Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Όλα θα γίνουν ξαφνικά όταν δε θα το περιμένεις. Εκεί στα καλά καθούμενα. Στο τέλος θα πεις κι εσύ: “Όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος”. Σε μία στιγμή που δε θα την υποψιάζεσαι, που θα σου διαφεύγει. Θα σε βρει απροετοίμαστο. Το δευτερόλεπτο θα έχει την ίδια μορφή με το προηγούμενο, καθημερινό, μονότονο και πάνω του θα φέρει, σα σφραγίδα «Σήματα Κατατεθέντα» την ίδια εγγύηση που προσφέρουν όλα αυτά τα ασήμαντα δευτερόλεπτα στη ζωή μας. Δεν ξέρω τι αποτέλεσμα γενικά και ειδικά μπορεί να έχουν. Δε γίνεται, θα έχουν κι αυτά μια νομοτέλεια. Κάπου είχα διαβάσει ότι κάθε δευτερόλεπτο που περνάει νεκρώνουν εκατομμύρια κύτταρα και γεννιούνται στη θέση τους άλλα τόσα. Υπάρχει δηλαδή εναλλαγή, άρα κίνηση, κατά συνέπεια εγγυώνται τη βιολογική συνέχεια, εν κατακλείδι και τελικό συμπέρασμα, τη ζωή. Βέβαια, κάποια δυσλειτουργία σε αυτή την αλυσιδωτή ανία θα σε φέρει στον θάνατο. Από καθυστέρηση προφανώς, από αντιλογία και αντίδραση ενός δευτερολέπτου που αντιστέκεται. Αναρχικό και αντισυμβατικό. Αν έδειχναν όλα τον ίδιο ζήλο, θα ζούσες αιωνίως. Περισσότερο και από τον μυθικό Μαθουσάλα. Σα θεός. Θεός της ανίας. Δίχως τέλος. Κι αυτός ο κανόνας, αυτό το μαθηματικό αξίωμα θα είχε εφαρμογή σε όλους. Ουδείς εξαιρετέος. Όλοι Θεοί στην ίδια ανία. Μάλιστα. Εσωτερικά όμως, τώρα που το σκέφτομαι, πρέπει να έχουν άλλη λειτουργία. Άλλο αποτέλεσμα. Παρατείνουν και παραδίνουν στο επόμενο δευτερόλεπτο το ίδιο συναίσθημα. Σαν σε σκυταλοδρομία. Μπανάλ. Μμμ, σαν μία σύνδεση ηλεκτρικού δικτύου. Καλύτερα τώρα. Τώρα το ‘χω. Τελικά, καταλήγω ότι κι αυτά παρατείνουν. Η φυσική τους και χημική-βιολογική τους ιδιότητα είναι η ίδια και απαράλλαχτη με την εσωτερική τους λειτουργικότητα. Παρατείνουν τη λύπη, το πνίξιμο, τη χαρά, το ίδιο συναίσθημα. Η ιδιότητά τους λοιπόν είναι να συντείνουν στην κατά μακρόν ένταση, εγγυώνται τα μακροπρόθεσμα αισθήματα. Μια γενετική δυσλειτουργία του επόμενου, μια προβληματική παραγωγή της παρτίδας θα ανακόψει την πορεία. Εκεί, γεννιούνται τα βραχυπρόθεσμα αισθήματα. Καρκινικά κύτταρα, μεταστάσεις, παρακάμψεις, στροφές, ανηφορικοί δρόμοι, μονόδρομοι, διασταυρώσεις, κατηφόρες, πέσιμο, ρίξιμο στα Τάρταρα. Είναι εφτά το πρωί Σαββάτου. Εσύ κοιμάσαι. Αναρωτιέμαι αν το ίδιο δευτερόλεπτο μάς ενώνει. Αν αυτή ακριβώς η στιγμή είναι γεννήτρια των ίδιων σκέψεων. Αν το επόμενο θα επιφυλάσσει την ίδια έκπληξη και για τους δύο, θα έχει το ίδιο όνομα όταν θα