Άρθρο: Βασίλειος Ν. Κιοσσές
Ψυχολόγος – Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας


Μοιάζει να είναι παραπάνω από εύκολο, τη στιγμή που αναρωτιέμαι τι έκανα, πώς υπήρξα, πώς σχετίστηκα, να ξεκινήσω μια αιματηρή στοχοποίηση του εαυτού μου. Να στριμώξω το είδωλό μου στον καθρέφτη και σα δάσκαλος να του υψώσω το δάχτυλο, λέγοντάς του πόσο ανεπαρκής είναι, πόσο έσφαλε, πόσο θα μπορούσε να έχει φερθεί διαφορετικά.

Να τον μαλώσω, υποδεικνύοντάς του νέους τρόπους, να του θυμώσω γιατί δεν ήταν σε αρκετή εγρήγορση ώστε να σκεφτεί διαφορετικά, να τον σιχαθώ επειδή απέτυχε. Είναι πολλές φορές αντανακλαστική αυτή η αυτοτροφοδοτούμενη κατηγορία, λες και κάτι τη ρίζωσε για τα καλά μέσα μου, και τώρα μοιάζει να μην μπορώ να κάνω αλλιώς. Ο εγκέφαλος έχτισε τέτοιες συμπεριφορές που τώρα είναι κάστρα απόρθητα και είναι μάταιο να προσπαθώ να τα γκρεμίσω. Η δύναμη για να τα χτίσω δεν ήταν μόνο δική μου, αλλά πολύ περισσότερο οι σημαντικοί, δικοί μου άνθρωποι συνηγόρησαν – σιωπηλά ή και φωναχτά- ώστε να θεμελιώσω πολύ καλά συμπεριφορές και τρόπους που δεν μου ταίριαξαν.

Και στο σήμερα, που φτάνω να κάνω μια ανασκόπηση, βρίσκομαι πολύ άνετα σε θέση εισαγγελέα, έτοιμου να απονείμω κατηγορίες στον ένοχο. Ξεκινώ να απαιτώ από εμένα να έχω πράξει διαφορετικά, αλλιώτικα και συνάμα άγνωστα, γιατί κανείς δεν βρέθηκε στο δρόμο μου να μου διδάξει πως. Αισθάνομαι ανεπαρκής που δεν ήξερα νωρίτερα, που δεν είχα την ικανότητα να αφουγκραστώ τα πράγματα διαφορετικά, που δεν κατάφερα να περισυλλέξω τις δυνάμεις μου ώστε την ώρα που καταρρακωνόμουν να σωνόμουν ταυτόχρονα. Είχα την τρομερή απαίτηση από τον εαυτό μου να γνώριζα! Είναι αλήθεια τρομακτικό το πόσο αυστηρός μπορώ να γίνω με μένα κάποιες φορές.

Τι άραγε με έκανε τόσο αυστηρό; Τι ενεργοποιεί όλο αυτό το τραβολόγημα του καθήκοντος που ένιωθα πως έχω; Τι είναι αυτό που μας κάνει να περιμένουμε από εμάς διαρκώς να είμαστε τόσο επαρκείς εκ των προτέρων, δίχως καν να γνωρίζουμε με τι έχουμε να αναμετρηθούμε;

Σκέφτομαι πολλές φορές πως όταν χάνω την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, εκείνη τη στιγμή ξεκινώ να περιμένω από εμένα ακόμα περισσότερα. Η αίσθηση πως κάτι δεν καταφέρνω καλά ενεργοποιεί μια αλληλουχία αντιδράσεων που με καθιστά έρμαιο των απαιτήσεών μου. Και έπειτα δυσφορώ γιατί μέσα στη δίνη της δυσφορίας δεν είχα καθαρό βλέμμα. Μοιάζει σαν να γίνεται μια έκρηξη και την ίδια στιγμή που κύματα σκόνης θολώνουν τα μάτια μου, περιμένω να έχω την ικανότητα μιας οξείας όρασης σαν ένα αρπακτικό πτηνό.

Μου θυμίζει πολλές φορές έναν μικρό εξερευνητή, ο οποίος μάχεται να ανακαλύψει θησαυρούς. Μόλις βρει κάποιον τον κρατά καλά, μα έπειτα από λίγο τον πετά προσπαθώντας να βρει έναν καλύτερο, πιο λαμπερό, πιο πολύτιμο. Και συνεχίζει το σκάψιμο και μοχθεί. Τα καταφέρνει και βρίσκει αυτό που ζητούσε. Το πετά όμως γιατί σκέφτεται πως μπορεί να βρει έναν ακόμα πιο ελκυστικό και σπάνιο θησαυρό. Δεν ξέρω αν τον βρίσκει στο τέλος. Ξέρω σίγουρα πως έχει κουραστεί πολύ, έχει ιδρώσει, τα χέρια του διαμαρτύρονται. Ξέρω επίσης πως δεν κράτησε τίποτα από όσα βρήκε, καθώς δεν του φάνηκαν αρκετά πολύτιμα. Ξέρω πως ματαιώθηκε αρκετά στην αγωνία του και πως στο τέλος απαιτούσε από τον εαυτό του να είχε βρει αυτό το πολύτιμο από την αρχή. Ξέχασε όμως να υπολογίσει πόσο πολύτιμος είναι ο ίδιος. Ξέχασε να σκεφτεί πόσο κουράστηκε –είτε βρήκε είτε όχι. Παρέλειψε να κοιταχτεί στον καθρέφτη κρατώντας όσα βρήκε και να τα καμαρώσει. Ξέχασε να σταθεί σε μίαν άκρη και να θαυμάζει τους κόπους του. Ξέχασε πως έχει δικαίωμα να αισθάνεται κουρασμένος, ξέχασε να ξαποστάσει. Δεν βρέθηκε κανείς να του θυμίσει πως ό,τι κατέκτησε είναι δικό του για πάντα και πως κάθε στιγμή όποια απόφαση κι αν έπαιρνε, για εκείνη τη στιγμή ήταν η σωστότερη.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία:

Rogers, C. (2006). Το γίγνεσθαι του προσώπου. Εκδόσεις Ερευνητές