Άρθρο: Σοφία Βελωτά,
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

Επιμέλεια: Μαρία Σουρτζή,
Φιλόλογος


Σε όλα τα στάδια ανάπτυξης ενός συμβούλου, από την εκπαίδευσή του όσο και κατά τη διάρκεια άσκησης του επαγγέλματός του, η εποπτεία αποτελεί ένα απαραίτητο και αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας για τον σχηματισμό και την υποστήριξη της ταυτότητας του ως θεραπευτής. Επιπλέον, η εποπτεία αποτελεί και ένα μέσο διασφάλισης της ποιότητας παροχής συμβουλευτικών και ψυχοθεραπευτικών υπηρεσιών. Υπάρχουν διαφορετικά μοντέλα εποπτείας πάνω στα οποία ένας επόπτης μπορεί να οργανώσει τη διαδικασία της εποπτείας και να κατανοήσει τη σχετική εποπτική εμπειρία, κατά τον ίδιο τρόπο που υπάρχουν και διαφορετικές θεωρίες ψυχοθεραπείας που προσφέρουν διαφορετικό εννοιολογικό πλαίσιο για τη θεραπευτική διαδικασία. Στο παρόν άρθρο γίνεται μία προσπάθεια εξερεύνησης της σημασίας της εποπτείας στην προσωποκεντρική ψυχοθεραπεία.

Ορισμοί Εποπτείας

Η έναρξη ενασχόλησης της επιστημονικής κοινότητας με τον θεσμό της εποπτείας τοποθετείται στη δεκαετία του ΄80, όπου στους ορισμούς αρχικώς κυριαρχούσε η σχέση μεταξύ εποπτευόμενου και επόπτη, ως σχέση διευκόλυνσης και υποστήριξης του εποπτευόμενου ενώ προς τα τέλη της εν λόγω δεκαετίας η προσοχή άρχισε να μετατοπίζεται προς την ενίσχυση των δεξιοτήτων του εποπτευόμενου και την αξιολόγηση του έργου του (Βασσάρα, 2016). Ενδεικτικό της σημασίας της εποπτείας στην ψυχοθεραπεία, είναι ότι προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η Βρετανική Ένωση Συμβουλευτικής (BAC) –αργότερα γνωστή ως Βρετανική Ένωση Συμβουλευτικής και Ψυχοθεραπείας (BACP)– άρχισε να εξετάζει την εκπαίδευση και τη διαπίστευση των εποπτών και τότε οι εκπαιδευτικοί φορείς ψυχοθεραπείας άρχισαν να παρέχουν εκπαιδεύσεις σε αυτόν τον κρίσιμο τομέα (Hawkins & Shohet, 2006). Η Ένωση (BACP)  πήγε την εποπτεία ένα βήμα παραπέρα ώστε να τη θεωρεί απαραίτητη όχι μόνο ως παρεχόμενη υπηρεσία που ανταποκρίνεται στα διαχειριστικά καθήκοντα ενός συμβουλευτικού φορέα αλλά και ως μία υπηρεσία που τίθεται προς όφελος του ίδιου του συμβούλου, της ευζωίας και ανάπτυξής του (Mearns, 1995), ενώ καταλήγει ότι πρωταρχικός σκοπός της εποπτείας αποτελεί η προστασία του υπέρτερου συμφέροντος του πελάτη (Hawkins & Shohet, 2006).

Από τους πρώτους ορισμούς που συναντάμε είναι αυτός του Hess (1980) όπου ορίζει την εποπτεία ως «μια ουσιαστική διαπροσωπική αλληλεπίδραση με στόχο του ενός προσώπου, του επόπτη να προσεγγίσει το άλλο πρόσωπο, τον εποπτευόμενο ώστε να τον βοηθήσει να γίνει πιο αποτελεσματικός στην παροχή βοήθειας σε άλλους ανθρώπους» (οπ. αναφ. στους Hawkins & Shohet, 2006, σελ. 57). Ο ορισμός αυτός ομοιάζει με τον αντίστοιχο που δίνουν οι Loganbill, Hardy and Delworth (1982) και ο οποίος συναντάται συχνά στη βιβλιογραφία όπου αναφέρει ότι η εποπτεία αποτελεί «μία εντατική, διαπροσωπικά εστιασμένη, αμφιμονοσήμαντη σχέση κατά την οποία ένα άτομο αναλαμβάνει να διευκολύνει την ανάπτυξη των θεραπευτικών δεξιοτήτων του άλλου ατόμου» (οπ. αναφ. στους Hawkins & Shohet, 2006, σελ. 57). Στην ίδια κατεύθυνση, ο Felltham & Dryden (1993, σελ. 186) αναφέρουν ότι στο Λεξικό της Συμβουλευτικής η εποπτεία ορίζεται ως «κυριολεκτικά, η επίβλεψη του έργου του εποπτευόμενου, με την εποπτεία να τίθεται προς προστασία του πελάτη και υποστήριξη του συμβούλου…» (οπ. αναφ. στον Mearns, 1995, σελ. 454).

Στόχοι Εποπτείας

Ως προς τους επιδιωκόμενους στόχους τις εποπτείας που συνδέονται με τις αντίστοιχες λειτουργίες της παρατηρούνται αρκετές διαφοροποιήσεις. Ο Kadushin (1976), μιλώντας από τον χώρο της κοινωνικής εργασίας, σκιαγραφεί τρεις λειτουργίες ή ρόλους της εποπτείας, τον εκπαιδευτικό, τον υποστηρικτικό και τον διαχειριστικό (Hawkins & Shohet, 2006). Από την άλλη, οι Hawkins & Shohet (2006) μιλούν για την αναπτυξιακή λειτουργία της που στοχεύει στην εξέλιξη των δεξιοτήτων συμβουλευτικής του συμβούλου, στην υποστηρικτική η οποία αποβλέπει στην παροχή συναισθηματικής βοήθειας στον σύμβουλο και την ποιοτική η οποία διασφαλίζει την ποιότητα των παρεχόμενων συμβουλευτικών υπηρεσιών που λαμβάνει ο πελάτης.

