Κείμενο: Αθηνά Κάππου
Φοιτήτρια Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών

Επιμέλεια: Σοφία Ποιμενίδου
Φιλόλογος


Καθώς περπατούσα στο δρόμο, ένιωσα τις ζεστές αχτίδες του ήλιου στο πρόσωπό μου. Τι όμορφη αίσθηση. Σιγά σιγά η γλυκιά αυτή αίσθηση εξελίχθηκε σε μια αφόρητη ζέστη και αυτόματα ξεκίνησα να ξεκουμπώνω και να βγάζω το μπουφάν μου. Ενώ συνέχισα να περπατώ, ήρθε στο μυαλό μου εκείνη η ιστορία του Αισώπου με τον διαβάτη, τον βοριά και τον ήλιο. Θα κάνω μια σύντομη αναφορά. Κάποτε περνούσε ένας διαβάτης τυλιγμένος στο ζεστό παλτό του και φορώντας το καπέλο του. Ο βοριάς και ο ήλιος έβαλαν στοίχημα για το ποιος θα μπορέσει να τον κάνει να βγάλει το παλτό και το καπέλο του. Πρώτος προσπάθησε ο άνεμος φυσώντας όσο πιο δυνατά και βίαια μπορούσε, αλλά μάταια. Ο περαστικός έσφιξε τα χέρια του γύρω από το κορμί του κρατώντας με δυσκολία τα ρούχα του και τα υπάρχοντά του. Όταν ο άνεμος απελπίστηκε, άφησε τον Ήλιο να δοκιμάσει. Εκείνος εμφανίστηκε σιγά σιγά στον ουρανό και ξεκίνησε να στέκει εκεί ψηλά μην καταβάλλοντας καμία ιδιαίτερη προσπάθεια – ήταν απλώς ζεστός και φωτεινός. Ο περαστικός άρχισε σιγά σιγά να ιδρώνει και σε λίγα λεπτά είχε παραδοθεί στον καύσωνα, βγάζοντας έτσι από πάνω του το παλτό και το καπέλο του.

Φυσικά ο μύθος δεν είναι απλώς μια ιστορία για να περάσει η ώρα. Σκέψη στη σκέψη, ασυνείδητα, μάλλον, έφτασα να παραλληλίσω τον συγκεκριμένο μύθο για ακόμη μια φορά με την ανθρώπινη φύση. Λέμε και ξαναλέμε ότι αγαπάμε ή ότι ερωτευτήκαμε τον τάδε ή τον δείνα. Και μπράβο μας, γιατί δύο από τα βασικά στοιχεία της ζωής είναι το να αγαπάς και το να αγαπιέσαι. Κάπου εδώ όμως κολλάς… Το “να αγαπάς”, τέλεια, αυτό το έχεις. Τι γίνεται όμως με “το να αγαπιέσαι”; Τα βάζεις κάτω χιλιάδες φορές σκεπτόμενος τι έκανες λάθος, σε τι δεν ήσουν αρκετός, την ημέρα που πήγες λίγο πιο απεριποίητος από ότι συνήθως. Ναι, μάλλον αυτό θα είναι. Θα φρίκαρε βλέποντας σε χωρίς την βλεφαρίδα κάγκελο ή το τέλειο καινούργιο σου παντελόνι – αστειεύομαι φυσικά…και χίλια δυο άλλα. Πασχίζεις σαν τον βοριά και συ να κάνεις τον άλλον να σε αγαπήσει,να σε ερωτευτεί ή απλά να σε συμπαθήσει, προσπαθώντας κάθε λεπτό να “φτάσεις στο ύψος του άλλου”, είτε προσποιούμενος κάτι που δεν είσαι, είτε απλά δίνοντας την καλύτερη παράσταση της ζωής σου στα πλαίσια του “εγώ” σου. Και το χάνεις όλο…γιατί είναι τόσο απλό, αλλά δεν το βλέπουμε.

Στο υπογράφει με χίλιες υπογραφές ο ίδιος ο Αίσωπος, ο βοριάς δεν πέτυχε τίποτα με τον τρόπο του. Λυσσομανούσε, φυσούσε, ξεφυσούσε, έβγαλε τα πνευμόνια του, αλλά ο περαστικός δεν γύρισε καν να κοιτάξει τον ουρανό…Και άξαφνα στη ζωή του περαστικού εμφανίστηκε ο ήλιος, ο οποίος δεν κατέβαλε καμία ιδιαίτερη προσπάθεια. Όμως ήταν αυτό που είχε ανάγκη, που ταίριαζε, που ήθελε ο διαβάτης. Ο βοριάς κατάλαβε πως η ώρα του είχε περάσει και η παρουσία του ήταν καθ’ όλα περιττή και έτσι με βαριά καρδιά αποχώρησε. Σίγουρα ο Αίσωπος δεν είχε σκοπό να μιλήσει για έρωτες και αγάπες που δεν ευδοκίμησαν, αλλά μερικές φορές η μαγεία του μύθου βρίσκεται στη διαφορετική ερμηνεία του κάθε αναγνώστη.

Φίλε και φίλη μου μην κάθεσαι άδικα στο ραδιόφωνο να ακούς αυτόν τον ωραίο στίχο που λέει “και αν δεν στο πουν (το “σ’αγαπώ”), να μάθεις να το κλέβεις”, γιατί, απ’ όσα έχω καταλάβει, αυτό το συναίσθημα δεν το κλέβεις από κανένα. Μπορείς να το ζητιανεύεις όλη του ζωή και να κοπανάς την πόρτα του άλλου με όλη σου τη δύναμη για να την ανοίξει και να στο δώσει. Δεν το κάνει από κακό αν δεν στο δώσει, ούτε από πείσμα, ούτε από εκδίκηση, ούτε από εγωισμό. Απλώς δεν το έχει για να στο δώσει – είναι τόσο απλό. Και την πόρτα να άνοιγε, θα ανακάλυπτες πως αυτό που νόμιζες δεν υπάρχει εκεί για σένα. Ναι υπάρχει γενικά, αλλά για κάποιον άλλο και ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε κανείς δεν μπορεί να κλέψει ένα “σ’ αγαπώ” που είναι προορισμένο να ειπωθεί σε κάποιον άλλο. Σαν τον βοριά θα πάρεις τις χαμένες σου ανάσες πίσω και θα αποχωρήσεις, αλλά δεν θα τις κρατήσεις για πάντα μέσα σου, γιατί κάποιος άλλος περαστικός θα τις έχει ανάγκη. Γιατί αυτός ο περαστικός δεν έχει την ανάγκη της ζέστης αλλά του αέρα και ακριβώς σε αυτόν τον περαστικό θα φυσήξεις την δροσιά σου και εκείνος θα ανασάνει από αυτή.

” Ανοίγει ξανά η λίστα “να αγαπάς ” και  “να αγαπιέσαι”. Τα κοιτάς και τώρα λες “τέλεια, τα έχω και τα δύο!”. Αγαπάω για μένα – για κανέναν άλλο – και αγαπιέμαι πρώτα από μένα και έπειτα βρήκα στο δρόμο μου αυτό ή αυτόν που είχε ανάγκη το δικό μου είδος αγάπης, τη δροσιά ή τη ζέστη μου, τον αέρα ή τις αχτίδες μου… “