περάσει την πόρτα, αν θα επιφέρει τις ίδιες αλλαγές, οι οποίες θα πραγματοποιηθούν με την ίδια ταχύτητα, αν θα υπάρξει η κοινή σχάση στον πυρήνα της σχέσης μας και η ενέργεια μάς ρίξει ταυτόχρονα σε μία αφετηρία μπροστά σε διχαλωτό δρόμο και ο καθένας θα πάρει την ίδια στιγμή άλλον δρόμο. Διαφορετικά θα υπάρξει πόνος. Ένας πίσω κι άλλος μπρος. Θα υπάρξει άνιση κατανομή των ευθυνών, παλαντζάρισμα των συναισθημάτων, κάποιος νικητής και ο άλλος ηττημένος, δεύτερος. Χωρίς να το ξέρεις μπορεί να είσαι κι ο τρίτος. Ο πρώτος θα κόψει τη λωρίδα του τερματισμού, το πλήθος θα ζητωκραυγάσει, θα ανοιχτούν σαμπάνιες και ανθρακούχα, θα κερδίσει τον θαυμασμό, το πρωτοσέλιδο, θα καθίσει στην πέτρα του ομφαλού του κόσμου. Ο δεύτερος θα τα εγκαταλείψει ακριβώς εκείνη τη στιγμή, της σαλπίζουσας νίκης. Θα καθίσει στον πάγκο του χαμένου, του αποτυχημένου. Θα μπει, έκπτωτος, σε συλλογισμό, σε θεωρήσεις, θα γράψει ίσως ποιήματα και βιβλία και θα φτάσει αργά στο τέρμα, όταν τα φώτα θα έχουν κλείσει. Ο υπάλληλος που κουρεύει το γκαζόν θα φιλοτιμηθεί να τον πετάξει μέχρι την έξοδο. Δε θα πει τίποτα. Θα διατηρήσει την ισορροπία και σιγή ιχθύος. Θα αφήσει τα πάντα να εξελιχθούν φυσικά, δίνοντας εμπιστοσύνη στο πεπρωμένο που εγκλείει το κάθε δευτερόλεπτο. Κι όλα αυτά τα σκεφτόμουν πριν.

Η εναλλαγή των δευτερολέπτων στο τελευταίο δεκάλεπτο, κατά το οποίο σε χαζεύω που κοιμάσαι —έχοντας μαζέψει το μαξιλάρι στο στήθος σου και στην κοιλιά σου, αφήνοντας το κεφάλι να πέσει σε άβολη θέση στο γυμνό στρώμα σε ίδιο επίπεδο με τον κορμό— ήταν κανονική και ακολουθούσε γραμμικά και ευθεία την παραπάνω θεώρηση. Τελικά οι σκέψεις μου κι αυτό που νιώθω για μένα χωριστά, με εσένα μαζί, για σένα χώρια, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα στο δευτερόλεπτο που μας βρίσκει στο ίδιο κρεβάτι, εσένα κοιμισμένο κι εμένα τεντωμένο να κοιτάω το φωτιστικό και να έχω αυτή την αγωνία της μονότονης επανάληψης σε κάτι που πια έχει παύσει να δουλεύει, να υπάρχει και έχει μόνο μείνει η συνήθειά του. Αυτή συντηρούμε και οι δυο. Μας το εγγυάται ο χρόνος. Μας το εγγυάται η ίδια η συνήθεια. Τι μπορεί να αλλάξει, θα λες, σε τόσο λίγο χρόνο; Δεν είχαμε ούτε τη δύναμη αλλά ούτε τη θέληση να προκαλέσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Αφεθήκαμε σε μία μεμψιμοιρία και τώρα εγώ αναζητώ την παρέμβαση εξωτερικών παραγόντων, μεταφυσικών δυνάμεων, δαιμόνων, εξωγήινων για το ξεκίνημα μιας κάθαρσης. Δε σε αγαπώ πια. Ούτε κι εσύ. Μάλλον πρέπει να με