Οι Bernard & Goodyear (2018) αποδίδουν στην εποπτεία τρία βασικά χαρακτηριστικά συμπεριλαμβανομένου και του σκοπού της (Talley & Jones, 2019). Συγκεκριμένα: 1) Είναι φύσει αξιολογική και ιεραρχική, 2) έχει χρονική διάρκεια και 3) αποσκοπεί παράλληλα τόσο στην βελτίωση της επαγγελματικής λειτουργίας του εποπτευόμενου όσο και στην παρακολούθηση των παρεχόμενων συμβουλευτικών υπηρεσιών προς τους πελάτες ενώ, τέλος, επιτρέπει στους επόπτες να λειτουργούν και ως θεματοφύλακες του επαγγελματικού πλαισίου του έργου του συμβούλου ώστε να διατηρείται η αξιοπιστία του επαγγέλματος ψηλά (Talley & Jones, 2019).

Για τον Caroll (2010) στο κέντρο της εποπτείας βρίσκεται η μετασχηματίζουσα μάθηση η οποία επιτυγχάνεται μέσα από την κριτική ανατροφοδότηση που λαμβάνει ο εποπτευόμενος από τον επόπτη του (οπ.αναφ. Βασσάρα, 2016, σελ. 14). Για να επιτευχθεί αυτό ο επόπτης χρειάζεται να μπορεί επιτυχώς να εξειδικεύει τη διαδικασία ανάλογα με τις ανάγκες του εποπτευόμενού του και να δημιουργεί την κατάλληλη σχέση και πλαίσιο ώστε να λάβει χώρα η διαδικασία της μάθησης. Ακολούθως, η μάθηση θα είναι το αποτέλεσμα τόσο της αλληλεπίδρασής των δύο συμμετεχόντων στην εποπτεία όσο και της εσωτερικής διεργασίας του εποπτευόμενου (Βασσάρα, 2016). Σε κάθε περίπτωση, ο επόπτης οφείλει να έχει κατά νου του τυχόν ανασταλτικούς παράγοντες της διαδικασίας μάθησης και του γεγονότος ότι η διδασκαλία δεν ταυτίζεται πάντα με την επιτυχή μάθηση (Βασσάρα, 2016). Ομοίως και ο Borders (1994) σημειώνει ότι η εποπτεία συχνά εμπεριέχει τη χρησιμοποίηση δεξιοτήτων από το χώρο της εκπαίδευσης και της συμβουλευτικής με τον επόπτη να αναλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τον ρόλο ενός δασκάλου που προσφέρει τακτική, σαφή και εποικοδομητική ανατροφοδότηση στον εποπτευόμενο (Talley & Jones, 2019).

Μοντέλα Εποπτείας

Αν και ο γενικός στόχος της εποπτείας, όπως προαναφέρθηκε, είναι η επίβλεψη του εποπτευόμενου από έναν πιο έμπειρο επόπτη αναφορικά με την επαγγελματική του ανάπτυξη ήδη από το στάδιο της εκπαίδευσής του αλλά και κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του πορείας, η ίδια η εποπτεία ως έννοια, διαδικασία και περιεχόμενο ακολουθεί τον θεωρητικό προσανατολισμό τον οποίο ο επόπτης έχει. Μέσα από αυτό το θεωρητικό πλαίσιο προκύπτει και η αντίστοιχη αντίληψη του επόπτη για το τι είναι η εποπτεία και τι στόχους θέτει ο ίδιος μέσω αυτής. Ως εκ τούτου, υπάρχουν διαφορετικά μοντέλα εποπτείας τα οποία μπορούν να βασίζονται σε ήδη υπάρχουσες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις όπως στην ψυχοδυναμική, την προσωποκεντρική και την γνωστικο-συμπεριφορική. Για παράδειγμα, στην ψυχαναλυτική εποπτεία ως βασική μέθοδος ακολουθείται η αυτοανάλυση ενώ αντίστοιχα στα πλαίσια της γνωστικό-συμπεριφορικής θεώρησης η εποπτεία βοηθάει ώστε ο εποπτευόμενος να μπορεί αρχικά να αναγνωρίζει το πρόβλημα και κατά δεύτερον να μάθει να επιλέγει την κατάλληλη συμπεριφορική θεραπευτική τεχνική που απαντά στο πρόβλημα του πελάτη του (Leddick & Bernard, 1980; Βασσάρα, 2016). Η προσωποκεντρική προσέγγιση της εποπτείας βασίζεται στην θεωρία θεραπείας του Carl Rogers (Βασσάρα, 2016). Μέσα από ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα που δημιούργησε το 1957 για συμβούλους που ήθελαν να γίνουν επόπτες, ο ίδιος εξέφρασε τη θεώρησή του ότι η εποπτεία, διαπνεόμενη από τις θεραπευτικές συνθήκες τις προσέγγισης, οφείλει να παρέχει στους εποπτευόμενους ένα ασφαλές πλαίσιο, να τους κάνει να νιώθουν αποδεκτοί και να τους παρέχει μία αυθεντική συνάντηση με τον επόπτη τους (Μαλικιώση – Λοΐζου, 2012; Βασσάρα, 2016). Επίσης, σε συνέντευξή του, είχε δηλώσει ότι ο υπέρτερος στόχος της προσωποκεντρικής εποπτείας είναι η διευκολυντική συμβολή της στην ανάπτυξη της κατανόησης του συμβούλου τόσο του εαυτού του όσο και της θεραπευτικής διαδικασίας (Goodyear,1982; Hackney & Goodyear, 1984, οπ.αναφ. Talley & Jones, 2019). Και ενώ είναι διάχυτη στην βιβλιογραφία η σαφής διάκριση μεταξύ εποπτείας και προσωπικής θεραπείας του συμβούλου, ο Rogers τοποθέτησε την παρουσία και των δύο μέσα σε ένα συνεχές όπου μοιράζονται παράλληλους στόχους και διαδικασία (Hackney & Goodyear, 1984 οπ.αναφ. Talley & Jones, 2019).

