Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Mε μάτια τρομαγμένα και με ένα πρόσωπο σφιγμένο και ανέκφραστο, σηκώθηκε προσεχτικά και άρχισε να κατεβαίνει τα μεταλλικά σκαλιά της ξύλινης σκηνής. Τα βήματά του αργά, αυτοματοποιημένα και οι σκέψεις του πνιγμένες στην ίδια τους την ειλικρίνεια. Ξεκρέμασε το καπέλο του από το χερούλι του παραθύρου, που με χαλαρότητα και αδιαφορία είχε τοποθετήσει και χωρίς να πει κουβέντα κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Η προσοχή των υπολοίπων καρφωμένη πάνω του, με μια απορία απλωμένη σε όλη την έκταση των σκυθρωπών ματιών τους.

Μέσα από τις πρώτες του ακόμη αναμνήσεις άρχισε να σχηματίζεται το ανώριμο όνειρο, να γίνει ηθοποιός. Όσο θυμάται, δεν υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος που τον παρακίνησε σε αυτή την επιλογή. Ούτε φυσικά γνώριζε την ύπαρξη κάποιου συγγενικού του προσώπου που λειτούργησε σαν πρότυπο για μια τέτοια απόφαση. Αυτό που σίγουρα γνωρίζει είναι πως ανέκαθεν λαχταρούσε μέσα από ένα θεατρικό κείμενο να μετασχηματίζεται, να τροποποιεί τον χαρακτήρα του και να ενσαρκώνει διαφορετικές προσωπικότητες. Δεν είχε καταλάβει αν αυτή ήταν μια διάθεση για να μάθει καλύτερα ή να ξεφύγει πιο αποτελεσματικά από τον εαυτό του.

Δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα το είδος της προσωπικότητας που θα υποδυόταν. Ανατρεπτική, συμβιβασμένη, καταθλιπτική, ηρωική ή διαστροφική. Δεν τον απασχολούσε αν θα μεταμορφωνόταν σε ηλικιωμένο αγρότη, σε διεφθαρμένο πολιτικό, σε δύσοσμο επαίτη ή σε αποτυχημένο γιατρό. Η διαδικασία της αποβολής των δικών του συναισθημάτων, σκέψεων και κινήσεων ήταν αυτή που τον μάγευε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Μοναχοπαίδι μιας μικροαστής οικογένειας, έζησε στην καθημερινότητά του τόσο τη βία του πατέρα του όσο και την ενοχλητική παθητικότητα της μητέρας του. Οι δυο τους, συμβιβασμένοι σε έναν γάμο χωρίς ελπίδα επιβίωσης, βούλιαζαν καθημερινά στη μιζέρια και την αδιαφορία.

Και άλλες φορές επιχείρησε να συμμετάσχει σε δοκιμαστικά θεατρικών παραστάσεων αλλά ποτέ δεν κατάφερε να ακούσει την πολυπόθητη επιβεβαίωση της συμμετοχής του. Σύμφωνα με τη δική του λογική δεν υπήρχε κάποια προφανής αιτία και ο ίδιος θεωρούσε πως στην κυριολεξία κατέθετε στο σανίδι κάθε ικμάδα της θέλησης και των ικανοτήτων του. Η κλήση όμως ποτέ δεν ερχόταν και κάθε φορά ένα συναίσθημα απογοήτευσης αναδυόταν από μέσα του, πιο εκδικητικό από τις προηγούμενες φορές. Μονάχα μια φορά ένας σκηνοθέτης τού είχε εκμυστηρευτεί ότι ο λόγος της απόρριψής του ήταν μια περίεργη λάμψη στα μάτια του, την οποία ερμήνευσε ως ένδειξη επισφαλούς προσωπικότητας. Η ίδια γνώριμη λάμψη, πάντα απεχθής σε όσους τον ήξεραν. Εμφανιζόταν κάθε φορά που ο εκνευρισμός μέσα του, στιγμιαία σαν πυρηνική σχάση, πολλαπλασιαζόταν. Ακολουθούσε ένα έντονο και ακραίο ξέσπασμα κάποιων δευτερολέπτων.