άκουσες. Να μίλησα απ’ έξω μου. Παρ’ ολίγον να έσπαζα τη συμφωνία που είχαμε κάνει να αφήσουμε τα πράγματα να κυλήσουν και η απόφαση να μας παρουσιαστεί στο πιάτο, να αφήσουμε, όπως είχες πει, τη στιγμή, το δευτερόλεπτο να λειτουργήσει και να πάνε, όπως πρέπει να πάνε. Να μην παρεμβαίνουμε. Σε βλέπω να γυρνάς πλευρό. Η αλληλουχία των δευτερολέπτων μάς διατηρεί στην ίδια κατάσταση. Κι ας κάνω εγώ θεωρήσεις, ας ρίχνομαι σε εσωτερικές αναζητήσεις που πάντα έκανα κι έβλεπες σε αυτή μου την δυσθυμική τάση, τον κίνδυνο απομάκρυνσης, την τρομοκρατική πράξη να διαλύσει την καθεστωτική ηρεμία αυτής της σχέσης. “Χρειάζομαι ηρεμία”, είχες πει, “για να σκεφτώ κι έχω πολλά στο κεφάλι μου”. Πριν από έναν μήνα αυτό. Οπισθοχώρησα. Γενικά σου έδινα πάντα δίκιο. Ίσως και να με βόλευε. Για πολλούς λόγους. Ανευθυνότητα, αδυναμία να πάρω την απόφαση, αναβλητικότητα. Λύπη για μένα και για σένα. Που θα σε άφηνα, που θα σου αναστάτωνα τη ζωή, την ηρεμία. Γι’ αυτό κι εγώ, όπως κι εσύ άλλωστε, σαν άλλος Οιδίποδας, αφήνομαι στην τύχη, στο επόμενο ελαττωματικό δευτερόλεπτο που θα φέρει την αλλαγή, την πλήρη αναρχία.

Όλα θα πάρουν τον δρόμο τους και θα τακτοποιηθούν, μαζί τους κι εμείς, ένα πρωί όπως ακριβώς αυτό. Θα ‘μαι δίπλα σου στο κρεβάτι ή μπορεί κιόλας να με βρει σκυμμένο κάτω από το ντουλάπι της κουζίνας να πλένω τα χθεσινά πιάτα στον νεροχύτη. Θα ‘χω φτιάξει καφέ και θα τον έχω αφήσει να κρυώσει λίγο. Κι ενώ θα είμαι βυθισμένος σε σκέψεις καθημερινές, τρίβοντας με δυνατές αποφασιστικές κινήσεις με το συρμάτινο σφουγγαράκι υπολείμματα αυγού από τα πιρούνια μας και παρελθόντων δευτερολέπτων αναποφασιστικότητας, θα βλέπω να χάνονται οι ευχές μου σε δίνες από σαπουνάδες και πως διασπάται η ευτυχία μιας σχέσης που έχει από καιρό ξεφτίσει με επαφή σε κατιονικά συστατικά απορρυπαντικού, παρασέρνοντάς μας, όλους μαζί, την ιστορία και αυτό που θα μπορούσε να μεταλλαχθεί, στο σιφόνι.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένα μεταλλαγμένο δευτερόλεπτο, χωρίς ακόμα να το έχω αντιληφθεί, συνεχίζοντας την πρωινή τακτοποίηση της κουζίνας, έχοντας τελειώσει το πλύσιμο των πιάτων, συνεχίζοντας την επαναλαμβανόμενη φυσιολογική διαδικασία, βήμα – βήμα, σαν σε πρωτόκολλο, θα σπρώξω στην τρύπα του ανοξείδωτου νεροχύτη ένα κομμάτι από ασπράδι, περιέργως μεγάλο, που θα μοιάζει σαν περίβλημα από μάτι. Η ίριδα που εσώκλειε η λευκή μεμβράνη θα έχει ήδη ταξιδέψει, αλλά δε θα μας απασχολεί τι βλέπει πια, έναν άλλο φωταγωγό, αν την πήρε με