Ένα συμπερασματικό σχόλιο που προέρχεται από τους Bernard & Goodyear (1998) αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των ψυχοθεραπευτικών μοντέλων είναι ότι η εποπτεία μπορεί να φανεί εξαιρετικά αποτελεσματική εφόσον επόπτης και εποπτευόμενος ανήκουν στην ίδια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, ενώ αν υπάρχει παρέκκλιση είναι πολύ πιθανόν να δημιουργηθούν παράλληλες διεργασίες και διαφοροποιήσεις μεταξύ τους οι οποίες θα εμποδίζουν τη διαδικασία μιας επιβοηθητικής εποπτείας (Βασσάρα, 2016).

Άλλα μοντέλα εποπτείας αποτελούν τα εξελικτικά μοντέλα, από τα οποία το πιο γνωστό είναι το Ολοκληρωμένο Αναπτυξιακό μοντέλο (Integrated Developmental Method) των Stoltenberg και Delworth  (Βασσάρα, 2016). Το συγκεκριμένο μοντέλο δίνει έμφαση σε τρία αναπτυξιακά στάδια των εποπτευομένων (Consoli, Beutler & Bongar.2017). Στο πρώτο στάδιο συμβουλευτικής ανάπτυξης, οι εποπτευόμενοι,  ευρισκόμενοι στην αρχή της εκπαίδευσής τους, επιδεικνύουν έντονο ενδιαφέρον και κίνητρο για μάθηση, είναι όμως ανήσυχοι, φοβούνται την ανατροφοδότηση και βασίζονται αποκλειστικά στον επόπτη τους για καθοδήγηση και υποστήριξη. Στη δεύτερη φάση, οι εποπτευόμενοι βιώνουν ένα πιο αυξημένο επίπεδο αυτοπεποίθησης, μπορούν πλέον να εστιάσουν περισσότερο στις ανάγκες του πελάτη από ότι στις δικές τους και βρίσκονται σε αμφιθυμία μεταξύ του να καταφεύγουν για υποστήριξη στον επόπτη τους και στο να αισθάνονται αυτάρκεις και αυτόνομοι. Στο τρίτο στάδιο, οι εποπτευόμενοι συνδέονται πιο στενά με τους επόπτες τους και νιώθουν πιο άνετα απέναντι στην εποικοδομητική ανατροφοδότηση αναφορικά με το κλινικό τους έργο. Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι επόπτες περνούν μέσα από εξελικτικές διαδικασίες και ο στόχος τους είναι μέσα από κατάλληλους χειρισμούς τους να οδηγήσουν τους εποπτευόμενους τους στην κατάκτηση της απαιτούμενης αυτονομίας και επάρκειας, ανταποκρινόμενοι πάντα στις μαθησιακές ανάγκες των τελευταίων και στο αντίστοιχο στάδιο ανάπτυξής τους (Consoli et al, 2017).

Στα συνθετικά μοντέλα εποπτείας, τα οποία συνδυάζουν τόσο τις πεποιθήσεις και τις αξίες των εποπτών όσο και τις ανάγκες των εποπτευόμενων (Μαλικιώση – Λοΐζου, 2012; Βασσάρα, 2016), ανήκει το μοντέλο της Διάκρισης (Discrimination Model) της Bernard (1979) το οποίο ονομάζεται έτσι γιατί διακρίνει δύο βασικά επίπεδα εποπτείας (Ellis, 2010), αυτό του ρόλου του επόπτη ως δασκάλου, συμβούλου και τεχνικού συμβούλου (consultant) (Κεφαλοπούλου Μ., 2015) και αυτό των διαδικασιών της εποπτείας (επεξεργασία, εννοιολογική συνειδητοποίηση και προσωποποίηση) (Ellis, 2010).  Στο επίπεδο των διαδικασιών της εποπτείας, η επεξεργασία (process) αναφέρεται στις συμπεριφορές του εποπτευόμενου ή στις παρεμβάσεις που χρησιμοποιούνται στην εποπτεία. Η εννοιολογική συνειδητοποίηση (conceptualization) αφουγκράζεται τις σκέψεις του εποπτευόμενου σχετικά με τους πελάτες του αλλά και την ίδια την εποπτεία του και τέλος, η προσωποποίηση (personalization) αναφέρεται στην αυτογνωσία του εποπτευόμενου σχετικά με τις προκαταλήψεις, τα στερεότυπα και τις συναισθηματικές αντιδράσεις του προς τον πελάτη ή τον επόπτη του (Ellis, 2010).

Περαιτέρω, από την επισκόπηση της βιβλιογραφίας προκύπτει ότι αρκετοί μελετητές περιγράφουν διάφορες τεχνικές κατά την εποπτεία, ανάμεσα στις οποίες ενδιαφέρον προκαλεί η πρόταση των Sommer και Cox (2003) για χρήση Ελληνικών μύθων ως μεταφορές για την ανάπτυξη του συμβούλου κατά τη διάρκεια της εποπτείας.

