Άρθρο: Λευτέρης Ανέστης
Ψυχολόγος


«Μην τυχόν και δώσεις λεφτά στο μαστούρη!», «Ας τους μαζέψει κάποιος από την πλατεία να καθαρίσει ο τόπος», «Σιγά μην τους λυπηθώ! Aυτοί το επέλεξαν» . Όλοι έχουμε ακούσει αυτές τις γεμάτες “ανθρωπιά” και “συμπόνια” δηλώσεις για τους ανθρώπους που είναι εθισμένοι σε ψυχοδραστικές ουσίες, δηλώσεις που φανερώνουν, ωστόσο, την άγνοια του κόσμου για την πολυπλοκότητα του φαινομένου και την ενδόμυχη ανάγκη του ανθρώπου να ξορκίσει στο περιθώριο τους παρεκκλίνοντες για να διασφαλίσει την “κανονικότητά” του.

Σε μια κοινωνία που βασίζεται στην ατομοκεντρική σκέψη και κουλτούρα, έχουμε μάθει να αγνοούμε ή να αποδίδουμε πολύ λιγότερη σημασία σε κοινωνικούς παράγοντες και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες εμφανίζεται μία συμπεριφορά, ενώ παράλληλα κατηγορούμε το ίδιο το άτομο για την εμφάνιση ενός μη αποδεκτού χαρακτηριστικού, φαινόμενο που η κοινωνική ψυχολογία ονομάζει «θεμελιώδες σφάλμα απόδοσης». Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά με τις κρίσεις μας για τα εθισμένα σε ουσίες άτομα και πηγάζει από τη λανθασμένη πεποίθηση ότι ο εθισμός είναι επιλογή. Η επιστήμη έχει ξεκαθαρίσει χρόνια τώρα ότι ο εθισμός σε ψυχοτρόπες ουσίες είναι χρόνια, υποτροπιάζουσα ασθένεια του εγκεφάλου, και συνεπώς, ο εθισμένος είναι ασθενής. Επομένως, η ανάγκη λήψης της ουσίας δεν είναι επιλογή, αλλά καταναγκασμός, απόρροια των διαταραγμένων εγκεφαλικών συστημάτων που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, και με την ανταμοιβή, τη λήψη απόφασης, την αναστολή της συμπεριφοράς.. Η παρατεταμένη χορήγηση της εθιστικής ουσίας αλλάζει τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου προκαλώντας νευροπροσαρμογές, καθιστά έτσι τη λήψη της ουσίας απαραίτητη και δυσχεραίνει τις προσπάθειες απεξάρτησης.

Ανάμεσα στα αίτια, στα οποία αποδίδεται ο εθισμός σε ουσίες, συμπεριλαμβάνονται και αρκετά γονίδια που μας καθιστούν ευάλωτους σε συγκεκριμένες ουσίες. Όμως, το περιβάλλον φαίνεται να αποτελεί τον πιο κρίσιμο παράγοντα: οι παρέες συνομηλίκων, η ποιότητα της οικογενειακής και σχολικής ζωής, η διαθεσιμότητα της ουσίας, το στρες και το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο είναι μερικοί δείκτες που συσχετίζονται με την κατάχρηση ουσιών και δείχνουν προς τα πού θα πρέπει να στραφούν οι προσπάθειες για πρόληψη και παρέμβαση. Ιδιάζουσα περίπτωση εθιστικής ουσίας αποτελεί το αλκόολ, που ενώ ευθύνεται για τον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων ετησίως είτε άμεσα λόγω των προβλημάτων υγείας που προκαλεί η κατάχρηση του είτε έμμεσα (για παράδειγμα λόγω τροχαίων ατυχημάτων). Παρόλ’ αυτά το αλκοόλ εξακολουθεί να είναι νόμιμο για τους ενήλικες, διαθέσιμο παντού και η χρήση του είναι κοινωνικά αποδεκτή, με τον “βαρύ πότη” να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού για την παρέα.

