Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Μόλις είχαν ξεκινήσει από την καλύβα τους, με τον ήλιο να τους χαστουκίζει αδυσώπητα. Η απόσταση μέχρι τη στάνη δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, όμως δε γινόταν να μη συγκρίνει τις συνθήκες της παρούσας ζωής τους με ένα παρελθόν, το οποίο οι ίδιοι ποτέ δε γεύτηκαν. Όπου και αν κοιτούσε παρατηρούσε το άνυδρο έδαφος, αλαζονικό και αδιάφορο. Μόνο έπειτα από υπεράνθρωπο κόπο τούς χάριζε λίγες σταγόνες για να δροσίσουν τα αφυδατωμένα χείλη τους. Η γη, στείρα και άκαρπη, τσάκιζε με το ηφαιστειογενές της χώμα ό,τι βλαστερό είχε απομείνει στα σώματά τους. Η φύση εχθρική, με δυσκολία δαμαζόταν και μετατρεπόταν με τη βία σε εύχρηστο εργαλείο στα πολύπαθά τους χέρια.

Ο ίδιος είχε προτείνει στον αδερφό του να τον συνοδεύσει. Επιφανειακά θα ήταν ένα δείγμα της αλλαγής της συμπεριφοράς του. Στην πραγματικότητα δε θεωρούσε αμαρτία το να είναι κάποιος αντιδραστικός ή συνειδητά ελεύθερος να πράττει ό,τι επιθυμεί. Δεν μπορούσε όμως να παραβλέψει πως όλοι έκριναν με αρνητισμό και απέχθεια αυτά του τα χαρακτηριστικά. Η μοναξιά τριβέλιζε επαναλαμβανόμενα το υποσυνείδητό του και αναμφισβήτητα τον καθιστούσε ευάλωτο, κάθε που η απόγνωση πλημμύριζε τις στιγμές του. Ένιωθε να κουβαλάει περισσότερο από τον καθένα τις αμαρτίες των γονέων τους στην πλάτη του.

Ακολουθούσε κατά πόδας τον αδερφό του. Τα βήματά τους συντονισμένα, αντηχούσαν μέχρι τον ορίζοντα, διακόπτοντάς τον από την αιώνια σιωπή του. Οι δικές του πατημασιές, πιο ηχηρές, πιο κραταιές. Άλλωστε και το σώμα του ήταν περισσότερο ρωμαλέο, σφριγηλό και μυώδες, σφυρηλατημένο από την καθημερινή πάλη με την αφιλόξενη γη.

Από μια απόσταση εκατοντάδων μέτρων, μπόρεσε να διακρίνει τα πρόβατα και τα κατσίκια. Ο αδερφός του είχε κάνει αναμφισβήτητα καλή δουλειά. Η στάνη ήταν άρτια περιφραγμένη από πέτρες, ξερολιθιές και κομμάτια ξύλων. Το κάθε είδος ζώου φυλασσόταν σε ξεχωριστό χώρο και το πρόγραμμα της ημέρας ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Ο ίδιος όμως πίστευε πως πολύ πιο εύκολα μπορούσε κάποιος να εξημερώσει κάποιες εκατοντάδες αντιδραστικά ζώα παρά να θερίσει τις πέτρες και τα ξεροβούνια.

Θεώρησε πως η ώρα είχε φτάσει, καθώς δεν υπήρχε λόγος να πλησιάσουν περαιτέρω. Είχε ακούσει ιστορίες από τον πατέρα του για το έμφυτο ένστικτο των ζώων. Το τελευταίο που τον ενδιέφερε αυτή τη στιγμή ήταν να αντιπαλεύει με δεκάδες μανιασμένα τετράποδα. Επιτάχυνε το βήμα του και χωρίς καθυστέρηση και ενοχή, τον φώναξε με το όνομά του. Εκείνος, δίχως κανένα δισταγμό, γύρισε το σώμα του ενώ το πρόσωπό του έλαμπε από αγνότητα. Ευθύς τύλιξε με τα σφιγμένα του δάκτυλα τον εκτεθειμένο λαιμό του αδερφού του.

