Άρθρο: Δήμητρα Παράσχου
Ψυχολόγος – Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Γεωργιάνα Ψυχάλη
Φιλόλογος


Ένα από τα βασικότερα πράγματα που καλούμαστε να κάνουμε καθημερινά είναι να αξιολογήσουμε οποιαδήποτε πληροφορία λαμβάνουμε από τους άλλους ώστε να βγάλουμε ένα συμπέρασμα, με βάση το οποίο θα πάρουμε σημαντικές αποφάσεις. Ωστόσο, με την πληθώρα των λεπτομερειών που δεχόμαστε, και καθώς είναι ανέφικτο να μπορέσουμε με ακρίβεια να υπολογίσουμε πάντα τα υπέρ και τα κατά μιας συμπεριφοράς, καταφεύγουμε σε ευρετικές διαδικασίες (heuristics), οι οποίες βοηθούν να  εκφέρουμε  κρίσεις  κάτω  από  συνθήκες αβεβαιότητας. Αν και κάποιες φορές οι ευρετικές διαδικασίες συμβάλλουν στην εξαγωγή γρήγορων και σωστών συμπερασμάτων, υπάρχουν και φορές που μας κατευθύνουν σε λάθος – μια παρατήρηση την οποία εξηγεί η θεωρία για το Θεμελιώδες Σφάλμα στην Απόδοση Αιτιών.

Η συγκεκριμένη θεωρία περιγράφει την τάση να αποδίδουμε τα αίτια μιας συμπεριφοράς με βάση τα προσωπικά χαρακτηριστικά του ατόμου που την επιδεικνύει, αγνοώντας την επίδραση εξωτερικών παραγόντων. Έτσι, για παράδειγμα, αν κάποιος στο δρόμο μας μιλήσει απότομα τείνουμε να τον κατηγοριοποιούμε ως «αγενή», παραβλέποντας τις πιθανότητες ο ίδιος να είχε μία πολύ δύσκολη ημέρα ή να συνέβη κάτι που να τον ώθησε να έχει αυτή τη συμπεριφορά εκείνη τη στιγμή. Ακόμα και για τον ίδιο τον εγκέφαλο είναι δυσκολότερο να «τρέξει» όλες τις παραμέτρους που σχετίζονται με το γεγονός και να προσπαθήσει να φτάσει αργότερα σε ένα συμπέρασμα.

Το 1967 έγινε το πρώτο πείραμα σχετικά με αυτό το φαινόμενο. Οι ψυχολόγοι Jones και Harris (1967) έδωσαν σε ένα γκρουπ συμμετεχόντων κάποιες εκθέσεις για τον Φιντέλ Κάστρο οι οποίες ήταν εναντίον του, ενώ σε ένα άλλο γκρουπ έδωσαν εκθέσεις με θετικές αναφορές σε αυτόν. Οι ερευνητές έπειτα ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να χαρακτηρίσουν τους συγγραφείς αυτών των εκθέσεων. Το αποτέλεσμα ήταν οι συμμετέχοντες να ταιριάξουν τα χαρακτηριστικά των εκθέσεων με αυτούς που τα έγραφαν – δηλαδή έτειναν να αναφέρουν πως όσοι έγραφαν υπέρ του Κάστρο μάλλον ενστερνίζονταν τις ιδέες του και τον συμπαθούσαν, ενώ όσοι έγραφαν αρνητικά για αυτόν μάλλον τον αντιπαθούσαν.