Ένα ζήτημα, όμως, στο οποίο δεν έχει δοθεί η αρμόζουσα σημασία είναι το στίγμα που βιώνουν οι χρήστες και ο τρόπος με τον οποίο αυτός ο καθαρά κοινωνικός παράγοντας δυσκολεύει την απεξάρτηση. Έρευνες έχουν δείξει ότι ο εθισμένος είναι πιο στιγματισμένος και λιγότερο αποδεκτός από κάποιον με “λερωμένο” ποινικό μητρώο λόγω κλοπής. Συγκεκριμένα το στίγμα αναφέρεται σε μειωμένη κοινωνική αποδοχή έως και περιθωριοποίηση και κοινωνικό αποκλεισμό εξαιτίας αρνητικής στάσης, αρνητικών συναισθημάτων και τελικά διάκρισης προς μία συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων με ένα χαρακτηριστικό ή μία συμπεριφορά.

Πιο αναλυτικά, το στίγμα λειτουργεί ως εμπόδιο στη διάρκεια της απεξάρτησης με διάφορους τρόπους και μπορεί να εμπλέκει ολόκληρη την οικογένεια του χρήστη. Η οικογένεια βιώνει το στίγμα για το εθισμένο μέλος ως σύνολο, αναπτύσσει αρνητική στάση απέναντί του και δυσκολεύεται να το αποδεχτεί και να εμπιστευτεί τις δυνάμεις του. Με τον ίδιο τρόπο αντιδρά και το φιλικό περιβάλλον και ο κοινωνικός περίγυρος του ατόμου: αλλάζουν συμπεριφορά απέναντί του, βλέπουν πάνω του μόνο την ταμπέλα του εθισμένου και ξεχνούν ίσως το πρόσωπο πίσω από αυτήν. Επιπλέον, οι εργοδότες αρνούνται να προσλάβουν άτομα σε φάση απεξάρτησης. Το εξαρτημένο άτομο βρίσκει παντού κλειστές πόρτες και μην έχοντας κανένα προστατευτικό δίχτυ και ευκαιρίες για να ξαναχτίσει τη ζωή του, βρίσκει πάλι καταφύγιο στην πλασματική ευτυχία που του προσφέρει η εθιστική ουσία.

Οι κοινωνίες σήμερα οφείλουν να αλλάξουν την οπτική τους σχετικά με τον εθισμό αν θέλουν στ’ αλήθεια να τον αντιμετωπίσουν. Ο εθισμός δεν πρέπει να ερμηνεύεται και να αντιμετωπίζεται ως προσωπική τραγωδία με βασικό ένοχο το άτομο που αυτοχορηγεί την ουσία, αλλά να γίνεται κατανοητός ως αποτέλεσμα συγκεριμένης εγκεφαλικής δυσλειτουργίας και επίδρασης ευρύτερων συστημάτων στην ένταση και τη διαιώνιση του φαινομένου. Ενδεικτικά: οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες ευθύνονται για την ελεύθερη διακίνηση του αλκοόλ και των τσιγάρων νικοτίνης, το εκπαιδευτικό σύστημα επηρεάζει τη ροπή των νέων στις εθιστικές ουσίες, ενώ η αρνητική στάση της κοινωνίας απέναντι στους εθισμένους επιβαρύνει την κατάσταση. Κρίνεται αναγκαίο να ειδωθεί επιτέλους ο εθισμός απογυμνωμένος από στερεότυπα, ως ένα κοινωνικό πρόβλημα υγείας, που χρειάζεται ολιστικές παρεμβάσεις και αφορά τον καθένα από εμάς. Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα δείτε έναν “μαστούρη/τζάνκι/καμμένο” στον δρόμο, σκεφτείτε λίγο πέρα από την ταμπέλα, πριν του ρίξετε το συνηθισμένο βλέμμα αηδίας…


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Leshner, A. I. (1997). Addiction is a brain disease, and it matters. Science, 278(5335), 45-47.

Pinel, J., P. (2011) Βιοψυχολογία. Kαστελλάκης Α. (Εd.) Κρομμύδας, Γ. (Trans.). Αθήνα: Έλλην.

Room, R. (2005). Stigma, social inequality and alcohol and drug use. Drug and alcohol review, 24(2), 143-155.