Kείμενο: Αγγελική Καγκάδη
Εκπαιδευόμενη Κλινική ψυχολόγος (Μsc)

Επιμέλεια: Ανδριάνα Νικολούλια
Εκπαιδευόμενη Ψυχολόγος (Μsc)


Δύο παιδιά 24 χρονών αφήνουν τις χώρες τους. Ο Α αποφασίζει να κάνει μεταπτυχιακό στο εξωτερικό. Ο Β αναγκάζεται να αιτηθεί άσυλο για να επιβιώσει. Ο Α είναι νέος, ευφυής και κυνηγάει μια ευκαιρία να δει κάτι διαφορετικό. Από την άλλη πλευρά, ο Β είναι, επίσης, νέος, ευφυής και αναγκάζεται να φύγει γιατί τον διώχνει η χώρα του.

Πρέπει να ομολογήσω πως το συγκεκριμένο θέμα με αγγίζει βαθιά, καθώς μέχρι πρόσφατα βρισκόμουν στη θέση του φοιτητή στο εξωτερικό και συνεπώς γνωρίζω ακριβώς πώς υποδέχεται μια ευρωπαϊκή κοινωνία τους ξένους που έρχονται για  σπουδές. Παράλληλα, το τελευταίο διάστημα εργάζομαι στον προσφυγικό τομέα, οπότε παρατηρώ από κοντά  πώς υποδέχεται μια άλλη ευρωπαϊκή κοινωνία τους αιτούντες άσυλο. Οι διαφορές είναι χαοτικές.

Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2007 υπάρχουν παγκοσμίως δύο εκατομμύρια φοιτητές σε άλλες χώρες, νούμερο το οποίο αναμένεται έως το 2025 να έχει εκτοξευτεί σε πάνω από επτά εκατομμύρια (Ward, Masgoret & Gezentsvey, 2009). Οι θετικές επιδράσεις στην οικονομία της χώρας υποδοχής είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς. Φυσικά, οι international students, όπως αναφέρεται ο όρος στην ξένη βιβλιογραφία, έχουν πολλά εμπόδια να αντιμετωπίσουν όταν προσπαθούν να ενταχθούν στο φοιτητικό σύνολο ενός ξένου πανεπιστημίου. Ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια στην Ολλανδία γνώρισα κι εγώ τον έντονο ανταγωνισμό, τη  μοναξιά που επιφέρει  το άγχος της προσαρμογής  (τουλάχιστον στην αρχή) και  την ανάγκη να αποδείξει κανείς  πως του αξίζει η θέση στο πρόγραμμα. Αυτά, σε συνδυασμό με τα στερεότυπα που φέρουμε για ανθρώπους άλλων λαών,  είναι  ένα  μικρό δείγμα του τί πρέπει να διαχειριστεί κάποιος που βρίσκει τον εαυτό του σε αυτή τη θέση. 

 Ωστόσο, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, οι άνθρωποι μιας χώρας αντιλαμβάνονται τους φοιτητές που έρχονται ως ευφυείς κι εργατικούς (Ward, Masgoret & Gezentsvey, 2009). Γενικότερα, τα πανεπιστήμια που δέχονται τους ξένους φοιτητές πραγματοποιούν πολύ συχνά εορτασμούς κι εκδηλώσεις αποκλειστικά προς τιμήν τους, με σκοπό να τους βοηθήσουν στη σύνδεση με την τοπική κοινότητα και να τους βοηθήσουν να αισθανθούν άνετα στη νέα τους χώρα. Επιπρόσθετα, η βιβλιογραφία αναφέρει την ικανοποίηση που βιώνουν πολλές οικογένειες όταν αναλαμβάνουν να φιλοξενήσουν στο σπίτι τους ξένους φοιτητές  (Kendall-Smith & Rich, 2003). Στην Ολλανδία, συγκεκριμένα, για την οποία μπορώ να εκφράσω πιο προσωπική άποψη, καθώς ήταν η χώρα υποδοχής μου, συνάντησα άτομα ευγενικά, φιλόξενα και πάντα έτοιμα να σου προσφέρουν ένα χέρι βοηθείας όταν ακούσουν πως είσαι “international”.