Την τελευταία φορά όμως, στη συνέντευξη ήταν ιδιαίτερα προσεχτικός και στο σανίδι όπως πάντα, ιδιαίτερα ικανός. Μάγεψε τον σκηνοθέτη με τις ερμηνευτικές του δυνατότητες και το τηλέφωνο, που με τόση λαχτάρα καρτερούσε, δεν άργησε να χτυπήσει. Και έτσι, περήφανος για τον εαυτό του, εκείνη την ημέρα βρισκόταν στο μεγάλο θέατρο της πόλης του, στην πρώτη πρόβα μιας παράστασης που θα ανέβαινε σε τρεις μήνες. Το σενάριο ήταν ένας συνδυασμός κοινωνικού δράματος και ψυχολογικού θρίλερ. Η διανομή τον ικανοποίησε, αφού του δόθηκε ένας από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Έτσι, όντας το ένα μέλος μιας συμμορίας, ήδη στην πρόβα είχε σκοτώσει με άνεση και υποβόσκουσα ικανοποίηση, δύο πολίτες και έναν αστυνομικό.

Η επόμενη σκηνή ήταν αυτή του βιασμού μιας γυναίκας. Το σενάριο ήθελε από τον ίδιο να μη συμμετέχει ενεργητικά αλλά να υποβοηθά τον συνεργό του. Θα έπιανε τα χέρια του θύματος, θα το ακινητοποιούσε και ο συνεργός του θα ολοκλήρωνε τον βιασμό. Για το θεατρικό σανίδι, μια τέτοια σκηνή είναι ιδιαίτερα έντονη και αποκρουστική, επομένως η διάρκειά της θα ήταν περιορισμένη. Τον ρόλο της χήρας τον έπαιζε μια διάσημη ηθοποιός, η οποία κάθε φορά που ανέβαινε στο σανίδι, καθήλωνε ακόμη και τους συμπρωταγωνιστές της.

Δε χρειάστηκαν περισσότερα από 20 δευτερόλεπτα για να αισθανθεί ένα έντονο εσωτερικό σφίξιμο και μια πρωτόγνωρη αμφισβήτηση για τον ίδιο του τον εαυτό. Η ηθοποιός, όπως το περίμενε, έπαιζε με απαράμιλλη φυσικότητα. Μα δε φανταζόταν ποτέ ότι ο ηχητικός της σπαραγμός θα ταρακουνούσε συθέμελα τα μηνίγγια του. Ότι η προσπάθειά της να ξεφύγει από τα χέρια του θα σπάραζε ολόκληρο το σώμα του. Ένιωσε τον θεατρικό βιασμό που συντελούνταν μπροστά του να συγκλονίζει και να μαστιγώνει την εσωτερική του γαλήνη δίχως έλεος. Από παθητικό όργανο, μετασχηματίστηκε σε ενεργητικό φορέα ενός εγκλήματος, έστω και αν αυτό πραγματοποιούνταν για χάρη μιας παράστασης. Και έμοιαζε εκείνος ο βιασμός πιο αδυσώπητος και πιο επίπονος, ακόμη και από τις θεατρικές δολοφονίες.

Mε μάτια τρομαγμένα και με ένα πρόσωπο σφιγμένο και ανέκφραστο, σηκώθηκε προσεχτικά και άρχισε να κατεβαίνει τα μεταλλικά σκαλιά της ξύλινης σκηνής. Τα βήματά του αργά, αυτοματοποιημένα και οι σκέψεις του πνιγμένες στην ίδια τους την ειλικρίνεια. Ξεκρέμασε το καπέλο του από το χερούλι του παραθύρου, που με χαλαρότητα και αδιαφορία είχε τοποθετήσει και χωρίς να πει κουβέντα κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Η προσοχή των υπολοίπων καρφώθηκε πάνω του, με μια απορία απλωμένη σε όλη την έκταση των σκυθρωπών ματιών τους.

Και ήταν απολύτως λογικό η αντίδρασή του να μην είναι κατανοητή. Γιατί μονάχα ο ίδιος μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο και να θυμηθεί με απόλυτη καθαρότητα το χθεσινό βράδυ. Τότε, που μεταξύ αστείου και σοβαρού, είχε πει σε έναν φίλο του πως πάει με μία γυναίκα κάθε μέρα, έτσι απλά για να αδειάζει. Και πως αν δεν του κάθονταν, θα σκεφτόταν ακόμη και τον βιασμό.