Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Το μεσημέρι είναι η ώρα που η Μαριώ βαριέται και ξεκαβαλικεύει από το κυπαρίσσι κι από το παραμύθι. Είναι γιατί και η γιαγιά μου λαχανιάζει από τη ζέστη κι από την πύρα που έχει ρουφήξει το πρόσωπό της και από την τόση φωτιά που ‘χουν δει τα γαλάζια της μάτια από τα προσανάμματα, από δέματα κλίματα και από τα κούτσουρα κι από αυτή την πνιχτή μυρωδιά του Εωσφόρου, το θειάφι που βγάζει το ποτισμένο ξύλο κι από την κούραση να φέρνει ένα γύρω με υγρή πατσαβούρα τα κάρβουνα και να τα μαζεύει κάτω από την πυροστιά σε βουναλάκι. Θέλει μπράτσα και δύναμη να βουτάς στο νερό την πανιάρα και να σκουπίζεις τη καυτή πέτρα. Το νερό και η φωτιά λυσσούν ο ένας ενάντια στον άλλον, αγωνίζονται πεισματικά για το ποιος θα βγει νικητής όπως η αιώνια πάλη του καλού με το κακό. Πάνω της τώρα μία χαρά Θεού κι από κάτω της βαμβακερό σεντόνι στο ντιβάνι με τη συρμάτινη πλεχτή σούστα, ξεβουρλισμένη σε ένα σημείο στα πλάγια, εκεί που συνήθιζαν με επιμονή να κάθονται οι μουσαφίρηδες.

Σκουπίζει τον ιδρώτα με το χέρι και λίγο σάλιο που της ξεφεύγει από τα πλάγια και η Μαριώ παίρνει ανάπαυλα και ξεχνά για λίγο το μυλωνά που την περιμένει στο λόφο για να αλέσει και τη μητριά της που έχει αναπιάσει ήδη το προζύμι. Αν αργήσει θα ξινίσει και θα είναι για πέταμα. Χάνει με το μυαλό το δρόμο και το σκοπό του κυνηγητού και βγαίνει έξω από το σκηνικό. Πετά στην άκρη τα άδεια λινά τσουβάλια της, σηκώνει τα μανίκια της και ξεσκαρφαλώνει από την κορυφή του κυπαρισσιού, πάνω στα οποία δρασκέλιζε κορφή – κορφή. Ανέμελη, άσκεφτη για τον κίνδυνο, κουρασμένη από το ποδοβολητό και τ’ άδικο, κατεβαίνει και κάθεται στον κορμό του με τον κώλο. Βγάζει κομμάτι ψωμί και τρώει με όρεξη. Ανοίγει το μαντήλι της, δυο κυπαρίσσια πίσω της κι ο λύκος που την κυνηγά. Η γιαγιά μου σταματά την αφήγηση κι όλα μοιάζουν κομμάτι πιο σωστά και δίκαια. Σταματά την αφήγηση και μαζί σταματά ένας κόσμος: το ορφανό κορίτσι ξαποσταίνει, η μητριά πηγαίνει να φοβερίσει άλλες θυγατέρες και πηδά σε άλλο παραμύθι, ο μυλωνάς επιστρέφει σπίτι του και παραπονιέται δρόμο – δρόμο για τα πενιχρά αλεστικά, ο λύκος τρίβει τα πονεμένα του ποδάρια, ο αέρας περνά και θροΐζει στα φύλλα και στα κουκουνάρια.

Ένα πέφτει στο χωματόδρομο. Για λίγο δε σφράγισε μια μυρμηγκοφωλιά. Ο κόσμος ταράχτηκε για μια στιγμή. Πήγε να χάσει ισορροπία, να του γύρει η ζυγαριά. Ο παππούς μου, όμως, κοιμάται βαθιά. Ανάσκελα. Χέρια σταυρωτά στο στήθος. Στόμα ανοιχτό κι η καυτή αναπνοή να θρέφει τη σίχλα σε ένα σημείο στο ταβάνι. Ακούγεται μόνο η αναπνοή κι ένα πλατάγιασμα στα φαρδιά χείλη. Η ζέστη και το όνειρο σου στεγνώνουν πάντα το φάρυγγα. Δεν ξέρω αν τα μυρμήγκια προσπερνούν τους διαβάτες ή αν οι διαβάτες προσπερνούν προσεχτικά τα μυρμήγκια. Δεν ξέρω ποιος πηγαίνει μπρος και ποιος πίσω. Αν κινείται μόνο το σκηνικό κι όλοι μένουν στο ίδιο σημείο που είχαν πάρει την απόφαση να προχωρήσουν μπρος στη ζωή τους. Σαν να μην έχουνε πόδια. Σαν να μην πηγαίνουμε πουθενά.

Η Μαριώ έχει αποφάει και το τελευταίο ψίχουλο. Διπλώνει το μαντήλι. Με κοιτάζει αλλά δεν είναι η ώρα να ξαναρχίσει να δρασκελίζει κυπαρίσσια και τα γαλάζια μάτια της γιαγιάς μου. Σηκώνεται ορθή από εκεί που είχε καθίσει, τινάζεται από τα ξερόχορτα και πιάνει με έκφραση πόνου τα νεφρά της. Κοιτά τον λύκο που έχει κουλουριαστεί και κοιμάται. Πόσω χρονώ να είσαι Μαριώ; Πόσω; Πόσω να σε κάνω μιας και δε μου μιλάς; Ποιος πρωτοείπε την ιστορία σου και πόσο θα σε μεγαλώσω ακόμα εγώ τώρα που θα σε διαβάσουν κι άλλα χείλη;

