσι διατήρησα την ανωνυμία του τροποποιώντας κάποιες πληροφορίες ώστε να αποφευχθεί η ταυτοποίησή του.

Η συνάντησή μας αυτή μάς έδωσε την ευκαιρία να «συναντηθούμε» σε μία ταυτόχρονη κοινή εμπειρία. Το κύριο συναίσθημά του που επικράτησε στην συνεδρία μας ήταν  ένα γενικευμένο αίσθημα θυμού. Βασικός λόγος ήταν η πληθώρα μηνυμάτων που τον περικύκλωναν στα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που χρησιμοποιεί  καθημερινά (Facebook, Instagram κ. ά.). Χαρακτηριστικά ανέφερε: «Με εξοργίζει, γιατί όλοι έχουν γίνει ειδήμονες πάνω στο είδος, κανένας δε δέχεται διαφορετική άποψη από την δική του και ο κάθε «χαμένος» έχει βρει έναν τρόπο να παίρνει like. Και ξέρεις κάτι;… Το καταφέρνει! Πραγματικά με θυμώνει πάρα πολύ όλο αυτό. Αλλά αυτό που με εξοργίζει περισσότερο είναι ότι πρέπει να απολογούμαι αν δεν συμφωνώ με κάποιον και να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, για αυτό τουλάχιστον που θεωρώ εγώ λογικό και αυτονόητο».

Όλα αυτά, με τα αντικρουόμενα μηνύματα για το θέμα του κορωνοϊού, ήταν μια πραγματικότητα που γνώριζα ήδη. Οι περισσότεροι ερχόμαστε αντιμέτωποι να αποφασίσουμε ποια είναι η δική μας θέση ανάμεσα σε θεωρίες συνομωσίας, επιστημονικές θεωρίες, θρησκευτικές θεωρίες κ.ο.κ. Λογικές ή παράλογες. Για ποιους όμως φαντάζουν λογικές και για ποιους παράλογες; Και όταν ο κόσμος έχει μοιραστεί στα τρία ή στα τέσσερα, ποιος είναι ο λογικός και ποιος ο παράλογος; Κι είναι δυνατόν τα 2/3 ή τα 3/4 της χώρας να είναι παράλογα για κάποιους; Ποιος ξέρει; Ίσως. Όμως τότε δεν θα ήταν οι παράλογοι λογικοί και το αντίθετο;

Κατά τον πατέρα της προσωποκεντρικής ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης Rogers (1951), η «πραγματικότητα» συνίσταται από την σύγκλιση απόψεων ενός μεγάλου συνόλου όπου είναι ένας αξιόπιστος οδηγός βάση του οποίου μπορούμε να ελέγχουμε τις αντιλήψεις μας. Ο ίδιος αναφέρει πως ο ψυχίατρος Trigant Burrow  επισημαίνει πως το άτομο μπορεί να καταλάβει αν είναι συνακόλουθος της ίδιας πραγματικότητας με τον υπόλοιπο κόσμο, αν η λογική /αντίδρασή του συνάδει με την πραγματικότητα των άλλων. Όμως, κάποιες φορές όπως στη συγκεκριμένη εμπειρία, δεν συμβαίνει αυτό. Ο κόσμος μοιράζεται σε αντιλήψεις και θεωρίες οι οποίες  θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι εν δυνάμει αληθείς.

Φαίνεται ανώφελο να σταθούμε στο ποια είναι η μία και μοναδική πραγματικότητα και αλήθεια που αφορά στον κορωνοϊό -εφόσον δεν έχουμε τη δυνατότητα και τα εργαλεία να την βρούμε, αλλά χρήσιμο θα ήταν να εστιάσουμε πάνω στο αντιληπτικό πεδίο του κάθε ατόμου ξεχωριστά, το οποίο πηγάζει από το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς του. Με άλλα λόγια, να τιμήσουμε και να δώσουμε νόημα στον τρόπο που βλέπει και αξιολογεί τον κόσμο αλλά και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του μέσα σε αυτόν, διαμορφώνοντας έτσι την δική του μοναδική πραγματικότητα. O Rogers (1973, σελ. 203) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «δεν μπορούμε να εντοπίσουμε μία πραγματικότητα που θα αποτελεί τη βάση για (όλους) τους ανθρώπους, τις σχέσεις ή το σύμπαν. Μπορούμε, όμως, να περιγράψουμε τις σχέσεις μεταξύ παρατηρούμενων φαινομένων» (Μπρούζος, 2004).