το ράμφος του όπως ρώγα σταφύλι πουλί ή σε έναν άλλο βόθρο να βλέπει άλλες παρασυρμένες ιστορίες της πολυκατοικίας. Ανυποψίαστος για την αρχή του τέλους που θα έχει σημάνει, θα νομίζω πως σ’ άκουσα να πίνεις από τον καφέ μου. Πως σ’ άκουσα να έρχεσαι ξοπίσω μου, τα χνώτα βαριά από την πρωινή, ξαφνική έγερση. Εγώ, χωρίς να γυρίσω να σε αντικρίσω, θα σε επιπλήξω αυστηρά αυτή τη φορά και όχι όπως συνήθιζα να κάνω, χαιδεύοντας με τις λέξεις τους λοβούς και τον ακουστικό σου πόρο. Το τύμπανο θα ξαφνιαστεί που δεν ακούει τη βαθιά χροιά της φωνής μου κατευναστικά όπως σε παιδί, λατρευτικά όπως σε Άγιο, θα σου φωνάξω κοφτά να μην πάρεις από τα τσιγάρα μου, γιατί τα έχω μετρημένα κι αν πας στο μπάνιο —από την επίπληξη χαράζοντας μεταβολή ξανά στην κουζίνα— να σηκώσεις πρώτα το καπάκι της λεκάνης. Να μην κατουρήσεις γύρω στα χείλη της, γιατί πιάνουν ένα κίτρινο πουρί τα λαστιχένια μαξιλαράκια κι έφαγα μια οδοντόβουρτσα προχθές για να τα καθαρίσω.

Εγώ θα παραξενευτώ που δε μιλάς. Θα τεντώσω ακόμα το αυτί και θα σε ψάξω με το δέρμα μου, με τους άλλους αισθητήρες μου, ανιχνεύοντας τη θερμοκρασία του σώματός σου που αφήνει το αγουροξυπνημένο, ζεστό από τον ύπνο και τα σκεπάσματα σώμα σου στην κουζίνα. Θα τρομάξω που δεν εναντιώνεσαι με βρυχηθμό λιονταριού, ενώ μπορεί μέσα στα δόντια να γυροφέρνεις μια ιξώδη βρισιά αποδοκιμασίας. Αυτό στο αναγνωρίζω. Τη διπλωματία σου, την εγκράτειά σου, το «όταν δεν σε παίρνει», το «όταν δεν το επιτρέπει ο καιρός». Να ξέρεις όμως, πως εγώ την ένιωθα. Η αποδοκιμασία έχει μια μυρωδιά λεπτή, καβαλικεύει τα χνώτα, βγαίνει από τα ρουθούνια σαν βρει εμπόδιο από τη στενή οδοντοστοιχία σου, προδίδεται με την εκπνοή. Εγώ, λοιπόν, να ξέρεις πως παραδινόμουν, γιατί ήξερα πριν από εσένα. Τελευταία είχε γίνει ιδιαίτερα τσουχτερή, μου τίναζε τη βλεννογόνο με συσπάσεις ιγμορίτιδας. Έχεις δει τις γεροντοκόρες να ξινίζουν στις τελευταίες απέλπιδες προσπάθειές τους να ζευγαρώσουν; Δεν είναι ξινίλα, όπως έλεγες. Από την αγαμία, από την αραχνιασμένη επιθυμία. Τους έχει ερεθιστεί με τους πολλούς αυτό το νεύρο. Ιγμορίτιδα αποδοκιμασίας. Και δε θεραπεύεται. Χρονίζουσα. Μαθαίνεις να ζεις. Εμένα παρόλα αυτά μού είναι πρόσφατο απόκτημα. Κι έχω φανερά τα σημάδια της εξάρτησης, όπως μία μακρινή μου θεία που εισέπνεε βενζίνες. Στο τέλος απόκαμε. Στο τέλος, πιστεύω κι εγώ, να βρω τη δύναμη να μας αφήσω. Προς το παρόν γεύομαι το πτητικό σου χλευασμό. Τα μόριά του στον αέρα. Και με ζαλίζουν. Και με κάνουν να παραληρώ.

