Άρθρο: Σοφία Βελωτά,
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

Επιμέλεια: Μαρία Σουρτζή,
Φιλόλογος


Γιατί επικοινωνώ με τον συγκεκριμένο τρόπο;

Γιατί κάποιοι με κατανοούν και κάποιοι άλλοι όχι;

Γιατί αρκετές φορές κι εγώ καταλαβαίνω κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά θέλει να πει ο συνομιλητής μου;

Κάποια πράγματα, δεν είναι αυτονόητα; Η απάντηση είναι «όχι».

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: 

Νομίζω πως τελευταία φέρεσαι διαφορετικά απ΄ ό,τι παλαιότερα.

Αντιδράσεις:

Γιατί το λες αυτό; Δεν σου φέρομαι καλά; (ενοχή)

Για ποιο πράγμα με κατηγορείς ακριβώς; (άμυνα)

Δεν είμαι αρκετά καλός/ή για εσένα; Έχεις δει πώς φέρεσαι εσύ τελευταία; (επίθεση)

Ναι… ξέρεις τελευταία μου έχουν συμβεί διάφορα… (απολογία)

Τι ακριβώς εννοείς; (διερεύνηση)

Ευχαριστώ πολύ! Χαίρομαι που το βλέπεις! (αυτογνωσία)

Τι θα έλεγες εσύ στη θέση του ατόμου που ρωτήθηκε;

Με αυτό το πολύ μικρό παράδειγμα θέλησα να γίνει κατανοητό πως ο τρόπος που επιλέγουμε να επικοινωνούμε, καθορίζεται από τον τρόπο που σκεφτόμαστε, νιώθουμε και αποκωδικοποιούμε την εισερχόμενη πληροφορία. Συνεπώς, αυτά που μας βοηθούν στην επικοινωνία μας με τους άλλους, αλλά και στον τρόπο που επικοινωνούμε τις δικές μας σκέψεις και ανάγκες, θα μπορούσαν να γίνουν και τα εμπόδια στην επικοινωνία μας, μιας και ο τρόπος που αποκωδικοποιούμε καθορίζεται από:

 – τις εμπειρίες

–  τις πεποιθήσεις (για τους άλλους και τον εαυτό)

– τα στερεότυπα

– τις προκαταλήψεις

– τις ιδεοληψίες

– τις εξωτερικές συνθήκες (θόρυβος)

– το ενδιαφέρον για την πληροφορία

– τις γνωστικές διαστρεβλώσεις (γενικεύσεις, επιλεκτική πληροφόρηση, συμπεράσματα)

– την ψυχική κατάσταση (φόβος, ντροπή, αγάπη, κ.ο.κ.)

– την σωματική κατάσταση (προβληματική ακοή ή ομιλία, κόπωση, κ.ο.κ.)

– ………………………….(ανοιχτό να συμπληρωθεί)

Ας δούμε  τι λένε κάποιες θεωρίες για την επικοινωνία:

Οι Katz και Kahn (1978), θεωρούν πως επικοινωνία είναι η ανταλλαγή πληροφοριών και η μετάδοση κάποιου νοήματος η οποία αποτελείται από τουλάχιστον δύο άτομα, τον πομπό και τον δέκτη.

Ο Davis (1990), θεωρεί πως επικοινωνία είναι η διαδικασία της μετάβασης της πληροφορίας από τον πομπό ώστε να κατανοηθεί από τον δέκτη.

Ο Ζαβλάνος (2002) θεωρεί πως επικοινωνία είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ ατόμων, όπου το μήνυμα του πομπού μπορεί να γίνει αποδεκτό ή όχι από τον δέκτη.

Ο Μπαμπινιώτης (2012) θεωρεί πως επικοινωνία είναι η επιτυχής μετάδοση του μηνύματος, αλλά για να συμβεί αυτό θα πρέπει ο τρόπος που αποκωδικοποιεί και ο πομπός και ο δέκτης να συμπίπτουν. Να υπάρχει ουσιαστική ψυχική επαφή μεταξύ τους!

Ο Ζαβλανός (2002) τονίζει πως όταν μιλάμε για επικοινωνία, οφείλουμε να συμπεριλάβουμε σε αυτή, τόσο τα γλωσσικά, όσο και τα παραγλωσσικά στοιχεία και τα σύμβολα.

Ως παραγλωσσικά στοιχεία εννοούμε τα μη λεκτικά μηνύματα, δηλαδή τον ρυθμό, την ένταση, τον τόνο, την χροιά, την μουσικότητα και την έμφαση της φωνής και την σιωπή. Τα σύμβολα, που είναι μέρος της διαδικασίας της επικοινωνίας, είναι  είτε θρησκευτικά σύμβολα είτε πολιτισμικά σύμβολα (οι σημαίες, στολές, κ.ο.κ.). Εκτός όμως αυτών, υπάρχουν και τα εξωγλωσσικά στοιχεία, τα οποία είναι οι κινήσεις, οι χειρονομίες, η στάση του σώματος καθώς και οι εκφράσεις του προσώπου μας.

