Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Η Αετοφωλιά Κοζάνης ήταν εδώ και δύο ημέρες στολισμένη. Απ’ άκρη σ’ άκρη του χωριού ανέμιζαν πολύχρωμα σημαιάκια, ενώ στα μπαλκόνια των σπιτιών κρέμονταν σαν στεγνωμένα ρούχα, γαλανόλευκες σημαίες. Τα πεζοδρόμια ήταν στις άκρες τους βαμμένα με λευκή μπογιά, ενώ τα σκουπίδια ήταν συγκεντρωμένα στις πίσω αυλές. Ακόμη και οι κάτοικοι που συνήθιζαν να βγαίνουν από τα σπίτια τους ατημέλητοι, έμοιαζαν πιο φροντισμένοι και καθαροί από ποτέ. Η μέρα που ξημέρωνε ήταν το επιστέγασμα των ετοιμασιών των τελευταίων εβδομάδων, καθώς το απόγευμα θα μιλούσε στην πλατεία του χωριού ο Βρασίδας Μενεξόπουλος, ο μεγάλος ευεργέτης του χωριού, που ζούσε τα τελευταία εξήντα δύο χρόνια στο Όρεγκον της Αμερικής. Aγέννητος ήταν ακόμη, όταν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου οι γονείς του εγκατέλειψαν το χωριό. Από τότε δεν επισκέφτηκε ποτέ ξανά τη γη των προγόνων του, αν και ποτέ η οικογένειά του δεν ξέχασε τον τόπο που άφησε πίσω της. Σε κάθε γωνιά της Αετοφωλιάς υπήρχαν ταμπέλες αφιερωμένες σε εκείνον. Δίπλα στο εντυπωσιακό σιντριβάνι της πλατείας, στο οποίο οι συγχωριανοί του πετούσαν κέρματα κάνοντας ευχές, στην είσοδο του μουσείου λαογραφίας, στο ανακαινισμένο νηπιαγωγείο και έξω από το καινούργιο γυμναστήριο, το όνομά του σηματοδοτούσε την προσφορά του στον τόπο του. Το χωριό, σχεδόν αόρατο για τους κρατικούς φορείς, έμοιαζε σε ένα μεγάλο ποσοστό να προοδεύει μέσα από την εθελοντική συνεισφορά του Βρασίδα Μενεξόπουλου.

Υπήρχαν κάτοικοι που έδιναν το όνομά του στα αγόρια τους, ενώ η δεκάτη ενάτη του Ιουνίου αποτελούσε μια ανεπίσημη γιορτή για το χωριό. Δε θα μπορούσε επομένως κανένας να είναι αδιάφορος, όταν μέσω δημοσίευσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανακοίνωσε την επίσκεψή του. Εξήντα δύο χρόνια μετά, ο Βρασίδας, θα επέστρεφε πλούσιος και δοξασμένος. Όταν πάρθηκαν οι τελικές αποφάσεις για την οργάνωση των δρώμενων, οι κάτοικοι συνεργάστηκαν για το καλύτερο αποτέλεσμα με μια σπάνια —ακόμη και αν ήταν επιφανειακή— ομοψυχία. Έτσι, εκείνο το απόγευμα είχε φτάσει η στιγμή για την κορύφωση των εκδηλώσεων, την ονομασία της κεντρικής πλατείας σε «πλατεία Βρασίδα Μενεξόπουλου».

