Κείμενο: Κατερίνα Βαρελά
Κοινωνική λειτουργός – εκπ. Προσωποκεντρική Ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Από τη βρεφική κιόλας ηλικία φαίνεται το άτομο να προσπαθεί να ικανοποιήσει μια έμφυτη ανάγκη για συναισθηματική επαφή. Έτσι, λοιπόν, από πολύ νωρίς το βρέφος αναπτύσσει συγκεκριμένους τρόπους συναισθηματικής σύνδεσης, που φαίνεται να επαναλαμβάνει στις σχέσεις με τους σημαντικούς άλλους καθώς και στη μετέπειτα ζωή.

Ο Βρετανός ψυχίατρος John Bowlby, θεμελίωσε επιστημονικά τη θεωρία του συναισθηματικού δεσμού (attachment theory). Σύμφωνα με τον Bowlby, ο δεσμός ορίζεται ως μια μόνιμη και υγιής συναισθηματική δέσμευση εγγύτητας, που αναπτύσσεται ανάμεσα στον γονέα/φροντιστή και το παιδί κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής του και παίζει καθοριστικό ρόλο και στη μετέπειτα πορεία του (Bowlby, 1969). Πρόκειται για μια διαπροσωπική θεωρία που τοποθετεί το άτομο μέσα στο πλαίσιο των στενών του σχέσεων με τους άλλους και αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του (Stevenson-Hinde, 2007).

Πιο συγκεκριμένα, ο δεσμός αυτός αναφέρεται στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο παιδί και τον ενήλικα φροντιστή του, ο οποίος περιγράφεται ως σοφότερος και μεγαλύτερος ηλικιακά (Stevenson-Hinde, 2007). Η σχέση αυτή μεταξύ βρέφους και γονέα —συνήθως της μητέρας— αναπτύσσεται μέσα από τη συναισθηματική και κατάλληλη ανταπόκριση του δεύτερου στις ανάγκες του πρώτου και αποτελεί έναν σταθερό και οργανωμένο πυρήνα, που δύναται να επηρεάσει τις μετέπειτα εμπειρίες του. Η ανάπτυξη ενός σταθερού δεσμού είναι απαραίτητη για την ομαλή βιολογική, γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη και οι εμπειρίες που έχει ένα παιδί αναφορικά με τη σύναψη δεσμών θα επηρεάσουν αργότερα τον τρόπο με τον οποίο θα ρυθμίζουν τις γνωστικές και συναισθηματικές καταστάσεις και σε συνέχεια τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Μια βασική τοποθέτηση της θεωρίας είναι πως όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται με ένα σύστημα δεσμού (attachment system), το οποίο στοχεύει στη διατήρηση της εγγύτητας με τους σημαντικούς άλλους (attachment figures) σε περιόδους έντονου στρες (Pervin & John, 2001). Απώτερος στόχος αυτής της έμφυτης τάσης δεσμού/προσκόλλησης είναι η εξελικτική ικανότητα προσαρμογής στο περιβάλλον (Bowlby, 1969).

Η διατήρηση της κοντινότητας και της επαφής με τα πρόσωπα δεσμού βοηθάει το άτομο ως προς τη ρύθμιση των στρεσογόνων γεγονότων και στη συνέχεια της δυσφορίας του (Mikulincer & Shaver, 2007).  Η Mary Ainsworth (1970) εξέλιξε τη θεωρία δεσμού και εισήγαγε την έννοια της «ασφαλούς βάσης» απ’ όπου το άτομο μπορεί, μέσα σε ένα υποστηρικτικό κλίμα, να αναζητήσει φροντίδα ενώ παράλληλα είναι και το σημείο εκκίνησής του για εξερεύνηση του εξωτερικού και του εσωτερικού του κόσμου.

Έπειτα από εμπειρική έρευνα, οδηγήθηκε στη διάκριση τριών μορφών προσκόλησης: (1) τον ασφαλή τύπο δεσμού, (2) τον ανασφαλή τύπο δεσμού και (3) τον αποδιοργανωμένο τύπο δεσμού. Ο τύπος του δεσμού που θα αναπτύξει το βρέφος εξαρτάται κυρίως από την ανταπόκριση που θα έχει η μητέρα/φροντιστής στις ανάγκες του (Ainsworth, 1978).

Ο πρώτος τύπος δεσμού, ο ασφαλής, χαρακτηρίζεται από καλή επικοινωνία παιδιού-γονέα, όπου το παιδί εκφράζει τα αρνητικά συναισθήματα. Η μητέρα/φροντιστής είναι σταθερά διαθέσιμη, στοργική κι ευαίσθητη ως προς τα μηνύματα που λαμβάνει από το βρέφος. Από την άλλη το παιδί, με αυτόν τον τύπο δεσμού, φαίνεται να νιώθει τη μητέρα ως ένα άτομο αξιόπιστο, προβλέψιμο, υποστηρικτικό και άρα ασφαλές. Αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως άξιο αγάπης και φροντίδας, ενώ παράλληλα αισθάνεται εμπιστοσύνη και ασφάλεια για να εξερευνήσει τον κόσμο. Είναι πιο πιθανό το άτομο αυτό στην ενήλικη ζωή να αποκτήσει ανθεκτικότητα, ανεξαρτησία, αυτοεκτίμηση, ενσυναίσθηση και αυτορρύθμιση των συναισθημάτων του. Το άτομο αυτό φαίνεται να επιθυμεί τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις και να μη φοβάται την απόρριψη (Ainsworth, 1978).

