Άρθρο: Δημήτρης Βαγενάς
Ψυχολόγος


Η αυτοεκτίμηση είναι μια έννοια που κατέχει κεντρική θέση τόσο στην καθημερινότητά μας, όσο και στο χώρο της ψυχικής υγείας. Από τους ψυχολόγους ζητείται συχνά να προστατέψουν ή και να ενισχύσουν την αυτοεκτίμηση των ασθενών τους, αφού η υψηλή αυτοεκτίμηση φαίνεται να είναι η εγγύηση για την επίτευξη των προσωπικών μας στόχων. Για το λόγο αυτό, οι γονείς και οι δάσκαλοι επαινούν τα παιδιά που πετυχαίνουν υψηλούς βαθμούς, θεωρώντας πως μ’ αυτόν τον τρόπο η αυτοεκτίμησή τους θα αυξηθεί και θα καταφέρουν να σπουδάσουν και να γίνουν επιτυχημένοι επαγγελματίες.

Η έννοια του εαυτού άρχισε να γίνεται κεντρική στο χώρο της ψυχολογίας στο τέλος περίπου του 19ου αιώνα. Ο James (1890/1893), προτείνοντας μια μαθηματική σχέση, όρισε την αυτοεκτίμηση ως το πηλίκο των επιτυχιών ενός ατόμου προς τις επιδιώξεις ή τις φιλοδοξίες του. Για τον White (1963) η αυτοεκτίμηση εξακολουθεί να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιτυχία, υποστηρίζοντας πως «Η αυτοεκτίμηση έχει τις ρίζες της στην εμπειρία της επιτυχίας. Δεν εξαρτάται από τις δράσεις των άλλων ή από τις προσφορές του περιβάλλοντος, αλλά από το πώς κάποιος τις εκμεταλλεύεται στο μέγιστο βαθμό». Η συμπεριφοριστική προσέγγιση του Stanley Coopersmith (1967) είναι εξίσου σημαντική, αφού επιχείρησε να μελετήσει τις συνθήκες και τις εμπειρίες που ενισχύουν ή ελαττώνουν την αυτοεκτίμηση, χρησιμοποιώντας παραδοσιακές εμπειρικές ψυχολογικές μεθόδους και γράφοντας πως η αυτοεκτίμηση είναι μια προσωπική πιστοποίηση της αξίας που εκφράζεται με τις στάσεις για τον εαυτό. Τέλος, το 1965 ο Morris Rosenberg υποστήριξε πως η αυτοεκτίμηση εκφράζει περισσότερο την αξία παρά την ικανότητα και πηγάζει από μια διαδικασία σύγκρισης: όσο μικρότερο είναι το χάσμα ανάμεσα στον «ιδανικό εαυτό»,  δηλαδή σ’ αυτό που θα θέλαμε να είμαστε, και στον «πραγματικό εαυτό», δηλαδή σ’ αυτό που είμαστε πραγματικά, τόσο υψηλότερη είναι η αυτοεκτίμηση.

Παρόλα αυτά, η υψηλή αυτοεκτίμηση δεν οδηγεί απαραίτητα στην επιτυχία, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Μπορεί οι γονείς και οι καθηγητές να τονίζουν στους αριστούχους μαθητές τις ικανότητές τους, ελπίζοντας πως έτσι θ’ αυξήσουν την αυτοεκτίμηση και εν συνεχεία την επίδοσή τους, ωστόσο, η αυτοεκτίμηση φαίνεται να είναι αποτέλεσμα και όχι αίτιο της καλής σχολικής επίδοσης  δηλαδή η αυτοεκτίμηση των μαθητών βελτιώνεται αφότου έχουν ήδη πάρει καλούς βαθμούς.  Βάσει ερευνών, η αυτοεκτίμηση έχει πολύ μικρή σχέση με τη σχολική και επαγγελματική επιτυχία, αφού πολλοί μαθητές με χαμηλή βαθμολογία έχουν εξίσου υψηλή αυτοεκτίμηση με τους αριστούχους μαθητές, την ίδια στιγμή που εγκληματίες βιώνουν εξίσου δυνατά συναισθήματα ανωτερότητας με τους επιστήμονες. Δεν πρέπει, ακόμα, να ξεχνάμε πως η αυτοεκτίμηση δεν μπορεί να είναι απολύτως σταθερή: δεν είναι δυνατόν να  επιτυγχάνουμε συνεχώς τους στόχους μας, ούτε να πραγματοποιούμε όλα τα όνειρά μας. Μέσω των επαναλαμβανόμενων επιτυχιών αποδίδουμε θετικά χαρακτηριστικά στους εαυτούς μας, αυξάνοντας έτσι την αυτοεκτίμησή μας, ωστόσο, μετά από μία ή περισσότερες αποτυχίες, η αυτοεκτίμησή μας επανέρχεται ξανά στα προηγούμενα επίπεδα ή μειώνεται ακόμα περισσότερο. Σε αντίθεση με την ευφυΐα, λοιπόν, η αυτοεκτίμηση δεν μπορεί να είναι ιδιαίτερα σταθερή, ούσα εξαρτώμενη από παράγοντες που μεταβάλλονται συνεχώς.