Τέλος, από τα διάφορα πλαίσια που μπορεί να λάβει χώρα η εποπτεία, το πιο διαδεδομένο είναι η ατομική εποπτεία για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με έναν συγκεκριμένο επόπτη (McLeod, 2003). Μία παραλλαγή αυτής της μορφής είναι η εποπτεία με διαφορετικούς συμβούλους που ειδικεύονται σε διαφορετικές θεματικές όπως στην οικογενειακή θεραπεία ή σε θέματα ψυχοπαθολογίας. Μία εναλλακτική μορφή εποπτείας είναι η ομαδική, όπου μία μικρή ομάδα εποπτευόμενων συναντιέται με έναν επόπτη (McLeod, 2003). Στα πλαίσια της ομαδικής εποπτείας μπορεί αυτή να πάρει τη μορφή συζήτησης μίας συγκεκριμένης υπόθεσης η οποία στρέφεται ιδιαίτερα στην κατανόηση της προσωπικότητας του πελάτη ή των οικογενειακών του δυναμικών (McLeod, 2003). Επίσης, υπάρχει και η περίπτωση της εποπτείας ομοτίμων (peer supervision) που λαμβάνει χώρα μεταξύ μιας ομάδας εποπτευόμενων χωρίς να έχει οριστεί κάποιος επόπτης (McLeod, 2003). Τέλος υπάρχουν τα δίκτυα εποπτείας όπου συνάδελφοι σύμβουλοι εκδηλώνουν διαθεσιμότητα για κοινή ή ομότιμη εποπτεία, σε ατομική ή ομαδική βάση ((McLeod, 2003).

Η Προσωποκεντρική Εποπτεία

Σύμφωνα με την προσωποκεντρική θεραπευτική προσέγγιση, η εποπτεία εστιάζει σε δύο κύρια σημεία, στη βιωματική εμπειρία του θεραπευτή και την ανάπτυξη της θεραπευτικής του ικανότητας μέσω της εποπτικής σχέσης (Lambers, 2013, σελ. 454). Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ύπαρξη κοινού θεωρητικού προσανατολισμού μεταξύ επόπτη και εποπτευόμενου ενώ προκειμένου να κατανοηθούν και να αναπτυχθούν στον εποπτευόμενο οι θεραπευτικές συνθήκες της ενσυναίσθησης, της αποδοχής και της αυθεντικότητας, αυτές οι ίδιες ποιότητες πρέπει να είναι παρούσες και στην εποπτική σχέση (Lambers, 2013). Σε συνάφεια, λοιπόν, με την προσωποκεντρική θεραπεία, η εποπτεία προσφέρει ένα περιβάλλον που προωθεί την ανάπτυξη του συμβούλου και τον ωθεί στην ανακάλυψη του προσωπικού του στυλ (Villas-Boas Bowen, 1986 όπ. αναφ. Lambers, 2013). Για τον Rogers η σημασία της εποπτείας ήταν σπουδαία και αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης των φοιτητών του. Κατά την άποψή του, ο επόπτης παρέχοντας ένα περιβάλλον αποδοχής, ενσυναίσθησης και αυθεντικότητας στον εποπτευόμενο, στην ουσία δημιουργεί ένα ασφαλές κλίμα για τον εποπτευόμενο ώστε να εξερευνήσει τα συναισθήματα, τα κωλύματα και τις δυσκολίες του που προκύπτουν κατά την εκπαίδευση του ως θεραπευτής (Rogers, 1951). Πράγματι, σύμφωνα με τον Rogers, ο εποπτευόμενος στην εποπτεία αποτελεί το κέντρο της προσοχής καθώς επιδιώκει «να βοηθήσει τον θεραπευτή να αναπτύξει αυτοπεποίθηση και να αυξήσει την κατανόηση του εαυτού του και της θεραπευτικής διαδικασίας.» (Hackney & Goodyear, 1983, σελ.25, οπ.αναφ. Lambers, 2006, σελ. 268).

O Villas-Boas Bowen (1986) διέκρινε δύο προσεγγίσεις όσον αφορά την εποπτεία, την πρώτη που φαίνεται να δεσμεύεται σε μία ψυχοθεραπευτική προσέγγιση «formoriented supervision και την άλλη που δίνει προεξέχουσα σημασία στην ανάπτυξη της εσωτερικής εστίας αξιολόγησης του εποπτευόμενου και τον σεβασμό στις εσωτερικές του απαντήσεις (Lambers, 2006). O Rogers σε προσωπική του συνέντευξη εκδήλωσε την προτίμησή του για τη δεύτερη μορφή εποπτείας (Goodyear, 1982; Callifronas and Brock, 2017). Σύμφωνα με αυτήν, ο επόπτης σέβεται την αυτονομία και τη μοναδικότητα τόσο του εποπτευόμενου όσο και τη δική του, θεωρεί ότι ο εποπτευόμενος είναι «αυτός που γνωρίζει» και έργο του είναι να δημιουργεί μια διευκολυντική ατμόσφαιρα που ευνοεί την προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη του εποπτευόμενου (Villas-Boas Bowen, 1986; Callifronas and Brock, 2017). Αυτή η προσέγγιση στην εποπτεία επιφέρει, με τη σειρά της, βελτίωση τόσο της θεραπευτικής σχέσης του εποπτευόμενου με τον πελάτη του όσο και του θεραπευτικού αποτελέσματος (Villas-Boas Bowen, 1986; Callifronas and Brock, 2017).