Τα χέρια του ήταν τόσο παιδεμένα που κουλουριάστηκαν σαν σφιγκτήρας βόας γύρω από τον εύθραυστο λαιμό. Οι μύες κόντευαν να σπάσουν από την ίδια τους την ισχύ ενώ οι φλέβες των χεριών του έκαιγαν και έτρεμαν, καθώς μετέφεραν τεράστιες ποσότητες αίματος στα οργισμένα του άκρα. Έσφιγγε και βύθιζε τα δάκτυλα μέσα στο σώμα του θύματος, σε σημείο που ένιωθε πως άγγιζε τα οστά του αυχένα. Ο αδερφός του πάλευε να ξεφύγει από την ομογάλακτη μέγγενη. Οι πνεύμονές του αγκομαχούσαν σαν ατμομηχανή στην προσπάθειά τους να εισπνεύσουν μια οξυγονωμένη ελπίδα. Τα μάτια του ασφυκτιούσαν μέσα στις κόγχες ενώ στις διεσταλμένες κόρες του καταγραφόταν μια αναπάντητη απορία. Το σώμα του σπαρταρούσε σαν επιληπτικού. Τιναζόταν δίχως συντονισμό ενώ ταυτόχρονα τεράστια ποσότητα σκόνης απογειωνόταν από το έδαφος αυξάνοντας την ήδη ατέρμονη δυσφορία. Με τα δάκτυλα να μην έχουν ανακόψει ούτε στιγμή την μανιασμένη τους πίεση, το σώμα άρχισε σταδιακά να μειώνει την ένταση των σπασμών, οι κόρες μετατράπηκαν σε καθρέπτη χωρίς είδωλο και οι πνεύμονες έπαψαν να αγωνίζονται, νικημένοι από την ασφυξία τους.

Μόλις βεβαιώθηκε για τον θάνατο του αδερφού του, χαλάρωσε τα χέρια του και το σώμα έπεσε, άδειο και άψυχο στο αναστατωμένο χώμα. Έσκυψε από πάνω του, τον φίλησε στο μέτωπο και στη συνέχεια σήκωσε τα χέρια του ψηλά στον ουρανό. Έψαξε το πρόσωπο του Θεού ανάμεσα στα δάκτυλά του. Έψαξε το απαλό Του άγγιγμα μέσα στα τρεμάμενά του χέρια. Άνοιξε με οργή το στόμα του και άφησε μια κραυγή που ακούστηκε μέχρι τις πύλες της κολάσεως. Χαμήλωσε το κεφάλι του και κάθισε πάνω στα λυγισμένα του γόνατα. Έκλεισε τα μάτια του και τότε, για πρώτη φορά στη ζωή του, αισθάνθηκε μια έντονα γαλήνια θερμότητα μέσα στο σώμα του.

Με κόπο έσυρε το σώμα μέχρι το σημείο των θυσιών. Στον βωμό υπήρχαν ήδη υπολείμματα καμένων ξύλων από τη χθεσινή του αποτυχημένη προσφορά. Τοποθέτησε τον άψυχο αδερφό του πάνω στην εστία και έβαλε φωτιά. Κάθε συνειδητό και ασυνείδητο κομμάτι του εαυτού του παρατηρούσε τον καπνό. Την κατακόρυφή του πορεία προς τον ουρανό ή το καταστροφικό ανεμοσκόρπισμά του.  Σήκωσε και πάλι το κεφάλι ψηλά και με σταθερή και στεντόρεια φωνή είπε:

«Δε δέχτηκες τη χθεσινή θυσία. Δε σου αρκούσε ο ιδρώτας μου από το χωράφι. Μου ζήτησες κάτι περισσότερο πολύτιμο. Μα ξέχασες ότι έγινα σαν και σένα, τιμωρός και αμείλικτος. Εσύ μου το δίδαξες. Μας στέρησες τον ίδιο τον Παράδεισο. Εγώ θα σου στερήσω τον αγαπημένο σου ποιμένα».  

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τις σκέψεις του, όταν άκουσε από μακριά τη μητέρα τους να τους καλεί με τη συνηθισμένη της γλυκύτητα.

«Κάιν, Άβελ».