Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής

   Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Mε το που έκλεισαν το κινητό τηλέφωνο, ο καθένας αποτραβήχτηκε στη δική του γωνία. Ο κύριος Λαυρέντης στη βαθιά του πολυθρόνα και η κυρία Έλλη στην ξύλινη καρέκλα, ακριβώς δίπλα στο επιδαπέδιο φωτιστικό.

«Aυτό εσύ τώρα, το λες επικοινωνία» ξεκίνησε η κυρία Έλλη τη συζήτηση, ενώ τοποθέτησε τα κοκάλινά της γυαλιά στη σουβλερή της μύτη και πήρε στα χέρια της τον “Επαναστατημένο Άνθρωπο” του Camus. Ο κύριος Λαυρέντης άφησε με δυσαρέσκεια το πληκτρολόγιο της τηλεόρασης, που μόλις είχε πιάσει. Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό και γύρισε το πρόσωπό του προς εκείνη.

«Τι να κάνουμε ρε γυναίκα; Δε βλέπεις τί γίνεται έξω; Τον θυμάσαι τον Λάμπρο τον Παρασιάδη, που δούλευε στο φούρνο του Αποστόλη; Πέθανε χτες. Νοσηλευόταν πολλές μέρες στο νοσοκομείο. Τον περνάω και καμία εικοσαριά χρόνια».

«Ζωή σε λόγου μας λοιπόν. Αυτό όμως δεν αναιρεί το ότι αυτές οι ολιγόλεπτες κλήσεις έχουν αρχίσει να με εκνευρίζουν».

«Μα χάρη σε αυτές βλέπουμε τα παιδιά. Αν δεν υπήρχε η τεχνολογική ανάπτυξη του καπιταλισμού με σήματα καπνού θα επικοινωνούσαμε».

«Να σου πω κάτι; Είμαι σίγουρη βέβαια ότι θα το αρνηθείς, τέτοιος αγαθιάρης που είσαι, αλλά εν πάση περιπτώσει. Νομίζω ότι τα παιδιά βολεύονται με την καραντίνα».

«Γιατί το λες αυτό;»

«Δηλαδή πριν την πανδημία τους έβλεπες πιο συχνά; Μια χαρά τώρα βρήκαν τη δικαιολογία, κάνουν μια βιντεοκλήση και από εδώ πάνε και οι άλλοι».

«Θα προτιμούσες να έρθουν εδώ και να τη βγάλουμε μετά σε καμιά μονάδα; Και άντε εσύ, θα τα κατάφερνες. Εγώ είμαι μεγαλύτερός σου, έχω και το σάκχαρό μου».

«Θα προτιμούσα όταν τελειώσει όλο αυτό, οι βιντεοκλήσεις να μετατραπούν σε παρουσία. Αλλά μετά θα επιστρέψει και η έλλειψη χρόνου».

«Μην ανησυχείς. Όλα θα γίνουν όπως πρέπει. Όλοι υποφέρουν σε αυτή την κρίση».

«Υπάρχουν αυτοί που υποφέρουν επειδή χάνουν χρήματα και όσοι υποφέρουν επειδή δεν είχαν ποτέ χρήματα να χάσουν. Άσε με τώρα που όλοι υποφέρουμε τα ίδιο».

«Εγώ σου ζητώ να δείξεις λίγο εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Σε λίγο καιρό θα ξαναγυρίσουμε στη ζωή όπως την ξέραμε».

«Όπως την ξέραμε, μια χαρά τα λες. Όχι όπως θα θέλαμε να είναι».

«Τι εννοείς πάλι; Όταν αρχίζεις τις ιδεολογικές σου ειρωνείες και υπονοούμενα πραγματικά γίνεσαι ανυπόφορη».

Η κυρία Έλλη κατέβασε τα γυαλιά της, παράτησε το βιβλίο στην άκρη και με μια έντονη γκριμάτσα κοίταξε τον κύριο Λαυρέντη.

«Μιλάς για την επιστροφή της ζωής που ξέραμε. Και την ευχαριστιόσουν και από πάνω, πανάθεμά σε. Θα μου πεις τι ευχαριστιόσουν;».

«Να, όλα αυτά που είχαμε».

«Μάλιστα. Ο προκομμένος και η προκομμένη μας έρχονταν μία φορά το μήνα. Τα μικρά και που ήταν εδώ, ουσιαστικά δεν ήταν. Εκτός αν εσύ χαιρόσουν που σου απαντούσαν με ένα “ναι”, με ένα “εντάξει” και ένα “γεια”, αφού είχαν ήδη σηκωθεί και ήταν με το ένα πόδι έξω από την πόρτα».

«Έτσι είναι η νεολαία σήμερα. Δεν τιθασεύεται εύκολα».

«Εσύ, μια ζωή έβρισκες δικαιολογίες. Θέλεις να μιλήσουμε για τη ζωή που ζούσαμε; Να μιλήσουμε για τα χρόνια που έφαγες στο εργοστάσιο και για τον μισθό που είχες; Να μιλήσουμε για το πόσο σε εκμεταλλεύτηκαν ή για το ευχαριστώ που ήσουν αναγκασμένος να λες για να μη χάσεις και τα ελάχιστα;».

«Με εκείνη τη δουλειά ρε συ Έλλη πετύχαμε ό,τι πετύχαμε. Χτίσαμε το σπίτι, μεγαλώσαμε τα παιδιά. Φτάσαμε εδώ που φτάσαμε».

«Λες να μη το ξέρω αυτό; Αλλά αυτό το αίσθημά σου της ικανοποίησης από τα πάντα, πραγματικά με τσατίζει».