Όπως προκύπτει και από τα παραπάνω, η προσωποκεντρική εποπτεία δίνει περισσότερη έμφαση στο πρόσωπο του εποπτευόμενου και στην ανάπτυξη των θεραπευτικών του ικανοτήτων παρά σε συγκεκριμένους προβληματισμούς που αφορούν τους πελάτες του, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τα θέματα των πελατών αποκλείονται από την εποπτεία (Talley & Jones, 2019). Από τη στιγμή που το υλικό που φέρνει ένας πελάτης θα περάσει μέσα από το αντιληπτικό πεδίο του εποπτευόμενου, η κατ’ αυτό τον τρόπο επεξεργασία και αντίληψη του θεραπευτικού υλικού από τον σύμβουλο θα είναι και το αντικείμενο της εποπτείας. Η εποπτεία, στην περίπτωση αυτή, δομείται γύρω από το πώς βιώνει ο εποπτευόμενος τον πελάτη του και τη θεραπευτική σχέση μαζί του ώστε να διευκολυνθεί η διαδικασία ανάπτυξης του εποπτευόμενου ως θεραπευτή (Mearns, 1997). Ο Mearns (1997) πρότεινε ότι ερωτήσεις όπως «Τι αισθάνομαι σε σχέση με τον πελάτη;», «Υπάρχει κάτι που με εμποδίζει να είμαι ενσυναισθητικός προς αυτόν;» και «Τι μαθαίνω από τη σχέση μου με αυτόν τον πελάτη;» (σελ. 88) λειτουργούν ως μέρος του αναστοχασμού που αναδύεται κατά την εποπτική διαδικασία. Εξάλλου η αυτεπίγνωση των όρων αξίας και του εαυτού επηρεάζουν και την εποπτική σχέση καθώς τόσο ο εποπτευόμενος όσο και ο επόπτης εισέρχονται στη διαδικασία της εποπτείας με τις εμπειρίες τους, τις προκαταλήψεις τους και τους εσωτερικευμένους όρους αξίας τους (Merry, 2001). Για τον λόγο αυτό, ο σεβασμός της διαφορετικότητας και της μοναδικότητας του καθενός είναι αναγκαία συνθήκη που συμβάλλει στην ανάπτυξη της εσωτερικής εστίας αξιολόγησης του εποπτευόμενου, ο οποίος ουσιαστικά φέρνει τον δικό του τρόπο λειτουργίας μέσα στην εποπτεία, έναν τρόπο τον οποίο ο επόπτης εμπιστεύεται βασιζόμενος στην έννοια της αυτοδιάθεσης του ατόμου (Talley & Jones, 2019).

Οι Βασικές Θεραπευτικές Συνθήκες στην Εποπτεία

Κεντρική θέση στην ανάπτυξη των θεραπευτικών ικανοτήτων του εποπτευόμενου και στην κατανόηση της θεραπευτικής εμπειρίας με τον πελάτη του, κατέχει η σχέση μεταξύ του ίδιου και του επόπτη. Πρόκειται για μία συνεργατική σχέση υπό την έννοια ότι τα μέρη της εποπτείας αλληλοεπιδρούν προκειμένου να κατανοήσουν και να εξερευνήσουν το υλικό της εποπτείας, ζητήματα δεοντολογίας και επαγγελματικής ανάπτυξης (Newman, 2010).  Η συνεργατική αυτή σχέση μπορεί να επιφέρει το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα στην εποπτεία όταν διέπεται από τις ίδιες ποιότητες που διέπουν και τη θεραπευτική σχέση, δηλαδή από ενσυναίσθηση, αποδοχή και αυθεντικότητα.

Ενσυναίσθηση

Η ενσυναίσθηση αφορά τη θέληση και την ικανότητα κάποιου να υπεισέρχεται στον ιδιωτικό κόσμο κάποιου άλλου αφήνοντας στην άκρη το δικό του πλαίσιο αναφοράς. Είναι μία διαρκής διαδικασία που σηματοδοτεί έναν τρόπο να υπάρχει κάποιος σε σχέση με τον πελάτη (Mearns and Thorne, 1999; Lambers, 2005). Για τον Warrall (2001) ο μόνος τρόπος για να γνωρίσουν οι επόπτες τους εποπτευόμενους τους είναι με το να τους ακούν με ενσυναίσθηση καθώς μοιράζονται τις εμπειρίες τους (Talley & Jones, 2019). Για να συμβεί αυτό χρειάζεται ο επόπτης να αφήνει στην άκρη το δικό του πλαίσιο αναφοράς, να μένει ανοικτός στην εμπειρία του εποπτευόμενου και να ακούει χωρίς διάθεση ή πρόθεση αξιολόγησης. Με το να προσπαθεί να παραμείνει ανεπηρέαστος και ελεύθερος από αισθήματα ευθύνης και κριτικής,  επιτρέπει στον εποπτευόμενο και τον διευκολύνει να εκφράσει ανοιχτά και ελεύθερα τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στη συμβουλευτική του πρακτική (Lambers, 2005). Σε κάθε περίπτωση, εφόσον η διδασκαλία εμπεριέχεται στην εποπτεία καλό θα ήταν να συμβαίνει με αρκετή διακριτικότητα (Goodyear, 1982; Hackney & Goodyear 1984; Talley & Jones, 2019). Ο τρόπος που ο επόπτης αυθεντικά θα ακούει με ενσυναίσθηση τον εποπτευόμενο είναι και ο τρόπος εξάλλου που θα βοηθήσει να εξελιχθεί η ικανότητα του εποπτευόμενου να ακούει με ενσυναίσθηση τον πελάτη του (Worrall, 2001; Lambers 2006).

Άνευ Όρων Αποδοχή

Η αποδοχή στην προσωποκεντρική εποπτεία εμπεριέχει την έννοια της εκτίμησης και του σεβασμού του εποπτευόμενου, άνευ όρων και χωρίς περισπασμούς από την συμπεριφορά του (Lambers,2005). Με την άνευ όρων αποδοχή επικοινωνείται η εμπιστοσύνη του επόπτη ότι ο εποπτευόμενος θα καταφέρει να βρει τον δικό του μοναδικό τρόπο να σχετιστεί θεραπευτικά με τον πελάτη του (Lambers, 2006). Η αποδοχή του επόπτη προσκαλεί τον εποπτευόμενο να φέρει στην επιφάνεια σκέψεις ή συναισθήματα που μπορεί να τα βιώνει ως απειλητικά ως προς την αυτοαντίληψη του ως άνθρωπο ή ως θεραπευτή και προάγει μία ανοιχτότητα που επιτρέπει την εξερεύνηση της θεραπευτικής του σχέσης με τον πελάτη του (Lambers, 2006). Εξάλλου, ο επόπτης βρίσκεται εκεί για να τον βοηθήσει να βρει το δικό του θεραπευτικό στυλ και όχι για να ελέγχει ή να αξιολογεί τη θεραπευτική του πρακτική (Lambers, 2006). Σίγουρα όμως στον αντίποδα της επικριτικής και αξιολογικής στάσης, φαίνεται ότι χωράει η πρόκληση κάποιων συμπεριφορών από τον επόπτη με τρόπο πάντα αυθεντικό, με αποδοχή και ενσυναίσθηση, η οποία πρόκληση μπορεί κάλλιστα να βιωθεί από τον εποπτευόμενο και ως «ενισχυτική και εποικοδομητική» (Killborn, 1999, σελ. 89 οπ.αναφ. Lambers, 2005, σελ. 203).

