Ποίημα: Τίνα Δημοπούλου – Μιχαλοπούλου
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Το δωμάτιο ήταν γεμάτο συστολή.
Η πειθαρχία πίεζε τους τοίχους και ζήταγε να βγει από τις χαραμάδες των πορτών.
Και στο μπαλκόνι πίσω από τα τζάμια,
το φεγγάρι είχε γδυθεί μπροστά μας ολόκληρο.
Μας προσκαλούσε να αφεθούμε.
Κορόιδευε την σεμνότητά μας.
Τα χέρια τα αντρικά ήταν μαζεμένα,
τη χάρη τους ξόδευαν σε άσκοπες χειρονομίες του λόγου.
Τα πόδια των κοριτσιών απομακρύνονταν με μανία και χωνόντουσαν στις γωνίες των καναπέδων.
Και μια ένταση σχεδόν παιδικού καυγά πλανιόταν στην ατμόσφαιρα.
Κάθε κίνηση, κάθε βλέμμα μπορούσε να πυροδοτήσει τον ερωτισμό που όλοι αριστοτεχνικά απέφευγαν.
Καμιά φορά κοίταζαν ο ένας τον άλλον καχύποπτα ψάχνοντας να βρουν αυτόν που θα τους προδώσει.
Ο πόθος σημάδευε αναπόφευκτα το σώμα τους.
Τα απαγορευμένα χαμόγελα και χάδια αφήνουν ιδρώτα στις μασχάλες και τρέμουλο στα πόδια.
Όλα στην ατμόσφαιρα αναμέναν μια καπνίζουσα κίνηση.
Η πυρκαγιά θα έκαιγε τα ρούχα τους, τα μαζεμένα τους χέρια, τις κουβέντες τους περί ανέμων και υδάτων και διαμήνυε ότι τίποτα δε θα τη σταματούσε πια.