Κείμενο: Αλίκη Κατσαρού


Όταν ήρθα στην Αθήνα να σπουδάσω, ήρθα με πολλά όνειρα. Το ΤΕΙ λογιστικής, εντάξει, κάτι ήταν, ας πούμε το εισιτήριο για να πω good bye στην επαρχία, αλλά δεν ήταν το βασικό μου όνειρο.

Την πρώτη αναλαμπή την έπαθα όταν ένας κύριος μου έδωσε την κάρτα του μέσα στο λεωφορείο, δεν υπήρχε ακόμη το μετρό τότε. Είπε ”κάνεις για μοντέλο εσύ” και έφυγε. Αναλαμπή ονείρου έπαθα δηλαδή. Το ίδιο απόγευμα αγόρασα κάτι περιοδικά από το περίπτερο, είδα πολλές φωτογραφίες, είδα πώς ζουν οι διάσημοι και τα μοντέλα, ζήλεψα. Όχι μονάχα ζήλεψα, μα να! αισθάνθηκα πως εκεί ανήκω.

Πήρα τηλέφωνο τον κύριο. Με έστειλε σε ένα πρακτορείο στο κέντρο.

Με είδαν, με ξαναείδαν, ήταν ψυχροί και απόμακροι, μου ζήτησαν να χάσω πέντε κιλά, τα έχασα σε λιγότερο από μήνα, ξαναπήγα, ήταν πιο ευγενικοί.

Η πρώτη φωτογράφιση ήταν για πέταμα, δεν αφηνόμουν με τίποτα. Εκεί όμως γνώρισα το Μάρκο. Εκδότης είπε. Είχε ένα ωραίο σκάφος. Πήγαμε σκαφάδα, περάσαμε ένα μυθικό σαββατοκύριακο, πρωτοδοκίμασα το αλκοόλ και μου άρεσε. Μου άρεσε και λίγο, όχι  πολύ, ο Μάρκος, αλλά συνέχισα την παρέα, δηλαδή όποτε μου τηλεφωνούσε, πήγαινα, καλά περνούσα, μου έκανε ωραία δώρα, μου γνώριζε μοντέλα, μερικά πολύ γνωστά.

Η δεύτερη φωτογράφιση ήταν καλύτερη από την πρώτη, η τρίτη πολύ καλή, η τέταρτη φανταστική. Είχα βρει το κόλπο. Έπινα πριν πάω στο ραντεβού. Έτσι κατάφερνα και έβγαινα πολύ ελεύθερη, όμορφη, σεξουαλική.

Μέσα σε έναν χρόνο ήμουν σε πολλά περιοδικά είτε σε φωτογραφίσεις ρούχων αλλά κυρίως εσωρούχων, είτε σε πάρτι καλεσμένη. Α! Και κάποια γυμνά δικά μου, καλοπληρωμένα.

Μέσα σε δυο χρόνια, δε χρειαζόμουν πια το Μάρκο, ήξερα άλλους δέκα τέτοιους και καλύτερους που περίμεναν στη σειρά και εμένα με ήξερε η μισή Αθήνα.

Τι με ένοιαζε που φώναζε η μάνα μου από την Άρτα πως τη ρεζιλεύω, τι με ένοιαζε που δεν είχα περάσει ούτε πέντε μαθήματα στο ΤΕΙ.

Ήμουν όμορφη, διάσημη και έβγαζα λεφτά.

Για να είμαι πολύ ειλικρινής, τα πολλά λεφτά δεν έβγαιναν από το μόντελιγκ, τα πιο πολλά έβγαιναν από χορούς πάνω σε μπάρες, από ιδιαίτερες βραδιές σε καλά ξενοδοχεία και από σαββατοκύριακα συνοδείας.

Καλό το αλκοόλ αλλά για όλα αυτά με βοήθησε κάτι καλύτερο. Η κόκα.

Τζάμπα μου τη δίνανε. Τους αποζημίωνα εγώ με το παραπάνω.

Τα όνειρά μου είχαν σχεδόν πραγματοποιηθεί. Ένα έμενε, η μόνιμη εξασφάλιση. Για κάποιο λόγο δε μου καθόταν. Κι εκεί που το πάλευα, εκεί που μεσουρανούσα, που ήταν θέμα χρόνου να το καταφέρω, εκεί έρχεται η παλιοκρίση και μου χαλάει το σύμπαν.

Οι μισοί εξαφανίστηκαν, οι άλλοι μισοί ευνουχίστηκαν και οι δουλειές δεν πληρώνονται πια. Άσε που μου τις τρώνε οι νεότερες.

Το πιο σοβαρό όλων των προβλημάτων που μου έφερε η κρίση, είναι που δεν βρίσκω άλλο κόκα. Ή θα την πληρώσω, που δεν έχω, ή που κανείς δεν κερνάει πια και λυσσάω.

Πάω σήμερα για κάστιγκ για μια εκπομπή με κουτσομπολιά και τέτοια. Τι να κάνω, όπως όλοι θα κουραστώ κάπως κι εγώ. Ελπίζω να με πάρουν.

Πόσο άτυχη να είμαι πια, πόσο…