Αυθεντικότητα

Η αυθεντικότητα αποτελεί μία θεμελιώδη ποιότητα στην προσωποκεντρική εποπτεία. Όπως ο εποπτευόμενος θεραπευτής αναμένεται να φέρει ή να προσπαθήσει να φέρει τον αυθεντικό εαυτό του στην εποπτεία, το ίδιο αναμένεται να κάνει και ο επόπτης. Αυτή η αυθεντικότητα μπορεί να μεταφραστεί και ως πλήρη παρουσία και δέσμευση προς τη διαδικασία της εποπτείας, όμως απαιτεί επιπρόσθετα και τη συνειδητοποίηση από την πλευρά του επόπτη του ρόλου και της ευθύνης που έχει μέσα στην εποπτική σχέση, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και καθήκοντα επιτήρησης της επαγγελματικής δεοντολογίας (Talley & Jones, 2019). Σε κάθε περίπτωση ο επόπτης δεν καθίσταται υπεύθυνος για τον εποπτευόμενό του αλλά προς αυτόν (Bryant-Jefferies, 2005). Η γνήσια και διαυγής έκφραση ενσυναίσθησης και αποδοχής δίνει βάθος και νόημα στην εποπτεία και διευκολύνει τον εποπτευόμενο να αναπτύξει μεγαλύτερη ενσυναισθητική παρουσία και συμβατότητα εντός της θεραπευτικής σχέσης με τον πελάτη του, (Lambers, 2006).

Ηθική και Δεοντολογία στην Εποπτεία

Ως γνωστόν, η άσκηση εποπτείας είτε σε εκπαιδευόμενους συμβούλους είτε σε επαγγελματίες συμβούλους τίθεται κάτω από τους ίδιους κανόνες δεοντολογίας που διέπουν και την άσκηση ψυχοθεραπείας σε πελάτες και λαμβάνει δεόντως υπόψη κάθε άλλη ηθική ή νομική ευθύνη που αφορά το επάγγελμα του συμβούλου-ψυχοθεραπευτή συμπεριλαμβανομένου και του επόπτη.

Η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Ψυχοθεραπείας (European Association for Psychotherapy – EAP), με τον κώδικά δεοντολογίας και ηθικής της οποίας πολλές Ενώσεις και Εταιρείες Ψυχοθεραπείας συμπεριλαμβανομένων και αυτών της Προσωποκεντρικής προσέγγισης στην Ελλάδα και ευρωπαϊκώς [1] συμμορφώνονται, αναφέρει σχετικά με την εποπτεία σε διάφορα σημεία του κώδικα της (Statement of Ethical Principles) τα εξής. Οι επόπτες α) αναγνωρίζουν ως πρωταρχική υποχρέωσή τους την παροχή βοήθειας στους άλλους προκειμένου να αναπτύξουν τη γνώση και τις ικανότητες τους (p.1.g), β) αποφεύγουν να κάνουν διπλές (dual relationships) σχέσεις με τους εποπτευόμενους τους (p.5.a), γ) αναλαμβάνουν την υποχρέωση να διευκολύνουν την περαιτέρω επαγγελματική ανάπτυξη των εποπτευόμενών τους και να παίρνουν μέτρα που διασφαλίζουν την ικανότητά τους (p.6.c), δ) δεν εκμεταλλεύονται σεξουαλικά ή με άλλον τρόπο την επαγγελματική τους σχέση με τον εποπτευόμενο (p.6.d) και ε) δεν ενθαρρύνουν ούτε προωθούν μέσω της εποπτείας τη χρήση ψυχοθεραπευτικών τεχνικών αξιολόγησης σε ακατάλληλα εκπαιδευμένους ή μη πιστοποιημένους εποπτευόμενους (p.8.f).

Όσον αφορά την προσωποκεντρική εποπτεία έχει υπάρξει η κριτική άποψη ότι δεν επιτυγχάνει την πλήρη συμμόρφωση με τις αυστηρές ηθικές και νομικές επιταγές που προβλέπονται για τους επόπτες-συμβούλους καθώς βάζει σε προτεραιότητα τις ανάγκες του εποπτευόμενου πάνω από αυτές του πελάτη, γεγονός που εγείρει ανησυχίες ως προς το ότι αν ο επόπτης δεν αξιολογήσει το έργο το εποπτευόμενου, τότε είναι πιθανόν ο πελάτης να μην λαμβάνει την κατάλληλη θεραπεία. (Davenport, 1992 οπ. αναφ. Callifronas and Brock,1992).

Ωστόσο, σε απάντηση στην παραπάνω κριτική έρχεται η θέση της προσωποκεντρικής προσέγγισης ότι ο επόπτης δεν αποφεύγει την εκτίμηση του έργου του εποπτευόμενου αλλά την επιτυγχάνει με προσωποκεντρικό τρόπο, μη παρεμβατικό και μη επικριτικό. Συγκεκριμένα, αυτό συμβαίνει μέσα από το χτίσιμο μίας στενής συνεργατικής σχέσης μεταξύ επόπτη και εποπτευόμενου που διέπεται από τις θεραπευτικές συνθήκες, τον σεβασμό, την ειλικρίνεια και την ανοικτότητα και που αυτή με τη σειρά της οδηγεί στην επαγγελματική ανάπτυξη του εποπτευόμενου. Επίσης, στο έργο του επόπτη ανήκει και η ενθάρρυνση του εποπτευόμενου για αυτοαξιολόγηση κατά τον ίδιο τρόπο που ενθαρρύνεται ο πελάτης να αξιολογήσει την θεραπευτική διαδικασία και τη σχέση του με τον θεραπευτή του σαν μέρος της θεραπείας (Callifronas and Brock,1992). Τέλος, μέσω της εποπτικής σχέσης και της ίδιας δεοντολογικής πρακτικής του επόπτη, δύναται επίσης να αναπτυχθεί και η δεοντολογική και ηθική πυξίδα του εποπτευόμενου συμβούλου ως μέρος της αυθεντικής του ταυτότητάς ως επαγγελματίας. Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι ο σεβασμός στην αυτονομία και στην αυτοδιάθεση του πελάτη που είναι εγγενείς στην προσωποκεντρική θεραπεία, διέπουν εξίσου και την εποπτεία.

