Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Τις τελευταίες ημέρες, η συζήτηση για νέα καραντίνα είχε πάλι ανάψει. Ούτε τρεις μήνες δεν είχαν περάσει από τότε που του επέτρεψαν να αγκαλιάσει ξανά την εγγονή του. Και τώρα ήθελαν να του στερήσουν και πάλι, αυτό που στην πραγματικότητα ήταν το μόνο που του έδινε ζωή. Λες και υπήρχε άλλος λόγος για να σέρνει το ταλαιπωρημένο και καταπονημένο του γέρικο σώμα πέρα από την αγαπημένη του Στέλλα. Είχε και το όνομα της γυναίκας του και αυτό του πρόσφερε περίσσια αγαλλίαση, μόλις αντίκριζε από μακριά το περίλαμπρό της πρόσωπο. Ήταν και εκείνες οι μικρές βουλίτσες στα μάγουλά της, που τις φανταζόταν όμοιες με πηγάδι της ζωής˙της δικής του, παντέρημης στην καθημερινότητά της, ζωής του. Αποκαμωμένος βουτούσε μέσα τους και κέρδιζε μερικές πνοές ακόμη.

Και πραγματικά για τον ίδιο, εκείνο το διάστημα της εξαναγκασμένης απομόνωσης, ήταν πιθανά χειρότερο κι από τον θάνατο. Το είχε φιλοσοφήσει άλλωστε μια βδομάδα περίπου πριν. Ήταν απόγευμα και καθόταν στον φροντισμένο του λαχανόκηπο. Από μακριά, ακούγονταν δύο σκυλιά να φοβερίζουν με τα ουρλιαχτά τους την πλάση. Μασουλούσε τις κρητικές ελιές που του είχε φέρει ο κουμπάρος του και γευόταν τις μυρωδάτες ντομάτες της δικής του σοδειάς. Η καρδιά του πάλι χόρευε άρρυθμα και διατράνωνε μέσα του την αντίληψή του για τον χρόνο που επιτέλους στέρεψε και για εκείνον. Ανάμεσα στους απρόσμενους καρδιακούς χτύπους και στους επίμονους πόνους στη μέση του, επέστρεψαν στη μνήμη του οι βουβές —και απόλυτα ασύμβατες με τη ζωή— ώρες της πρώτης καραντίνας.

Δέκα χρονών ήταν όταν έζησε το σκληρό πρόσωπο της Κατοχής. Γευόταν την πίκρα της πείνας και της καχεξίας. Οσμιζόταν το άρωμα των ψυχών που αιωρούνταν απαρηγόρητα πάνω από τα άδεια τους κουφάρια. Αντίκρισε τον θάνατο. Περπατούσαν σχεδόν αγκαλιαστά οι δυο τους, σαν μεθυσμένοι αδειούχοι φαντάροι. Τον ξεγέλασε και μια και δυο φορές. Αργότερα έζησε τον Εμφύλιο. Ένιωσε τον βαθύ πόνο του πένθους, όταν μια μητέρα δεν ήξερε αν έπρεπε πιότερο να κλάψει για το θύμα ή για τον εκτελεστή. Από το ίδιο γάλα είχαν τραφεί και οι δύο και πώς να ξεχώριζε το σπλάχνο από το σπλάχνο της. Πέρασαν τα χρόνια, μα μεγάλωνε αντάμα με τη φτώχεια και τις κακουχίες, οι οποίες καθημερινά δηλητηρίαζαν την ίδια του τη ζωή. Γνώρισε τη γυναίκα του, δημιούργησαν μια οικογένεια, ήρθε η δικτατορία, τους χώρισαν τα πιστεύω του. Ξανά μοναξιά, απομόνωση, βασανιστήρια, αντάμωμα, ελευθερία. Και ύστερα ήρθε η δημοκρατική ανελευθερία, ίσως η ανελεύθερη δημοκρατία, τι σημασία είχε. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο ίδιος στη ζωή του δεν κρίθηκε ποτέ για τις ικανότητές του. Πάντα κρινόταν για τα πιστεύω του και κυρίως για την αγάπη του στην ελευθερία.

Με μια ζωή τόσο σκληρή και ανυπέρβλητα διδακτική, υπάρχει περίπτωση να πιστέψει κανείς πως φοβόταν τον θάνατο; Ή έστω περισσότερο από το να στερείται την αγκαλιά της Στέλλας; Και αν χανόταν ένα δειλινό, από μια ακραία χορευτική επίδειξη της καρδιάς του, καταμεσής της απομόνωσης; Θα ήταν πιο ανακουφιστική η μοναξιά του τότε; Του έλεγαν όλοι πως αν κολλούσε θα πέθαινε. Ε και; Θα είχε εξαργυρώσει τουλάχιστον την εικόνα της, το τύλιγμά της με τα ροζιασμένα του χέρια. Μα αν έσβηνε στο σπίτι του δειλός, ακαμάτης και ανελεύθερος, ποια από τις αξίες για τις οποίες αγωνίστηκε μια ζωή θα εξαργύρωνε;

Ίσα που πρόλαβε να ολοκληρώσει τις σκέψεις του, όταν ανακοινώθηκε από το ραδιόφωνο η νέα καραντίνα. Κοίταξε τη φωτογραφία της αγαπημένης του Στέλλας στο ξύλινο και με τέχνη σκαλισμένο τραπέζι του σαλονιού. Ύστερα γύρισε προς την εικόνα της Παναγίας, πάνω ακριβώς από τη φωτογραφία της γυναίκας του. Του φάνηκαν τα μάτια της Στέλλας υγρά. Του φάνηκαν τα μάτια της Παναγίας υγρά. Πλησίαζε ο Δεκαπενταύγουστος. Μα τούτη τη φορά, δεν μπόρεσε να καταλάβει. Αυτά τα δάκρυα, τον θάνατο ποιου αντανακλούσαν;