Στήθηκε μια επιβλητική κατασκευή ακριβώς δίπλα στο σιντριβάνι, για την οποία δαπανήθηκε ένα μεγάλο —για τα δεδομένα της κοινότητας— ποσό και σχεδιάστηκε ένα πρόγραμμα γεμάτο από ομιλίες τοπικών αρχόντων και δημοτικούς χορούς. Η πινακίδα με το ονοματεπώνυμο του Βρασίδα ήταν καλυμμένη από μια φρεσκοσιδερωμένη ελληνική σημαία και θα αποκαλυπτόταν μετά το πέρας της δικής του ομιλίας. Οι καρέκλες στην πλατεία γέμισαν από πολύ νωρίς. Οι ηλικιωμένοι έπαιζαν με τα κομπολόγια τους, οι νεότεροι αποθανάτιζαν με τα κινητά τους την εκδήλωση, ενώ τα μικρότερα παιδιά έτρεχαν απρόσεχτα με τα ποδήλατά τους ανάμεσα στους εκνευρισμένους συγχωριανούς τους. Τα μεγάφωνα ήταν στη διαπασών και οι ήχοι από το κλαρίνο και το βιολί ακούγονταν σε ολόκληρη την πλαγιά. Σε κάθε ξαφνικό χτύπημα των κρουστών, τα πουλιά αλαφιασμένα έφευγαν από τα δέντρα, ενώ αδέσποτα σκυλιά γαύγιζαν τρελαμένα προς την πηγή του θορύβου.

Όταν εμφανίστηκε ο Βρασίδας, το χωριό σείστηκε από τα παρατεταμένα χειροκροτήματα. Οι ηλικιωμένοι σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους, οι νεότεροι έστρεψαν τα κινητά τους προς την ίδια κατεύθυνση, ενώ ακόμη και τα ατίθασα παιδιά σταμάτησαν στιγμιαία τα ποδήλατά τους. Όλα τα μέλη της οικογένειας Μενεξόπουλου ήταν ντυμένα με ό,τι πιο σύγχρονο απαιτούσε η μόδα. Το περπάτημά τους ήταν αργό και επιβλητικό, αισθανόμενοι την ανάγκη των χωρικών να τους θαυμάσουν για όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα γινόταν. Μέσα στον κοσμοχαλασμό, ελάχιστοι παρατήρησαν τη μεγάλη κονκάρδα στο πέτο του σακακιού του Βρασίδα και τα παρομοίου σχεδίου μανικετόκουμπα. Ακόμα όμως και αυτοί που τα αντιλήφθηκαν, δε θεώρησαν πως το σχέδιο και οι λέξεις που αναγράφονταν είχαν κάποια ουσιαστική αξία. Ο μοναδικός που αποτραβήχτηκε συγκλονισμένος όταν ο Βρασίδας πέρασε από μπροστά του, ήταν ο Νίκος Αθανασιάδης, ο γιος της μπακάλισσας και διδάκτορας πολιτικών επιστημών. Το ασπρόμαυρο σήμα με τον κόκορα και τις λέξεις Proud Boys, τα είχε συναντήσει στα πλαίσια της διατριβής του, μελετώντας τις υπάρχουσες ακροδεξιές και νεοφασιστικές οργανώσεις.

Έτσι όπως στεκόταν ακίνητος και σοκαρισμένος στην άκρη της πλατείας, έμοιαζε με αταίριαστο κομμάτι σε ένα ολοκληρωμένο παζλ. Είχε το χέρι του στο στόμα και κοιτούσε πότε προς το μουσείο και πότε προς τους συγχωριανούς του, που αποθέωναν τον Βρασίδα Μενεξόπουλο. Δεν ήξερε πώς όφειλε να αντιδράσει, όταν σκέφτηκε πως η Ιστορία μια φορά γνέφει στον καθένα για να σταθεί στο ύψος του. Δεν τον ένοιαξε αν θα γινόταν πιστευτός και ούτε ενδιαφέρθηκε για το προσωπικό κόστος. Με αποφασιστικά βήματα πλησίασε την εξέδρα και στάθηκε μπροστά στον Βρασίδα. Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή στα μάτια και ύστερα ο Νίκος, με μια απότομη κίνηση, άρπαξε την κονκάρδα από το σακάκι σκίζοντας το πέτο, την πέταξε ψηλά και φώναξε: «Κάτω ο φασισμός».

Η κονκάρδα, αφού στριφογύρισε κάμποσες φορές στον αέρα, έπεσε μέσα στο νερό του σιντριβανιού, μοιάζοντας με κέρμα για την πιο πανανθρώπινη ευχή.