Αν πεις λοιπόν κάτι εγώ θα προσποιηθώ ότι δε σε άκουσα. Θα συνεχίσω το φτηνό μου παιχνίδι. Μετά από έναν μήνα, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, θα μου καρφωθεί να γυαλίσω τα διαβρωμένα πλακάκια από τα άλατα. Θα πετάξω σκόνες. Θα πιάσω σύρματα. Θα σηκώσω ήχους να σου σκάψουν τ’ αυτιά. Θα σε προσβάλλω περισσότερο. Θα σε μειώνω εκατοστό – εκατοστό. Θα φτάσεις το ύψος της κατσαρίδας που σκότωσες χθες στο μπάνιο. Εγώ όμως θα είμαι εντελώς αδαής πως τώρα πια έχει προσβάλει καρκίνος την ιστορία μας από εκείνο το μεταλλαγμένο δευτερόλεπτο. Θα πάρουμε το χρώμα του ίκτερου. Θα γυρίσω. Δε θα σε δω. Θα φωνάξω, χωρίς να ξέρω για ποιον ακριβώς λόγο: “Ληστής, ληστής… Γειτόνοι, βοήθεια, κλέφτης”. Εσύ θα έχεις εξαφανιστεί. Θα έχεις αδειάσει το σπίτι. Κι όλα αυτά πριν προλάβω εγώ να ψάξω στις αποσκευές σου. Θα γυρίζω αλλόφρων, φέρνοντας άνω – κάτω το σπίτι, βγαίνοντας στο κεφαλόσκαλο, στη γειτνίαση των τριών διαμερισμάτων του ορόφου. Η γριά με την κολοβή γάτα, που περνούσε στο μπαλκόνι μας και την έδιωχνες καταβρέχοντάς τη με νερό, θα με κοιτάει με έκπληξη. Η γάτα με ανακούφιση. Εγώ θα με ψηλαφίζω, όπως γιατρός παθολόγος, αν μου λείπει κάποιο κομμάτι. Η ξαφνική σου φυγή θα με βάλει σε σκέψεις, θα παραδοθώ σε πανικό.

Προχθές βρήκα στον δρόμο τον πρώην σου. Μου τον είχες δείξει σε φωτογραφία, στο κινητό. Ήταν πολύ διαφορετικός από τότε που την είχατε βγάλει αγκαλιασμένοι με φόντο το Σούνιο, ανεβασμένοι στην τελευταία σταθερή πέτρα πριν τσακιστεί ο ένας από τους δύο Ρήγες. Θυμάμαι είχα πονέσει, όπως ψάρι αγκιστρωμένο. Δεν πονάει να σου αφηγούνται την προηγούμενη ιστορία τους. Όχι. Πονάει το ενδεχόμενο της ίδιας κατάληξης: αντικείμενο μιας μόστρας σε έναν πάλι άγνωστο. Δυσκολεύτηκα να τον αναγνωρίσω. Είχε αλλάξει. Καθίσαμε και ήπιαμε καφέ. Είπε ότι του λείπει η όραση. Βλέπει λίγο πια και στους άλλους φαίνεται. Μπορεί όμως και αόμματος να πηγαίνει. Τα φέρνει κι έτσι γύρω. Του λείπει, όμως, ένας σπόνδυλος. Πηγαίνει γυρτός προς τα αριστερά. Η γήινη περιστροφή δε βοηθά ιδιαίτερα να του ισιώσει το ανάστημα. Ίσως αν η Γη γύριζε πιο γρήγορα, να τον φυγοκέντριζε περισσότερο κι αυτός να στεκόταν λίγο πιο όρθια στον κόσμο. Αυτός τώρα βλέπει ότι γέρνει. Με