Από την άλλη πλευρά, όταν μιλάμε για την κοινωνική ένταξη των αιτούντων άσυλο είναι σαν να αναφερόμαστε σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο. Στην ίδια τυπική χώρα του δυτικού κόσμου, την Ολλανδία, οι άνθρωποι αυτοί αναγκάζονται να μένουν για πολλούς μήνες σε κέντρα ασύλου, σπαταλώντας ένα πολύ μεγάλο διάστημα το οποίο θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν για την κοινωνική τους ένταξη (Korac, 2003). Ως εργαζόμενη σε δομή που διευκολύνει την ενσωμάτωση τους στην ελληνική πραγματικότητα, έχει τύχει να παρατηρήσω άτομα άκρως εχθρικά  προς τους πρόσφυγες, που αρνούνται κατηγορηματικά να τους επιτρέψουν να μείνουν στη γειτονιά τους. Αλλά ακόμα κι όταν τελικά οι αιτούντες άσυλο αναγνωριστούν και επίσημα ως πρόσφυγες, η σχέση τους με τον τοπικό πληθυσμό παραμένει προβληματική. Οι ευκαιρίες να απασχοληθούν επαγγελματικά είναι μηδαμινές , πολύ συχνά υποφέρουν από Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες (PTSD) που δυσκολεύει την προσαρμογή τους, καθώς επίσης λείπουν οι σωστά οργανωμένες κινήσεις ώστε να έρθουν σταδιακά σε επαφή με την τοπική κοινότητα (Phillimore, 2010). Τέλος, συνεντεύξεις που λήφθηκαν από πρόσφυγες έδειξαν ξεκάθαρα πως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν είναι ο ρατσισμός και η άγνοια του τοπικού πληθυσμού. Υπάρχει μεγάλη υποτίμηση των διπλωμάτων από πανεπιστήμια του Τρίτου Κόσμου, όπως επίσης και προκατάληψη που τους σταματάει από το να τους δώσουν την ευκαιρία να εργαστούν. Θα παραθέσω, τέλος,  τα λόγια μιας κοπέλας από την Αφρική που ζητάει άσυλο στην Ισπανία: «Δεν μπορείς να εντάξεις τους ανθρώπους όταν κοιμούνται έξω, όταν δεν έχουν φαγητό, αυτό δεν βγάζει κανένα νόημα» (Mesthenos & Ioannidi, 2002).

Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω πως σκοπός μου δεν είναι σε καμία περίπτωση να συγκρίνω τις εμπειρίες ενός international student κι ενός αιτούντα άσυλο. Μία τέτοια σύγκριση θα ήταν εξωπραγματική, καθώς εγώ έφυγα από τη χώρα μου έχοντας την ανάγκη να βιώσω κάτι διαφορετικό ενώ αυτοί έφυγαν επειδή πολύ απλά δεν υπάρχει η επιλογή να μείνουν. Στοχεύω να συγκρίνω την αντιμετώπιση των ανθρώπων των χωρών υποδοχής προς τις δύο κοινωνικές ομάδες, κάτι το οποίο θεωρώ πως έχει πολύ χώρο για έρευνα.


Βιβλιογραφικές αναφορές:

Kendall-Smith, M., & Rich, P. (2003). Satisfactions and dissatisfactions of home-stay hosts with sojourn students. New Zealand Journal of Educational Studies, 38, 165–175.

Korac, M. (2003) ‘Integration and How We Facilitate It .A Comparison Study of Resettlement Experiences of Refugees in Italy and the Netherlands, Sociology 37(1): 51–68.

Mestheneos E, Ioannidi E (2002) Obstacles to refugee integration in the Euroean Union Member States. Journal of Refugee Studies, 15(3), pp. 304–320.

Phillimore, J. (2011). Refugees, acculturation strategies, stress and integration. Journal of Social Policy, 40(3), 575–593.

Ward, C., Masgoret, A., & Gezentsvey, M. (2009). Investigating attitudes toward international students: Program and policy implications for social integration and international education. Social Issues and Policy Review, 3(1), 79-102.