Άρθρο: Κωνσταντίνα Κορδώνη
Φοιτήτρια Τουρκικών και Ασιατικών Σπουδών
Επιμέλεια: Πηνελόπη Ζαχαρία
Φιλόλογος
Άρπαξε τον αναπτήρα και τον έβαλε κοντά στο πρόσωπό της. Η φλόγα φώτισε το πρόσωπό της και η ζεστασιά της άγγιξε τη μύτη και τα μάγουλά της. Με μία ανάσα η φλόγα έσβησε, και αμέσως με μία σπίθα την ξαναεμφάνισε μπροστά στο πρόσωπό της. Δεν ήταν άτομο που της άρεσε να «παίζει με τη φωτιά», μονάχα παρατηρούσε τα χρώματα και απολάμβανε τη ζεστασιά της. Και καμιά φορά, γινόταν ένα με αυτή τη φλογίτσα που της θύμιζε πρόσωπα και σχέσεις.
Της θύμιζε τη μέρα εκείνη που έδειξε υπομονή σε μια κατάσταση που δεν έπρεπε να εξαντλήσει τα όριά της. Της θύμισε όλες εκείνες τις φορές που η καλοσύνη της δεν άγγιξε ανθρώπους που πίστευε πως την χρειάζονταν. Ή όλες τις φορές που έμεινε σιωπηλή απέναντι σε καταστάσεις που είχαν ανάγκη το θάρρος της φωνής της. Δεν το έκανε επίτηδες, να ρίχνει τόσο χαμηλά τον εαυτό της. Να μένει ξαπλωμένη στη μέση του κόσμου και να αφήνει τους περαστικούς να αγνοούν την παρουσία και τον πόνο της.
Αλλά πάντα είχε αυτή τη συνήθεια, να νιώθει αυτή τη μικρή φλόγα που υπήρχε μέσα της να εξαπλώνεται σε όλο της το σώμα. Να μετατρέπει τα θέλω της, τα όριά της και την προσωπικότητά της σε στάχτες. Και η μόνη της χαρά ήταν αυτή η γλυκιά ζεστασιά, που κατάφερνε να προσφέρει σε όποιον βρισκόταν δίπλα της. Και εκείνη έμενε πάντα κρύα και άδεια. Αδικία; Απόλυτος αλτρουισμός; Εκμετάλλευση; Ίσως όλα αυτά μαζί, και συγχρόνως κανένα από αυτά.
Έσβησε τη φλόγα για άλλη μία φορά με την ανάσα της και δεν την ξανάναψε ποτέ.