Επίσης, παρότι η εποπτεία παραλληλίζεται με την προσωπική θεραπεία στην προσωποκεντρική προσέγγιση, είναι αναγκαίο να διακρίνονται ξεκάθαρα οι ρόλοι του επόπτη από τον θεραπευτή. Ο Patterson (1964), μάλιστα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το να παρέχεται θεραπεία στον εποπτευόμενο είναι αντιδεοντολογικό και άδικο γιατί πρόκειται για «αιχμάλωτο πελάτη» (σελ. 48) ο οποίος δεν μπορεί να συναινέσει κατάλληλα στην ύπαρξη θεραπευτικής σχέσης (οπ. αναφ.Talley & Jones, 2019, σελ. 27).

Τέλος, πολύ βοηθητική στην κατανόηση της δεοντολογίας και της ηθικής στην προσωποκεντρική εποπτεία είναι η διάκριση που κάνει η Lambers (2005) μεταξύ της εσωτερικής και εξωτερικής θεώρησής τους. Η εσωτερική θεώρηση της δεοντολογίας την τοποθετεί υπό το πρίσμα των αρχών της προσωποκεντρικής προσέγγισης, των θεραπευτικών συνθηκών, της θεραπευτικής σχέσης και διαδικασίας, ενώ η εξωτερική θεώρηση την τοποθετεί στο επαγγελματικό και κοινωνικό πλαίσιο που διέπεται από κώδικες και νόμους. Η δεοντολογική πρακτική των προσωποκεντρικών εποπτών καταφέρνει να συνδυάσει και τις δύο θεωρήσεις παρέχοντας ένα ασφαλές πλαίσιο όπου μπορούν και οι δύο να είναι ταυτόχρονα παρούσες (Lambers, 2006).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όπως έχει ήδη αναφερθεί η εποπτεία είναι ένα ιδιαίτερα ουσιαστικό, σημαντικό και αναπόσπαστο κομμάτι της επαγγελματικής ζωής του θεραπευτή, για αυτό και θεωρείται προϋπόθεση της σωστής πρακτικής σε οποιαδήποτε θεραπευτική προσέγγιση. Μέσω αυτής, ο θεραπευτής θα μπορέσει να πετύχει την όσο το δυνατόν καλύτερη παροχή υπηρεσιών, εφόσον του παρέχεται η δυνατότητα να επεξεργάζεται όλα τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν μέσα στην θεραπευτική σχέση. Η εποπτεία θα του προσφέρει επίσης συναισθηματική στήριξη ενδυναμώνοντας τον ψυχικά, ώστε να αποφύγει την συναισθηματική και επαγγελματική εξουθένωση. Ειδικότερα στην προσωποκεντρική προσέγγιση εφόσον ο θεραπευτής δεν ακολουθεί συγκεκριμένο πρωτόκολλο και το μόνο εργαλείο που έχει είναι ο εαυτός του, οφείλει στο πλαίσιο της αυτοφροντίδας και της αποτελεσματικότερης παροχής υπηρεσιών να είναι ιδιαίτερα συνεπής με την εποπτεία του.

Συμπερασματικά και με τη βοήθεια της ανάλυσης που προηγήθηκε, συγκρατώ, πόσο σημαντικό ρόλο για την επαγγελματική και προσωπική εξέλιξη ενός συμβούλου αδιαμφισβήτητα παίζει η ποιότητα της σχέσης του επόπτη με τον εποπτευόμενο, η οποία όταν προσφέρεται με την ίδια συναισθηματική ασφάλεια που παρέχεται στον πελάτη και τις βασικές θεραπευτικές συνθήκες αν μη τι άλλο παρούσες, τότε δίνεται ο χώρος ώστε ο εποπτευόμενος να εξερευνήσει ανοικτά και ειλικρινά τις σκέψεις του, τα συναισθήματά του, την όλη του αίσθηση και εμπειρία που έχει από έναν συγκεκριμένο πελάτη ή μία συνεδρία και να αναρωτηθεί χωρίς φόβο και αυθεντικά  «Τι πραγματικά άραγε με ανησυχεί σε αυτή την υπόθεση;» (McLeod, 2003).


Βιβλιογραφικές αναφορές

Βασσάρα, Μ. (2016), Η εποπτεία στη συμβουλευτική και την ψυχοθεραπεία: Μία ποιοτική έρευνα για την εφαρμογή της στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Bernard, J. M. (1979). Supervision training: A discrimination model. Counselor Education and Supervision,19, 60–68.

Bernard, J. M., & Goodyear, R. K. (2018). Fundamentals of clinical supervision (6th ed.). Upper Saddle River, NJ: Pearson.

Borders, L. D. (1994, April). The good supervisor. ERIC Digest. Retrieved from https://www.counseling.org/Resources/Library/ERIC%20Digests/94-18.pdf

Bryant-Jefferies, R. (2005). Person-centred counselling supervision: Personal and professional. Oxford, UK: Radcliffe.

