Κείμενο: Αναστασία – Μαρία Ζαβιτσάνου,
Βιοχημικός Μοριακής Ογκολογίας &
Ανοσολογίας

Επιμέλεια: Μαρία Σουρτζή,
Φιλόλογος


Πριν κάμποσο καιρό επισκέφθηκα ένα μαγαζί με αντίκες στο Ανατολικό Χάρλεμ της Ν. Υόρκης. Αγαπώ τα μαγαζιά με αντίκες. Είναι ό,τι έχει απομείνει από μία εποχή που δεν θα γνωρίσω ποτέ.

Έξω έχει τριάντα βαθμούς. Η βιτρίνα όμως μοιάζει Χριστουγεννιάτικη. Καθώς μπαίνω μέσα χτυπά το καμπανάκι που σηματοδοτεί την είσοδο νέου πελάτη στον χώρο. Μυρίζει πολυκαιρισμένο μέταλλο, με τη σκόνη να μου γαργαλάει τα ρουθούνια. Περιφέρομαι ανιχνευτικά.

Ο ιδιοκτήτης συνομιλεί με μια πελάτισσα. Εκείνος φοράει παπιγιόν λες και θα πάει σε κάποιο επίσημο δείπνο. Ενώ εκείνη ένα μακρύ μπορντό φόρεμα φτιαγμένο από ταφτά, με λευκά -λίγο γαριασμένα- γάντια. Τολμηρό για την ηλικία της. Σίγουρα είναι πάνω από ογδόντα. Ίσως ενενήντα. Σαν να έχουν βγει από βικτωριανό παραμύθι.

Φαίνεται να μιλούν ήρεμα ώσπου η γιαγιά αρχίζει να σηκώνει τα χέρια της στον αέρα συγχυσμένα. Απορώ πώς μπορεί να τα σηκώσει τόσο ψηλά στην ηλικία της. Κανείς από τους δύο τους δεν ανεβάζει τον τόνο της φωνής του, ωστόσο. Ο ιδιοκτήτης απομακρύνεται εκνευρισμένος και πάει στο μέσα δωμάτιο του μαγαζιού. Είναι φανερό ότι και οι δύο αγνοούν παντελώς την παρουσία μου. Προφανώς έχουν σημαντικότερα πράγματα να ασχοληθούν.

Η γιαγιά φαίνεται απογοητευμένη. Την πλησιάζω χαμογελώντας. Την ρωτώ εάν μπορώ να τη βοηθήσω με κάτι. Με πιάνει από το χέρι. Ένιωσα όπως όταν ήμουν επτά χρονών, που μου κράταγε η δικιά μου γιαγιά το χέρι για να μου εξηγήσει τα διάφορα είδη λουλουδιών στον Βοτανικό Κήπο της Αθήνας. Είναι παγωμένο και τρυφερά γερασμένο. Μου κάνει νόημα να σκύψω λες και θα μου πει ένα μυστικό που δεν πρέπει να ακούσουν άλλοι.

«Το βλέπεις αυτό;»

Μου έδειξε ένα μικρό πήλινο μπουκαλάκι. Της γνέφω θετικά.

«Έχει ξεθωριάσει. Ξέφτισαν τα χρώματά του. Θέλω να βρω ακριβώς το ίδιο. Αλλά να είναι καινούριο. Να λάμπει. Το κόκκινο να είναι φανταχτερό κόκκινο. Και το μπλε να είναι βαθύ. Κατάλαβες;»

Πήγα να το πάρω στα χέρια μου για να το δω καλύτερα αλλά μου το τράβηξε απότομα.

«Έλα πάμε να το βρούμε!»

Τριγυρνάγαμε στο μαγαζί παραπάνω από εφτά ώρες. Κοιτάξαμε κάθε γωνίτσα και στα τρία πατώματα.

«Τίποτα! Ούτε και σήμερα!» μου είπε απογοητευμένα.

«Θες να έρθεις για καφέ σπίτι μου; Έχω και ωραία κουλουράκια κανέλας. Αγόρασα και φρέσκια ζάχαρη χθες από το Zabars.»

Της έγνεψα θετικά. Είχε νυχτώσει και με περίμενε η παρέα μου στο Soho αλλά τα πόδια μου δεν με κρατούσαν. Ένα ζεστό καφεδάκι και μια ήσυχη κουβέντα μου φαίνονταν καλύτερη ιδέα.

Περπατήσαμε μέσα από το Central Park στο Upper East Side. Περπατήσαμε παραπάνω από μισή ώρα. Στο ένα χέρι κρατούσε το ξεθωριασμένο πήλινο μπουκαλάκι που οφειλόταν για τα πονεμένα πόδια μου. Το κρατούσε σφικτά κοντά στο στήθος της. Με το άλλο χέρι κρατούσε εμένα.

Όταν φτάσαμε στο σπίτι έπρεπε να ανέβουμε τέσσερις σκάλες ώσπου να φτάσουμε στο πάνω πάνω διαμέρισμα. Στα μέσα είχα λαχανιάσει. Δεν τόλμησα να παραπονεθώ όμως. Πώς θα μπορούσα άλλωστε. Εκείνη ήταν τουλάχιστον πενήντα χρόνια μεγαλύτερη από εμένα και ανέβαινε σαν το κατσίκι.

Άνοιξε την πόρτα.

«Κάτσε!» μου είπε δείχνοντάς μου τον καναπέ. «Πάω να φτιάξω το καφεδάκι. Μια κουταλιά ζάχαρη είναι καλά;» Της έγνεψα θετικά.