Ο παππούς μου συνεχίζει να κοιμάται ασφαλής στην καμαρούλα του. Απ’ έξω παραμονεύει ο κίνδυνος. Γιατί αν δεν το ξέρεις, όταν ο ήλιος είναι μεσουρανίς, τα καλοκαιρινά μεσημέρια, βγαίνουν οι λάμιες. Τρομάζουν, στήνοντας ενέδρα την επιστροφή των λουόμενων από την παραλία, που πήραν φαλακρό χωματόδρομο, σύντομο παραστράτι από τη ζάλη του ήλιου που κατορθώνει να μπαίνει από τις τρυπίτσες των ψάθινων καπέλων. Αυτές συνήθως κάθονται στα κλαριά των δέντρων ή στις τσιμεντένιες κάδες, ξερές και ποτισμένες από δηλητήρια, ζωγραφισμένες με μπλε κυανό χρώμα από τα φυτοφάρμακα. Τους βάζουν αινίγματα και τους παίρνουν τη μιλιά. Με άλλους ζευγαρώνουν με έρωτα στέρφο. Έπειτα τους παίρνουν μαζί τους.

Η αναπνοή δυσκολεύεται από τον λίβα και τα πλαστικά σανδάλια που μαζεύουν χαλίκια από κάτω τους κι ανάμεσα στα δάχτυλα. Διακρίνονται πια οι ράγες του τρένου, στα μισά της διαδρομής, παρηγοριά στον πεζοπόρο που σε λίγο φθάνει στον προορισμό του, στο στρωμένο με εμπριμέ πλαστικό τραπεζομάντηλο του πήχη τραπέζι. Πάνω ξαποσταίνει το φαγητό που ακόμα αχνίζει. «Μέχρι να πάει και να ‘ρθει η μπάμπω από το χωράφι». Δεξιά και αριστερά του περβόλια κι απλώνονται χτήματα με σταφύλια στο χρώμα του κεχριμπαριού, ολόχρυσα, κίτρινα. Και χωράφια με βερικοκιές πιο πάνω και θημωνιές – θημωνιές άγριο κριθάρι. Ο ήλιος ψηλά καίει τα βήματα, τα πέλματα και μια σειρά αγριοκρέμμυδα που γιαχνίζοντας τον αέρα, τσιμπούν τα ρουθούνια, κάνουν πιο γρήγορο το βήμα της επιστροφής, πιο έντονη την πείνα του αγρότη.

Σκύβει και νίβεται η Μαριώ. Το νερό στ’ αυλάκι κυλάει ποτίζοντας χαμοκλάδες και στέρφες αγριοφράουλες. Ένας κολοκυθοκόφτης μασάει ατάραχος μια ρίζα. Κοιτάει γύρω. Όλα πια είναι γυμνά σαν το κορμί του, στο χρώμα της λάσπης. Όλα εκδηλώνονται σε μία άλλη αλήθεια. Η Μαριώ σε λίγο θα σκαρφαλώσει στο κυπαρίσσι που καθόταν, θα χτυπήσει τα δάχτυλα στο λύκο κι η γιαγιά μου θα ξαναρχίσει την ιστορία της από εκεί που είχε μείνει. Όσο πάει, όσο μεγαλώνει, τόσο ξεχνιέται. Κονταίνει η ιστορία της Μαριώς κι αυτή φτάνει μια ώρα αρχύτερα στη μητριά της. Την βρίσκει να μην έχει προλάβει να ανάψει ακόμα το φούρνο, ν’ αναπιάσει το προζύμι. Ακουμπά το σακί αλεύρι και κάθεται στο ντιβάνι, στην άκρη εκεί που κοιμάται η γιαγιά μου. Παραπονιέται πως, πια μεγαλοκοπέλα, ποιος θα την πάρει; Το βαρέθηκε το παραμύθι.

Οι λάμιες εμφανίζονται ξαφνικά από τις γραμμικές σειρές σπαρμένες φασολάκια. Οι πιο μικρές τρίβουν στα χείλη τους μελιτζάνες, παίρνουν μαβί χρώμα και πίκρα στο φιλί. Μη σε φιλήσουν, μη σε ρωτήσουν, μην απαντήσεις για το τι είναι ο έρωτας. Μην τους τσακίσεις το όνειρο, την ελπίδα. Δεν θα έχουν λόγο να στολίζονται, να βγαίνουν.  Να πεις πως δεν τον έχεις ακόμα συναντήσει και το όνειρο αργεί μα θα ‘ρθει. Να πεις πως όλοι το ξέρουν πως ο αγαπημένος τους είναι μακριά και θαλασσοδέρνεται αλλά θα ‘ρθει. Σκάλωσε το βήμα του αλλά τους είναι πιστός κι έχει φυλαχτό περάσει στο λαιμό. Και θα ‘ρθει. Να γυρίσουν στο σπίτι τους να μην είναι χασομέρισσες. Να πιάσουν σκούπα και φαράσι, νήμα στον αργαλειό, να ξεκινήσουν τις ετοιμασίες, γιατί ο αγαπημένος έρχεται. Τώρα γυρίζει τη γωνία. Να μην τις βρει ανοικοκύρευτες.

Κι εσείς το ίδιο να κάνετε, γιατί έρχεται και για σας και σαν να τον ακούω να κοντοζυγώνει στην πόρτα σας, μιας και για το παραμύθι μου έφτασε το τέλος και δεν μου απομένουν μόνο δυο τρεις λέξεις για να κλείσει, μόνο δυο τρεις λέξεις πριν ανοίξετε εσείς τα μάτια.


  Στους παππούδες μου και τις γιαγιάδες μου.