Callifronas, M. D., & Brock, S. (2017). A person-centered view of the aim, goals, and tasks in clinical supervision: Proposals on topics for experiential learning. British Journal of Medicine & Medical Research,19(8), 1–12. https://doi.org/10.9734/bjmmr/2017/29507

Carroll, M. (2010). Supervision: Critical reflection for transformational learning (Part 2). The Clinical Supervisor, 29, 1–19.

Consoli, A. J., Beutler, L. E., & Bongar B., (eds.) (2017). Comprehensive Textbook of Psychotherapy: Theory and Practice. 2nd ed Oxford University Press, USA.

Davenport, D.S (1992) Ethical and legal problems with client-centered Supervision. Counselor Education and Supervision. 31(4):227-31.

Ellis, M.V. (2010) Bridging the Science and Practice of Clinical Supervision: Some Discoveries, Some Misconceptions, The Clinical Supervisor, 29:1, 95-116, DOI:10.1080/07325221003741910

European Association for Psychotherapy, Statement of Ethical Principles available at: https://www.europsyche.org/quality-standards/eap-guidelines/statement-of-ethical-principles/

Feltham, C. & Dryden, W. (1993) Dictionary of Counselling. London: Whurr.

Hackney, H., & Goodyear, R. K. (1984). Carl Rogers’s client-centered approach to supervision. In R. F. Levant & J. M. Shlien (Eds.), Client centered therapy and the person-centered approach: New directions in theory, research, and practice (pp. 278-296). New York, NY: Praeger.

Hawkins, P., & Shohet, R. (2006). Supervision in the helping professions (3rd ed.). Buckingham: Open University Press.

Hess, A. K. (ed.) (1980) Psychotherapy Supervision: Theory, Research and Practice. New York: Wiley.

Kadushin, A. (1976 and 1992) Supervision in Social Work. New York: Columbia University Press.

Killborn, M. (1999), Challenge and person-centred supervision – are they compatible?”, Person- Centred Practice, APA 7(2):83-91.

Κεφαλοπούλου, Μ., (2015): Lecture in Counselling, Psychotherapy, Introduction to Supervision, ICPS.

Lambers, E. (2005). Supervision in person – centred therapy: facilitating congruence. In D., Mearns, and Br., Thorne (Eds), Person-centred therapy today. New frontiers in theory and Practice. London: SAGE Publications.

Lambers, E. (2006). Supervising the Humanity of the Therapist, Person-Centered & Experiential Psychotherapies, 5:4, 266-276.

Lambers, E., (2013). Supervision. In M. Cooper, M. O’Hara, P. F. Schmid, & G. Wyatt (Eds.), The handbook of person-centred psychotherapy and counselling (p. 453–465). Palgrave Macmillan Loganbill, C., Hardy, E. and Delworth, U. (1982) Supervision, a conceptual model. The Counseling Psychologist, 10(1), 3–42.

Leddick, G. R., & Bernard, J. M. (1980). The history of supervision: A critical review. Counselor Education and Supervision, 20, 187–196.

MacLeod, J. (2003) An Introduction to Counselling (3rd ed). Buckingham: Open University Press.

Μαλικιώση – Λοΐζου, Μ. (2012). Συμβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα: Πεδίο.

Mearns, D. (1995). Supervision: a tale of the missing client. British Journal of Guidance and Counselling, 23(3), 421-427.

Mearns, D. and Thorne, B. (1999) Person-centred Counselling in Action. Second Edition. London: Sage.

Merry, T. (2001). Congruence and the supervision of client-centered therapists. In G. Wyatt (Ed.), Rogers’ therapeutic conditions: Evolution, theory and practice, Volume 1: Congruence (pp. 174-183). Ross-on-Wye, UK: PCCS Books.

Newman, P. (2010), Προσωποκεντρική Εποπτεία σε μετάφραση και επιμέλεια Παναγιώτη Απότσου, Νοέμβριος 2016.

Patterson, C. H. (1964). Supervision students in the counseling practicum. Journal of Counseling Psychology, 11(1), 47-53.

Rice, L. N. (1980). A client-centered approach to the supervision of psychotherapy. In A. K. Hess (Ed.), Psychotherapy supervision: Theory, research and practice (pp. 136-147). New York, NY: John Wiley & Sons.

Rogers, C.R. (1951) Client- Centered Therapy. Boston: Houghton Mifflin.

Rogers, C. R. (1957). The necessary and sufficient conditions of therapeutic personality change. Journal of Consulting Psychology, 21(2), 95-103.

Sommer, C.A., & Cox, J.A. (2003). Using Greek mythology as a metaphor to enhance supervision. Counselor Education and Supervision, 42, 326-335.

Stoltenberg CD, McNeill B, (1998) Delworth U. IDM supervision. San Francisco: Jossey – Bass.

Talley, L.P. and Jones, L. (2019) “Person-Centered Supervision: A Realistic Approach to Practice Within Counselor Education,” Teaching and Supervision in Counseling: Vol. 1: Iss. 2, Article 2. https://doi.org/https://doi.org/10.7290/tsc010202  Available at: https://trace.tennessee.edu/tsc/vol1/iss2/2

Villas-Boas Bowen, M. C. (1986). Personality differences and person-centered supervision. Person-Centered Review, 1(3), 291–309.

Worrall, M. (2001). Supervision and empathic understanding. In S. Haugh & T. Merry (Eds.), Rogers’ therapeutic conditions: Evolution, theory and practice, Volume 2: Empathy (pp. 206-217). Ross-on-Wye, UK: PCCS Books.

***

[1] Ενδεικτικά: i) Εθνική Εταιρεία Ψυχοθεραπείας Ελλάδας: http://www.nopg.gr/gr/article.asp?in=1&sub=90&id=676;

ii) European Network for Person-Centred and Experiential Psychotherapy and Counselling: https://www.pce-europe.org/ethics-code;

iii) Πανελλήνια Ένωση Επαγγελματιών Προσωποκεντρικής & Βιωματικής Προσέγγιση: https://person-centred.gr/enosi/