Η μεταβλητότητα της αυτοεκτίμησης, καθώς και το γεγονός πως για πολλούς είναι συνώνυμη της επιτυχίας, έχει ως αποτέλεσμα πολλοί επιστήμονες να στρέψουν το ενδιαφέρον τους στις αρνητικές της συνέπειες. Σύμφωνα με έρευνες, οι άνθρωποι που έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση και εισπράττουν αρνητικές κριτικές από τον περίγυρό τους, τείνουν να γίνονται βίαιοι κι επιθετικοί στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν το κύρος τους και να μην αφήσουν τους άλλους να θέσουν τις ικανότητές τους υπό αμφισβήτηση. Στην αποκαλυπτική μελέτη των Baumeister, Boden και Smart (1996) αναφέρεται, μεταξύ άλλων, η συσχέτιση της αυτοεκτίμησης με την ενδοοικογενειακή βία: όταν η υψηλή αυτοεκτίμηση ενός άντρα υποστεί πλήγμα, λόγω π.χ. μιας επαγγελματικής αποτυχίας, πιθανότατα θα γίνει ευερέθιστος απέναντι στ’ αρνητικά σχόλια της συζύγου του και θα υιοθετήσει μία επιθετική συμπεριφορά απέναντί της, έτσι ώστε να αποδείξει την ισχύ και το κύρος του. Στο ίδιο άρθρο γίνεται αναφορά στις συγκρούσεις μεταξύ των κρατών, οι οποίες πηγάζουν από την επιθυμία των ηγετών ν’ αποδείξουν την ανωτερότητά τους: στον Ψυχρό Πόλεμο, για παράδειγμα, και οι δύο πλευρές – Η.ΠΑ. και Σοβιετική Ένωση – είχαν υψηλή αυτοεκτίμηση και γι’ αυτό ήθελαν να κυριαρχήσουν σε διάφορους τομείς (τεχνολογία, οικονομία, κατάκτηση διαστήματος κλπ), θεωρώντας πως έχουν μεγαλύτερη αξία απ’ τον εχθρό τους. Όσον αφορά στη νεανική παραβατικότητα, οι έφηβοι με υψηλή αυτοεκτίμηση είναι πιο πιθανό από τους υπόλοιπους να πειραματιστούν με απαγορευμένες ουσίες, θεωρώντας πως είναι αρκετά έξυπνοι ώστε να μην εθιστούν, ή να προβούν σε ρατσιστικές ενέργειες, όντες πεπεισμένοι πως είναι ανώτεροι από το θύμα τους.

Παρόλα αυτά, η υψηλή αυτοεκτίμηση δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό. Οι άνθρωποι που αναγνωρίζουν τις ικανότητές τους κι έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους διακρίνονται από αισιοδοξία και κινητοποιούνται να πετύχουν τους στόχους τους, ενώ όσοι έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση αντιμετωπίζουν συχνά προβλήματα κατάθλιψης, ανησυχίας και αρνητικών σκέψεων. Ωστόσο, πρέπει να δοθεί έμφαση στο γεγονός πως η αυτοεκτίμηση δεν μπορεί να είναι απολύτως σταθερή, συνεπώς δεν μπορεί να θεωρείται εγγύηση της επιτυχίας, και πως οι θεραπευόμενοι θα έχουν πιο πολλά και πιο μακροπρόθεσμα οφέλη αν ο θεραπευτής τούς βοηθήσει να βελτιώσουν τις ικανότητές τους και να βρουν τρόπους να επιτύχουν τους στόχους, παρά αν απλώς τους ωθήσει να ενισχύσουν την αυτοεκτίμησή τους.


Βιβλιογραφικές αναφορές

Baumeister, R. F., Campbell, J. D., Krueger, J. I., & Vohs, K. D. (2003). Does high self – esteem cause better performance, interpersonal success, happiness, or healthier lifestyles? American Psychological Society, 4(1), 1–44.

Baumeister, R. F., Smart, L., & Boden, J. M. (1996). Relation of Threatened Egotism to Violence and Aggression: The Dark Side of High Self-Esteem. Psychological Review, 103(1), 5–33.

Bushman, B. D., & Baumeister, R. F. (1998). Threatened Egotism, Narcissism, Self-Esteem, and Direct and Displaced Aggression: Does Self-Love or Self-Hate Lead to Violence? Journal of Personality and Social Psychology, 75(1), 219–229.

Crocker, J., & Noah, N. (2004). Do People Need Self-Esteem? Comment on Pyszczynski, et al. Psychological Bulletin, 130(3), 1–7.

Joseph Rowntree Foundation (2001). Commonly – held beliefs about self – esteem are myths, warns new research review. Ανάκτηση στις 21 Σεπτεμβρίου 2016 από http://www.jrf.org.uk/.

Μακρή-Μπότσαρη, Ε. (2001). Αυτοαντίληψη και αυτοεκτίμηση: Μοντέλα, ανάπτυξη, λειτουργικός ρόλος και αξιολόγηση. Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.