Σύμφωνα με το φαινομενολογικό φιλοσοφικό κίνημα που αναπτύχθηκε αρχές του 20ου αιώνα, φαινόμενα ονομάζονται οι εμπειρίες οι οποίες γίνονται αντιληπτές στην συνείδηση.  Ωστόσο, ο Rogers (1951) προχωράει και πέρα από αυτό, υποστηρίζοντας ότι παρότι οι περισσότερες εμπειρίες υπάρχουν στο αντιληπτικό πεδίο, κάποιες θα συμβολοποιηθούν (δηλαδή θα νοηματοδοθούν  και θα αποκτήσουν αξία για το άτομο βρίσκοντας έτσι χώρο στην επίγνωσή του), κάποιες θα διαστρεβλωθούν και κάποιες επιλεκτικά θα εμποδιστούν να έρθουν στην επίγνωση από το ίδιο το άτομο. Σε κάθε περίπτωση οι εμπειρίες αυτές μπορούν να έρθουν στη συνείδηση και στην πλήρη τους μορφή, αποκλειστικά από το ίδιο το άτομο, το οποίο είναι η μοναδική αυθεντία της εμπειρίας του. Ακόμα και σε κοινή εμπειρία με άλλο ή άλλα άτομα, η  εμπειρία του καθενός ξεχωριστά είναι μοναδική και μη συγκρίσιμη, καθώς  «το κάθε άτομο υπάρχει σε έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο εμπειρίας, του οποίου είναι το κέντρο» (σελ. 483). Μέσα από τα φαινόμενά του, είτε αυτά γίνονται αντιληπτά στην συνείδησή του είτε όχι, το άτομο θα ορίσει το δικό του φαινομενολογικό πεδίο μέσω του οποίου θα διαμορφωθούν οι εμπειρίες του και κατ’ επέκταση η συμπεριφορά του (Rogers, 1951).

Εφόσον λοιπόν το άτομο είναι η μοναδική αυθεντία της εμπειρίας του, μέσα από την οποία πηγάζουν οι επιλογές του, αναρωτιέμαι: πόσο ωφέλιμο είναι να προσπαθήσει κάποιος να του αλλάξει την μοναδική του πραγματικότητα «φορώντας» του με βία, μία άλλη πραγματικότητα;  Το μόνο που μπορεί να συμβεί σε αυτή την περίπτωση είναι να φέρει τα άτομα σε επικοινωνιακό αδιέξοδο, με αποτέλεσμα αυτά να οδηγηθούν σε θυμό, όπως στην περίπτωση του συμβουλευόμενού μου.  Η επίγνωση πως το αντιληπτικό μας πεδίο δύναται να αναδιαμορφωθεί αναλόγως των νέων προσλαμβανουσών εμπειριών, με επακόλουθο την μεταβολή των αντιδράσεων του ατόμου στην νέα του πραγματικότητα, είναι η απάντηση σε αυτό το σημείο (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002). Σκεπτόμενη το θέμα, θα έθετα και την παράμετρο ότι ίσως ο φόβος και η επιτακτική ανάγκη των περισσοτέρων να δώσουν μια απάντηση, σύμφωνη με το δικό τους αντιληπτικό πεδίο, σε μια αφόρητα δυσάρεστη και αδόκητη μεταβολή της καθημερινότητάς τους, πιθανόν να έχει οδηγήσει κομμάτι του κοινωνικού ιστού σε έκπτωση αξιών (σεβασμού, κατανόησης, αποδοχής, κ. ά.).

Εν περιλήψει, το να ακούω την γνώμη του άλλου δεν σημαίνει και ότι την αποδέχομαι, σέβομαι όμως το γεγονός ότι είναι ένας άλλος άνθρωπος και έχει το δικαίωμα να νοηματοδοτήσει την πραγματικότητά του και τον κόσμο με τον δικό του τρόπο, καθώς και να κάνει τις επιλογές του σύμφωνα με αυτό που θεωρεί ο ίδιος σωστό, όσο δεν παρεμβαίνει στην αντίληψη και τον τρόπο του άλλου. Ως άνθρωπος, έχω κι εγώ δικαίωμα να νιώθω όπως νιώθω και να σκέφτομαι όπως σκέφτομαι. Έχω το δικαίωμα να επιλέγω σύμφωνα με αυτό που θεωρώ εγώ λογικό και αυτονόητο, αναλαμβάνοντας αποκλειστικά και εξ ολοκλήρου την ευθύνη για τον εαυτό μου, την ευθύνη της ύπαρξης μου. Όλες αυτές οι πραγματικότητες μαζί συντελούν μία κοινή αλήθεια, μια κοινωνική σοφία.

 

 


Βιβλιογραφικές αναφορές

Ιωσηφίδη Π. & Ιωσηφίδης Ι. (2002). Η προσωποκεντρική προσέγγιση του C. Rogers στο Ποταμιάνος, Γ. & συνεργάτες, Θεωρίες Προσωπικότητας και Κλινική Πρακτική, 5η έκδοση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Μπρούζος, Α. (2004). Προσωποκεντρική Συμβουλευτική. Αθήνα:  ΤΥΠΩΘΗΤΩ/ ΔΑΡΔΑΝΟΣ.

Rogers, C. (1951). Client-centered therapy, London: Constable

Rogers, C. (1961). On becoming a person.  Boston: Houghton Mifflin.