Οι Κοτζαϊβάζογλου & Πασχαλούδης (2003), θεωρούν πως η παραγλωσσική επικοινωνία ίσως και να είναι πιο σημαντικό κομμάτι στην επικοινωνία διότι εμπεριέχει στοιχεία αυθορμητισμού σε αντίθεση με την γλωσσική επικοινωνία, ενώ η Παπαδάκη -Μιχαηλίδη (2012), θεωρεί πως η αποκωδικοποίηση των μη λεκτικών μηνυμάτων είναι η  πιο αξιόπιστη οδός  για να κατανοήσουμε τα αληθινά συναισθήματα του συνομιλητή μας.

Πώς θα νιώθατε αν ο συνομιλητής σας σάς έλεγε «σε ακούω προσεκτικά», ενώ κοιτούσε διαρκώς το κινητό του ή και την πόρτα εξόδου; Αν έπαιζε με τα δάχτυλά του ή απουσίαζε η οπτική επαφή με εσάς, δηλαδή δεν σας κοιτούσε;

Όταν μιλάμε για πληροφορία η οποία μπορεί να γίνει αποδεκτή ή όχι, αυτή η πληροφορία θα μπορούσε να είναι ένα συναίσθημα, μια ιδέα, μια ενημέρωση, κάτι διαδικαστικό, η επίλυση μιας διαφοράς, κτλ. Ίσως όμως, καμιά φορά, επικοινωνούμε απλά για να είμαστε σε επαφή με τα άτομα του άμεσου ή έμμεσου περιβάλλοντός μας είτε γιατί μας κινούν το ενδιαφέρουν είτε γιατί νιώθουμε κάποια ιδιαίτερα συναισθήματα για αυτά. Δεν χρειάζεται να είναι σημαντική η πληροφορία που μοιράζεται… Μπορεί πολύ απλά να είναι ένας χαιρετισμός.

Πώς μπορώ λοιπόν να επικοινωνώ αποτελεσματικά;

Αρχικά για να μπορέσω να επικοινωνήσω αποτελεσματικά με κάποιον άλλο, θα πρέπει να γνωρίζω ποιος είμαι εγώ.  Ποιες είναι οι προσωπικές μου αξίες αλλά και οι προκαταλήψεις, οι πεποιθήσεις και  τα στερεότυπα μέσα από τα οποία φιλτράρω τις σκέψεις μου για τους άλλους και τα οποία μπορούν να επιδράσουν αρνητικά στην επικοινωνία μου φέρνοντας εμπόδια. Οπότε:

  • Θετική στάση και πρόθεση, χωρίς να παρασυρόμαστε σε σκέψεις οι οποίες προκύπτουν από τα δικά μας βιώματα.
  • Σεβασμός στα βιώματα και τις αξίες των άλλων, ως κομμάτι του εαυτού τους, με ανοιχτότητα στην εμπειρία, προσπαθώντας να τους κατανοήσουμε και όχι να τους κρίνουμε.
  • Ενσυναίσθηση και αποδοχή. Να ακούμε σε βάθος τους άλλους χωρίς να προβάλλουμε σε αυτούς πρότερες εμπειρίες ή κομμάτια του εαυτού μας και να τους αποδεχόμαστε γι’ αυτό ακριβώς που είναι.
  • Αποσαφήνιση του νοήματος. Να μην ντρεπόμαστε να ρωτήσουμε για το νόημα του περιεχομένου αν δεν είμαστε σίγουροι, «μεταφράζοντας» από το δικό μας εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς.
  • Προσεκτική ακρόαση του συνομιλητή και όχι των σκέψεων μας. Φαίνεται απλό αλλά δεν είναι! Πολλές φορές πριν ολοκληρώσει την πρότασή του ο συνομιλητής μας, έχουμε ήδη την απάντηση. Σας θυμίζει κάτι αυτό; Όταν συμβαίνει, ίσως έχουμε χάσει το πραγματικό νόημα αυτών που θέλει να μας επικοινωνήσει.
  • Μεταβιβάζω απλά και καθαρά το μήνυμά μου, χωρίς διφορούμενα ή κρυμμένα νοήματα ελπίζοντας να γίνουν αντιληπτά.
  • Ενεργητική ακρόαση. Είμαστε ολοκληρωτικά παρόντες στο σύνολο των μηνυμάτων, δηλαδή τόσο στα γλωσσικά όσο και στα παραγλωσσικά στοιχεία, αλλά και τα εξωγλωσσικά (στάση σώματος, χειρονομίες, κτλ.). Ομοίως, τα εν λόγω δικά μας στοιχεία, οφείλουν να δείχνουν ενδιαφέρον και ενθάρρυνση, καθώς με την στάση μας ενισχύουμε ή μειώνουμε κάθε μορφή αλληλεπίδρασης.
  • Δεν συγκρίνουμε τον συνομιλητή μας με κάποιο άλλο άτομο, βγάζοντας αυθαίρετα συμπεράσματα, απλά επειδή μοιάζει σε κάποιο άλλο άτομο.
  • Ανατροφοδότηση, προκειμένου αφενός να διασφαλίσουμε ότι καταλάβαμε σωστά, αφετέρου να δείξουμε στον άλλο ότι είμαστε ολοκληρωτικά παρόντες στην διαδικασία.
  • Όχι στην μονοπώληση ενδιαφέροντος. Προσπαθούμε να μη μιλάμε μόνο εμείς για εμάς αλλά δίνουμε τον ανάλογο χώρο και χρόνο στον συνομιλητή μας. Σε περίπτωση όμως που το κάνει ο συνομιλητής μας, μπορούμε με ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση να το αναφέρουμε. (Φαίνεται να έχεις μεγάλη ανάγκη να μιλήσεις σήμερα. Νιώθω ότι δεν με αφήνεις να μιλήσω, τι συμβαίνει;)  
  • Αυθεντικότητα, αυτοσεβασμό και αυτοεκτίμηση, επικοινωνώντας αυτό που πραγματικά είμαστε, χωρίς να μπαίνουμε σε κάποιο ρόλο που θεωρούμε ότι θα μας κάνει πιο ελκυστικούς ή αποδεκτούς. Μόνο έτσι οι σχέσεις μας έχουν αξία και είναι ουσιαστικές.
  • Μηνύματα σε α’ ενικό, όσο αυτό είναι δυνατό. Αντί να πούμε «καθυστερείς συνέχεια, είσαι τόσο ανεύθυνος/η!», μπορούμε να πούμε: «Όταν αργείς, νιώθω…» (αυτό που νιώθουμε), παίρνοντας την ευθύνη της ύπαρξής μας. «Τα μηνύματα σε β’ ενικό (εσύ), είναι ένας εύκολος, παρορμητικός τρόπος να εκδικηθούμε τους άλλους όταν εκείνοι μας πληγώνουν» (Adams, 2017, σελ. 71).