Ήταν λες και βρέθηκα πάνω σε σκηνή θεάτρου. Όλα φαίνονταν καινούρια, ζωντανά αλλά βγαλμένα από άλλη εποχή. Μόνο η μυρωδιά από τα σαπισμένα γαρύφαλλα θύμιζε κάτι τελειωμένο.

Ο καναπές ήταν απέναντι από μια εντοιχισμένη βιβλιοθήκη. Είχε εκατοντάδες βιβλία. Άρχισα να τα κοιτώ προσεκτικά. Τα περισσότερα ήταν βιβλία νομικής και ιστορίας. Πολλά φιλοσοφίας. Κάπου εκεί είδα και το όνομα του Πλάτωνα. Ένιωσα τη συνηθισμένη συγκρατημένη υπερηφάνεια μου.

«Του γιου μου είναι όλα!» μου αποκρίθηκε η γιαγιά καθώς μπήκε στο σαλόνι με τους καφέδες.  «Διάβαζε πολύ!»

Την ευχαρίστησα για τον καφέ. Σίγουρα έβαλε παραπάνω από μια κουταλιά ζάχαρη.

«Ήταν δικηγόρος. Στο Empire δούλευε.»

Της χαμογέλασα. Ίσως περίμενε να τη ρωτήσω λεπτομέρειες.

«Ήταν ένας προικισμένος άνθρωπος!» συνέχισε. Τα λόγια της βγαίνανε σαν χίμαιρα. Την πνίγανε.

«Πάντα μας βοηθούσε. Εμένα, τον πατέρα του, τα αδέρφια του. Μας αγαπούσε πολύ. Κάθε βράδυ καθόταν εδώ στον καναπέ, να εκεί που κάθεσαι και διάβαζε με τις ώρες. Δε μιλούσε σε κανέναν. Διάβαζε για τη δουλειά του, αλλά και ιστορία, ποίηση. Τους σπουδαίους των Ελλήνων φιλοσόφων. Ο Κάμο ήταν κάτι το αλλιώτικο. Λες και είχε έρθει από αλλού.»

Την άκουγα με προσοχή. Το μάτι μου πλανιόταν κλεφτά στο χώρο προσπαθώντας να βγάλει νόημα των όσων άκουγα.

«Άρχισε να δουλεύει πολλές ώρες. Το έκανε για χρόνια. Κάθε πρωί σηκωνόταν στις 5 και ως τις 6 είχε φύγει. Φορούσε το μαύρο του κουστούμι πάντα, την γκρίζα γραβάτα του με ασορτί κάλτσες. Δε γύριζε πριν τα μεσάνυχτα. Και πλέον όταν καθόταν στον καναπέ του να διαβάσει αποκοιμιόταν. Έβγαλε πολλά λεφτά. Αγόρασε όλο αυτό το κτίριο και έμενε από κάτω. Έλειπε συχνά σε ταξίδια. Έτσι ζούσε για χρόνια!»

Τα λόγια της είχαν μια μεγάλης έντασης μελαγχολία. Δεν έπαιρνε ανάσα ανάμεσα στις προτάσεις της.

«Ώσπου μια μέρα έφυγε!» είπε και σιώπησε.

Εγώ δε μίλησα αλλά την κοίταξα με μια αναπόφευκτη απορία.

«Έφυγε. Δεν τον ξαναείδα. Άνοιξε το παράθυρο του εξηκοστού ενάτου ορόφου του Empire και πέταξε.»

Η φωνή της κόπηκε.

«Μου έδωσε η κόρη μου τα γυαλιά του που τα βρήκανε στραπατσαρισμένα. Τα είχαν πατήσει τα αυτοκίνητα από κάτω. Και εκείνος μου άφησε μια καρτ ποστάλ από την Ινδία. Να το Taj Mahal!» μου έδειξε το καδράκι στον τοίχο.

«Nα μητέρα, το Taj Mahal των Ινδιών. Ήμουν τρεις βδομάδες στην Ινδία αλλά δεν πρόλαβα να το δω. Δεν είχα χρόνο. Όπως δεν έχω χρόνο να κοιμηθώ. Όπως δεν έχω χρόνο να φάω, να διαβάσω, να αγκαλιάσω τη γυναίκα μου και την κόρη μου. Κουράστηκα μαμά. Κουράστηκα να φοράω μαύρο κουστούμι και γκρίζες κάλτσες. Θέλω να φοράω κόκκινες. Με κόκκινες κάλτσες να με κάψεις. Να μην μείνει τίποτα από εμένα. Μόνο οι σκόνες μου. Και τις σκόνες μου να τις βάλεις σε ένα γεμάτο χρώματα βαζάκι. Να προσέχεις τη Λίζα μαμά.»

«Και τώρα τα χρώματα ξεθώριασαν. Και έχω φάει όλο τον τόπο να βρω ένα καινούριο με λαμπερά χρώματα αλλά δεν το βρίσκω. Ποιος ξέρει;! Δεν βγάζουν πια το ίδιο;!»

Εκείνο το βράδυ γύρισα στο διαμέρισμά μου και κοίταξα το Empire. Κάνανε παιχνίδια με το φωτισμό του πάλι. Πάντα το κοίταζα ως σύμβολο ιδεών που δε με εκφράζουν, που ίσως με αναγουλιάζουν. Ποτέ δεν το είχα κοιτάξει ως σύμβολο ζωής και επανάστασης. Τι κι αν αυτή η επανάσταση ήταν σιωπηλή και την γνώριζε μόνο η γιαγιά του Upper East; Τι και αν, για να γίνει σύμβολο ζωής, μιας αλλιώτικης ζωής, έπρεπε να γίνει πρώτα σύμβολο θανάτου;