Μέχρι εδώ τα αποτελέσματα ήταν αναμενόμενα. Οι απόψεις των συμμετεχόντων στηρίχθηκαν στις εσωτερικές πεποιθήσεις που θεώρησαν ότι έχουν οι συγγραφείς για τη θετική ή αρνητική κριτική στον Κάστρο. Στη συνέχεια όμως οι ερευνητές ανέφεραν πως κάποιοι συγγραφείς βάσισαν τις απόψεις τους καθαρά στην τύχη, ρίχνοντας ένα νόμισμα και διαλέγοντας μέσω αυτής της διαδικασίας εάν θα είναι υπέρ ή κατά του Κάστρο. Υποθέτοντας πλέον πως η γνώμη των συμμετεχόντων στο πείραμα θα αλλάξει, τελικά διαψεύστηκαν. Ξανά, οι συμμετέχοντες απέδωσαν τα κίνητρα των συγγραφέων στις πεποιθήσεις τους  («για να γράφουν υπέρ του, τον συμπαθούν») δίχως να λάβουν υπόψιν τη διαδικασία με το νόμισμα και άρα τον παράγοντα  «τύχη».

Έχουν υπάρξει αρκετές θεωρίες για το τί μπορεί να συμβαίνει και υφίσταται το Θεμελιώδες Σφάλμα στην Απόδοση Αιτιών. Μία εξ αυτών είναι η υπόθεση του «δίκαιου κόσμου» (Lerner & Miller, 1977). Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, οι άνθρωποι παίρνουν ό,τι τους αξίζει και αξίζουν ό,τι τους συμβαίνει. Φαίνεται πως τις περισσότερες φορές τείνουμε να θεωρούμε ότι οι αποτυχίες των άλλων είναι συνήθως αποτέλεσμα προσωπικών και ψυχολογικών ατελειών και σφαλμάτων, παρά απόρροια εξωτερικών συνθηκών – και αυτό ικανοποιεί την υπόθεση του «δίκαιου κόσμου».

Μια άλλη υπόθεση αναφέρει πως όταν συμβαίνει ένα γεγονός, η προσοχή μας πέφτει κατευθείαν στο κεντρικό πρόσωπο ως σημείο αναφοράς και απορρίπτουμε τις γενικότερες συνθήκες σαν να είναι δευτερεύουσας σημασίας (Lassiter, Geers, Munhall, Ploutz-Zinder & Breitenbecher, 2002). Η γενικότερη τάση βέβαια είναι, τα δικά μας σφάλματα να τα αποδίδουμε στις εξωτερικές συνθήκες, ενώ τα σφάλματα άλλων στα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα τους και στην ψυχολογία τους.

Όταν λοιπόν προσπαθούμε να βγάλουμε ένα συμπέρασμα για έναν άνθρωπο ή μία κατάσταση, για να μπορέσουμε να διορθώσουμε αυτό το βασικό λάθος στην απόδοση αιτιών σε κάθε κατάσταση, ο κοινωνικός ψυχολόγος Daniel Gilbert (1989) προτείνει τα εξής:

  • Ρωτάμε τον εαυτό μας πώς θα αντιδρούσαμε εμείς σε μία αντίστοιχη περίπτωση
  • Δίνουμε σημασία και στην συμπεριφορά των άλλων. Εάν πολλοί άνθρωποι συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο στην ίδια περίπτωση, τότε το αίτιο είναι η ίδια η κατάσταση και όχι ο χαρακτήρας των ανθρώπων.
  • Ελέγχουμε τους παράγοντες που μπορεί να μην είναι τόσο εμφανείς, αλλά να παίζουν ρόλο.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Gilbert, D. T. (1989). Thinking lightly about others: Automatic components of the social inference process. Unintended thought (pp. 189–211). New York: Guilford Press.

Jones, E. E. & Harris, V. A. (1967). The attribution of attitudes. Journal of Experimental Social Psychology, 3, 1–24

Lassiter, F. D., Geers, A. L., Munhall, P. J., Ploutz-Snyder, R. J. y Breitenbecher, D. L. (2002). Illusory causation: Why it occurs. Psychological Sciences, 13, 299-305.

Lerner, M. J. & Miller, D. T. (1977). Just world research and the attribution process: Looking back and ahead. Psychological Bulletin, 85, 1030-1051.