Ας θυμόμαστε: Η στάση μας καθορίζει ουσιαστικά την στάση του άλλου.

***

Τα ανωτέρω είναι ένας ενδεικτικός, κατά την άποψη μου, τρόπος ώστε να δημιουργούμε και να διατηρούμε στο χρόνο μια  υγιή επικοινωνία με τα πρόσωπα που μας ενδιαφέρουν, είτε σε προσωπικό είτε σε επαγγελματικό επίπεδο. Αν όμως παρόλα αυτά, νιώθουμε ότι δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε; Ότι δεν μπορούν να μας καταλάβουν; Ότι στην συζήτηση είμαστε στην πραγματικότητα μόνοι μας, γιατί δεν μας ακούν καν; Θεωρώ πως την απάντηση την έδωσε ο  Paulo Coelho λέγοντας: «Μην χάνετε τον καιρό σας. Οι άνθρωποι ακούνε αυτό που θέλουν να ακούσουν». Παρότι το ακούω σαν προκατάληψη και αντι-επικοινωνιακό, αν λάβουμε υπόψιν μας τους λόγους που επικοινωνούμε, με τον τρόπο που επικοινωνούμε, έχει κάποια βάση, την οποία καλούμαστε να αλλάξουμε, τουλάχιστον όσον αφορά στον εαυτό μας.  Τα «όχι» είναι μια δύσκολη υπόθεση -οι λόγοι πολλοί, αλλά όχι του παρόντος άρθρου-, αλλά είναι ο μόνος τρόπος να σεβαστούμε τον εαυτό μας. Η επικοινωνία χρειάζεται τουλάχιστον δύο άτομα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω. Αν νιώθουμε ότι δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε, όσο δύσκολο και να μας είναι, οφείλουμε στον εαυτό μας να αποχωρήσουμε… 

 


Βιβλιογραφικές αναφορές:

Adams, L. (2017), Τα μυστικά της αποτελεσματικής επικοινωνίας. Αθήνα: Μάρτης.

Argyle, M. (1990). Bodily Communication (2nd ed.) Madison, CT: International Universities Press.

Davis, K. (1990), Human Relations at work (4th ed.). New York: Mc Graw Hill.

Katz, D. & Kahn, R. L. (1978). The Social Psychology of Organizations. Hoboken, New Jersey: Wiley.

Ζαβλάνος, Μ. (2002). Οργανωτική συμπεριφορά. Αθήνα: ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ.

Κοτζαϊβάζογλου & Πασχαλούδης (2002). Οργανωσιακή επικοινωνία. Αθήνα: Εκδ. Πατάκη.

Μπαμπινιώτης, Γ. (2012). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Παπαδάκη-Μιχαηλίδη, Ε. (2012). Η σιωπηλή γλώσσα των συναισθημάτων, Αθήνα: Πεδίο.