το ένα χέρι που του κρέμεται, αγγίζει σχεδόν και σκουπίζει το πεζοδρόμιο. Μου είπε να προσέχω. Με παρακάλεσε, χωρίς να με πάρεις εσύ είδηση, όταν θα λείπεις, να ψάξω στις αποσκευές σου. Αυτές τις οποίες, ερωτευμένοι νεοσσοί, τις πρώτες μέρες της γνωριμίας μας είχαμε συμφωνήσει να μείνουμε στο δυάρι των δικών μου, κληροδότημα από τους γονείς μου —επικαρπία εγώ, υψηλή κυριότητα στην ουσία εσύ— κι αυτές, λοιπόν, εσύ τις έφερνες λίγο – λίγο, ανά διαστήματα, με τη μία ή με την άλλη ευκαιρία. Μετάγγιζες στον διάδρομο, στο χωλ, στο υπνοδωμάτιο, μεταφερόμενους όγκους αποσκευών, όπως σταγόνες ορού σε διασωληνωμένο σε καταστολή. Διηθιζόσουν από τη σαρκική μου λαχτάρα και περνούσες ανάμεσα από τις μεμβράνες ασφαλείας και άμυνας και από τα αποτρεπτικά λόγια των φίλων. Είχαν παρατηρήσει μια διαδικασία όσμωσης στην συμπεριφορά μου. Εγώ, όμως, δεν τους έδινα σημασία. Εγώ είχα θαμπώσει.

Μου είπε να ψάξω. Κι αν βρω τον κλεμμένο σπόνδυλο να του τον επιστρέψω. Μου ‘γραψε, κάνοντας κόπο, το τηλέφωνό του. Όπως έγερνε αυτός στην καρέκλα, έγερνε και η αλληλουχία των ψηφίων. Λοξά στη χαρτοπετσέτα, ο αριθμός γράφτηκε διαγωνίως. Μου είπε πως τώρα έτσι ανάπηρος, είναι δύσκολο να αγαπηθεί. Κανείς δεν τον θαυμάζει. Κι είναι δυο μέτρα παλικάρι. Με φτερά στις πλάτες κι όρεξη για ζωή. Και δεν του λείπει και το μυαλό. Να προσέχω κι εγώ. Και να του υποσχεθώ, με την πρώτη ευκαιρία να ψάξω στις βαλίτσες σου. Σε εκείνη την κόκκινη, τη χάρτινη, τη δεμένη σταυρωτά με σπάγκο. Αν βρω κι άλλων κομμάτια —αναμνηστικά εσύ συνήθιζες να τα λες, τώρα θυμάμαι πιο καθαρά— να τον πάρω τηλέφωνο. Θα τους ειδοποιήσει πως θα γίνει παραλαβή. Αν είναι να του παραδώσω όλη τη βαλίτσα. Θα κάνει αυτός τη διανομή. Γιατί εσύ, δικό σου δεν είχες τίποτα. Είσαι όπως κι αυτή ένα περίβλημα άδειο. Δεν έχεις προσωπική ιστορία. Δεν είχες όνειρα φέρει μαζί σου. Έκανες μόνο συλλογές. Και σαν να μου κόβεται η αναπνοή, τώρα. Μου λείπει οξυγόνο. Και σαν να μου περισσεύει ένας σπόνδυλος. Εγώ δεν ήμουν ένα και ογδόντα. Η ταυτότητα με αναγράφει πέντε πόντους λιγότερο. Και δεν έχω προλάβει να ντυθώ καλά – καλά. Είμαι ακόμα με τις παντόφλες, με τη λεπτή σόλα.  Και λαχανιάζω πιο εύκολα τώρα. Μια δύσπνοια. Μια κοντή ανάσα.