«Συμβιβασμός ήταν βρε γυναίκα. Όλοι κάνουμε τους συμβιβασμούς μας. Εσύ τι θα έκανες στη θέση μου;»

«Πιθανά θα συμβιβαζόμουν και εγώ. Αλλά μόλις έβγαινα από εκείνο τον χώρο, θα έβριζα τη μοίρα μου, πιθανά και την ανικανότητά μου. Σίγουρα όλους εκεί μέσα. Έστω και σαν ξέσπασμα».

«Όλα αυτά όμως ήταν κομμάτι της ζωής μας».

«Αυτής που θέλουμε να ξαναγυρίσουμε. Και ποιος μου λέει εμένα ότι αυτή η ξαφνική αγάπη των πάντων προς την καθημερινότητα και τη συνήθεια, δεν είναι σκόπιμη; Είναι μια καλή ευκαιρία να δώσουμε έμφαση στην επιβίωσή μας, να πούμε ότι μόνο η υγεία μετράει και τα υπόλοιπα να περάσουν σε δεύτερη μοίρα».

«Υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από την υγεία βρε γυναίκα;»

«Δεν υπάρχει βρε Λαυρέντη μου. Μακάρι όμως να μπορούσες να ρωτήσεις τον πατέρα σου που σκοτώθηκε στον πόλεμο, να σου πει την άποψή του περί υγείας και ελευθερίας».

«Οι προτεραιότητες άλλαξαν πλέον».

«Να ήταν μόνο αυτό; Γιατί η ζωή στην οποία θέλεις να γυρίσουμε είναι η ίδια ζωή στην οποία υπάρχει η Lama —τη θυμάσαι τη Σύρια που έμενε στον κάτω όροφο. Είναι η ίδια ζωή στην οποία ο κόσμος έχει βυθιστεί στις ακρότητες. Φτώχεια από τη μια και πλούτη από την άλλη. Εκμετάλλευση και υποδούλωση. Άσε με ρε καημένε, σε έχουν ταράξει στη φάπα και εσύ ακόμη βλέπεις μπροστά σου αγαθές προθέσεις και ποιοτική διαβίωση».

«Πάντα δεν ήταν έτσι ο κόσμος;»

«Να τον αλλάξουμε λοιπόν. Όχι να λέμε και εμείς οι ίδιοι να ξαναγυρίσουμε στην ίδια ζωή».

«Πώς θα το κάνουμε αυτό ρε συ Έλλη; Για δες την Έλλη που τώρα στα γεράματα μάς βγήκε πιο Γκεβάρα και από τον Τσε».

«Για αρχή, ας ευχόμαστε να επιστρέψουμε σε μια καλύτερη κοινωνία. Όχι σε μια κοινωνία στην οποία οι περισσότεροι επιβιώνουμε με τα χίλια ζόρια και ζούμε μέσα στη μοναξιά. Δεν την μυρίζεις την οικουμενική αποσύνθεση;».

«A, πολλή φόρα πήρες σήμερα».

«Ε μα, με έχεις σκάσει. Ξέρω τι έχεις κάνει για όλους μας. Και ξέρεις πόσο σε αγαπώ. Αλλά νομίζω πως καλό είναι να κοιτάμε και λίγο το μέλλον του συνόλου».

«Ποτέ δεν κοίταξα μόνο τον εαυτό μου. Έλλη, το μόνο σύνολο στο οποίο θα γίνω μέλος από εδώ και πέρα είναι του νεκροταφείου. Έχω εγώ χρόνο για επαναστάσεις;»

«Δεν έχουμε. Αλλά μπορούμε να συζητάμε τέτοια θέματα μεταξύ μας. Το ξέσπασμα που σου έλεγα. Όχι να αποβλακωνόμαστε ακόμη περισσότερο».

«Εδώ είμαστε. Να τα συζητάμε αν σε κάνει να νιώθεις καλύτερα. Η βελτίωση μέσα από τη διαφωνία έρχεται. Πείνασα όμως, δε θα φάμε κάτι;»

«Μου φαίνεται θέλεις σύντομα να γίνεις μέρος του συνόλου. Τόσα φάγαμε αυτές τις μέρες».

«Ας φάμε τώρα κάτι να θρέψουμε το σώμα μας και θα ωριμάσει και η σκέψη για μια επανάσταση».

«Η επανάσταση δεν είναι ένα φρούτο που θα πέσει όταν είναι ώριμο. Πρέπει να κουνήσουμε και λίγο το δέντρο».

«Δικό σου είναι αυτό ή του Τσε;».

«Του Τσε».

«Θυμήσου όμως και τα γουρούνια στη “Φάρμα των Ζώων”. Στο τέλος περπατούσαν όρθια».

«Μάλιστα. Εξυπνάδες».

«Δε θα πω τίποτε παραπάνω. Η σιωπή είναι κι αυτή ένα επιχείρημα που εκφράζεται με άλλον τρόπο».

«Έτσι σε θέλω οπλαρχηγέ μου. Γεροξεκούτη μου εσύ», είπε η κυρία Έλλη, πετάχτηκε από την καρέκλα της, έπιασε με τα δυο της χέρια τα ροζιασμένα του μάγουλα και του έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. Παρατήρησε το σημάδι που του άφησε το κατακόκκινο κραγιόν της, αλλά αποφάσισε να μη του το σβήσει. Μια ζωή κρατούσε αυτή η ιδεολογική τους αντιπαράθεση. Ας ήταν. Στα μάτια της δεν έπαψε στιγμή να είναι ο καθημερινός της ήρωας.


Υ.Γ. Η φράση “Η σιωπή είναι κι αυτή ένα επιχείρημα που εκφράζεται με άλλον τρόπο” είναι επίσης του Τσε Γκεβάρα.