Ο ανασφαλής τύπος δεσμού διακρίνεται σε δύο επιμέρους κατηγορίες: (1) τον απορριπτικό/αποφευκτικό τύπο δεσμού και (2) τον ανασφαλή/αμφιθυμικό τύπο δεσμού. Στον απορριπτικό/ αποφευκτικό τύπο δεσμού φαίνεται η μητέρα να μην ανταποκρίνεται άμεσα όταν το παιδί εκφράζεται με δυσφορία λόγω δύσκολων συναισθημάτων που βιώνει. Ο φροντιστής λειτουργεί τιμωρητικά και απορρίπτει τα συναισθήματά του. Επομένως, το παιδί αισθάνεται απόρριψη και ταυτόχρονα βιώνει φόβο για μελλοντική απόρριψη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να κρύβει ή να συμμορφώνει τα αρνητικά του συναισθήματα, προκειμένου να λάβει φροντίδα και να γίνει αγαπητό. Το άτομο, λοιπόν, κατά την ενηλικίωση, φοβούμενο την πιθανή απόρριψη, τείνει να αποφεύγει τις στενές επαφές και συχνά να γίνεται αυτό-εξαρτώμενο. Είναι συχνά επιφυλακτικό στο να εμπιστευτεί, ενώ καταπιέζει τα συναισθήματά του (Ainsworth, 1978).

Στον αμφιθυμικό τύπο δεσμού ο φροντιστής δεν είναι σταθερά διαθέσιμος, ανταποκρίνεται απρόβλεπτα και δε δείχνει ευαισθησία στα σήματα που δίνει το παιδί για να εκφράσει τις ανάγκες του. Η σχέση χαρακτηρίζεται από αστάθεια και κάποιες φορές οι ανησυχίες του παιδιού αγνοούνται, με αποτέλεσμα να νιώθει συναισθηματική εγκατάλειψη. Το παιδί με αυτόν τον τύπο δεσμού ενδέχεται να παρουσιάσει επιθετική συμπεριφορά στο μέλλον, αδυναμία να ελέγξει την παρορμητικότητά του καθώς και χαμηλή αυτονομία. Είναι συνήθως ένα άτομο που δεν εμπιστεύεται εύκολα, επιζητά διαρκώς αποδοχή στις σχέσεις κι έχει ανάγκη για έλεγχο, αφού πάντα υπάρχει ο φόβος της εγκατάλειψης (Ainsworth, 1978).

Τέλος, στον αποδιοργανωμένο τύπο δεσμού ο φροντιστής είναι μη διαθέσιμος ή παρέχει κακής ποιότητας φροντίδα. Το παιδί βιώνει ένα διαρκές άγχος και μια επαγρύπνηση, σαν να ελλοχεύει πάντα ένας κίνδυνος. Αυτός ο τύπος δεσμού μπορεί να αναπτυχθεί σε οικογένειας όπου υπάρχει κακοποίηση ή παραμέληση. Η μητέρα, που κατά κανόνα αποτελεί πηγή ασφάλειας, γίνεται συγχρόνως πηγή φόβου. Έτσι, ο κόσμος γίνεται για το άτομο τρομακτικός και επικίνδυνος ενώ αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μη αξιόλογο και παράλληλα ικανό να προκαλέσει θυμό και βία. Οι ενήλικες με αυτόν τον τύπο δεσμού αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις ενώ ταυτόχρονα ο δεσμός αυτός συνδέεται με την εκδήλωση ψυχοπαθολογίας, καθώς υπάρχει μια διαστρεβλωμένη εικόνα του εαυτού και χαμηλή αυτοεκτίμηση (Main & Hesse, 1990).

Παρά την επίδραση των πρώιμων σχέσεων του ατόμου αναφορικά με τη θεωρία συναισθηματικού δεσμού, μια ανασφαλής πρόσδεση δεν είναι αναγκαστικά μοιραία (Sroufe, 1998). Οι τύποι συναισθηματικού δεσμού, όπως παρατήρησε ο Bowlby, μπορούν να περάσουν από τη μία γενιά στην επόμενη, αφού τείνουν να ενεργοποιούνται όταν κάποιος γίνεται γονέας (Bowlby, 1988). Επομένως, χρειάζεται μια συνειδητή δουλειά με τον εαυτό, ώστε μια ανασφαλής πρόσδεση να διορθωθεί σε μια επόμενη υγιή σχέση ή και σε μία ψυχοθεραπευτική διαδικασία, που θα αποτελέσουν για το άτομο μια διορθωτική εμπειρία του υπάρχοντος βιώματος (Sroufe, 1998).


Βιβλιογραφία

Ainsworth, M. D. S., & Bell, S. M. (1970). Attachment, exploration, and separation: Illustrated by the behavior of one-year-olds in a strange situation. Child development, 49–67.

Ainsworth, M. S., Blehar, M. C., Waters, E. & Wall, S. (1978). Patterns of attachment: A psychological study of the Strange Situation.

Bowlby, J. (1969, 1982). Attachment: Attachment and loss (Vol. 1). New York: Basic Books.

Bowlby, J. (1973). Attachment and loss: Vol. 2. Separation: Anxiety and anger. New York: Basic Books.

Bowlby, J. (1988). A secure Base: Parent-Child Attachment and Healthy Human Development. New York: Basic Books.

Bowlby, J. (I980). Attachment and loss: Vol. 3. Loss, sadness and depression. New York: Basic Books.

Main, M., & Hesse, E. (1990). Parents’ unresolved traumatic experiences are related to infant disorganized attachment status: Is frightened and/or frightening parental behavior the linking mechanism? In M. T. Greenberg, D. Cicchetti, & E. M. Cummings (Eds.), Attachment in the preschool years: Theory, research, and intervention (pp. 161–182). The University of Chicago Press.

Mikulincer, M., & Shaver, P. R. (2007). Attachment in adulthood: Structure, dynamics, and change. New York: Guildford Press.