Άρθρο: Μακρυδήμας Βασίλης


Το να μένεις δίπλα από ένα σχολικό συγκρότημα σου παρέχει την ευκαιρία να καρπωθείς λίγες στιγμές εθνικής αγαλλίασης. Από τα μέσα Φλεβάρη, δηλαδή εδώ και ενάμιση μήνα περίπου, τα παιδάκια του δημοτικού εξασκούν καθημερινά το ταλέντο τους στο τραγούδι, υπό την αυστηρή επιτήρηση της δασκάλας τους, προετοιμάζοντας την εορταστική εκδήλωση της 25ης Μαρτίου. Βέβαια, όλο αυτό το χρονικό διάστημα, το μοναδικό τραγούδι που ακούγεται είναι το ένδοξο «Να ‘τανε το 21», το οποίο με ιδιαίτερη ζέση προβάρουν συστηματικά, 10 με 15 φορές την ημέρα, τουλάχιστον (σίγουρα κάποια μονάδα θα μου ξέφυγε στο μέτρημα).

Το τραγούδι αυτό, για τον ορίζοντα σκέψης των ενηλίκων, κυκλοφόρησε εν μέσω της χουντικής δικτατορίας. Μάλιστα λογοκρίθηκε από το τουρκικό προξενείο, καθότι στην πρώτη του μορφή υιοθετούσε το δίστιχο «και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα / μια Τουρκοπούλα αγκαλιά». Η τουρκική πλευρά θεώρησε ιδιαζόντως προσβλητικό το περιεχόμενό του, και για το λόγο αυτό το δισκάκι αποσύρθηκε και ο επίμαχος όρος αντικαταστάθηκε από τη λέξη «ομορφούλα». Στο πλαίσιο της δικής μου ανάγνωσης μπορώ να αντιληφθώ τον μειωτικό χαρακτήρα του στίχου, καθώς μία αλλοεθνής κοπέλα, προερχόμενη από εχθρικό περιβάλλον (ή καλύτερα από το κατεξοχήν εχθρικό περιβάλλον των Τούρκων, που για πολλούς μέχρι σήμερα φαντάζει ως εχθρός προ των πυλών) “χαρίζεται” ως επιβράβευση του ανδραγαθήματος του Έλληνα πολεμιστή. Αν μη τι άλλο, δεν είναι μόνο εμφανής η κατ’ ουσίαν εκπόρνευση μιας γυναίκας, αλλά αναδύεται εμφατικά η σεξουαλική αντιμισθία που απολαμβάνει το άξιο τέκνο του ελληνισμού, αφού κατάφερε να αποκρούσει τα αντιμαχόμενα πυρά. Στην εκδοχή της αντικατεστημένης λέξης, η εθνική αδιαλλαξία παραχωρεί τη θέση της στην διάκριση του φύλου: ο άντρας-εκπορθητής έχει το δικαίωμα να γευτεί τους ερωτικούς χυμούς μίας τυχάρπαστης «ομορφούλας»· ασθενική, ίσως και υπερβολική η ερμηνεία, αλλά σίγουρα της αναλογεί ένα ψήγμα αλήθειας.

Η προβληματική γύρω από τις ιδεολογικές προεκτάσεις του τραγουδιού οξύνεται αν αναλογιστεί κανείς ότι η στιχουργός Σώτια Τσώτου έτρεφε αντιδικτατορικά συναισθήματα, και επομένως το τραγούδι λογικά συντασσόταν με την κατεύθυνση του φρονήματός της. Οι στίχοι, λοιπόν, διασταυρώνονταν με την χουντική αποθέωση της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά όχι για να συνηγορήσουν υπέρ των βλέψεων του αυταρχικού πολιτεύματος. Η αντίφαση που ανακύπτει εύκολα αίρεται με μία σύντομη αναδρομή στην περίοδο του ελληνικού Μεσοπολέμου και τη χρήση της παράδοσης, ενός εκ των πιο καταστατικών μορφωμάτων της ιστορικής συνείδησης ενός λαού. Στο έκρυθμο κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, ιδεολογικό περιβάλλον των δύο δεκαετιών από την Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι την γερμανική Κατοχή, την έννοια της παράδοσης μετήλθαν τόσο οι ανερχόμενοι εθνικοσοσιαλιστές, όσο οι φιλελεύθεροι και οι εκπρόσωποι της ευρύτερης σοσιαλιστικής Αριστεράς. Τα παραδεδομένα σχήματα του πολιτιστικού και ιστορικού παρελθόντος έλαβαν διαστάσεις ιδεολογήματος προς πάσα χρήση. Τέτοιου είδους φαινομενικές αντιθέσεις είναι εύλογο να διατρέχουν τη συνείδηση μίας χώρας, καθώς η άντληση από την κοίτη του παρελθόντος είναι ελεύθερη σε όλους, και δύσκολα μπορεί να ερμηνευθεί από τα στεγανά που πολλές φορές θέτουν τα πολιτικά (ή κομματικά) συστήματα ιδεών.

Παραδόξως, σήμερα, 22 Μαρτίου 2016, μία μέρα πριν τον περιώνυμο σχολικό εορτασμό είχα την τύχη να ακούσω και το υπόλοιπο πρόγραμμα, που απαρτιζόταν από παρόμοιας θεματικής τραγουδάκια, πολύ, όμως, ηπιότερα σημασιολογικά και σημειολογικά. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, τί ήταν αυτό που ώθησε έναν εκπαιδευτικό να αναλωθεί στην επαναληπτική “διδασκαλία” ενός αμφιλεγόμενου τραγουδιού, παραγκωνίζοντας όλα τα υπόλοιπα σκηνοθετικά μέρη στο περιθώριο των δοκιμών. Προφανώς η επιμονή αυτή αποτελούσε προσωπική πρωτοβουλία. Η τέλεση του όλου εγχειρήματος υπό την αιγίδα κάποιας υπουργικής εγκυκλίου, πιστεύω ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο δε, με προβληματίζει τί ακριβώς φιλοδοξεί ένας τέτοιου τύπου δάσκαλος. Μοχθεί, άραγε, να εμψυχώσει το εθνικό φρόνημα ενός ανήλικου παιδιού, και για ποιό λόγο; Αιωρείται, μήπως, ο φόβος ότι δεν θα μπορέσει να αφομοιώσει την ιδέα του έθνους διαφορετικά; Είναι αυτός ένας πετυχημένος μηχανισμός εκμάθησης της ιστορίας, και εν τέλει, μπορεί αυτή να προσεγγισθεί από το “τυφλό” μουρμούρισμα λέξεων που μηχανικά αναμασούν τα χείλη ενός παιδιού;

Τα παραπάνω, ίσως, δεν θα μου έκαναν τόση εντύπωση αν δεν είχα μεγαλώσει και εγώ σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που το απασχολούσε πολύ περισσότερο η κωδικοποιημένη απομνημόνευση ιστορικών σταθμών, παρά η καλλιέργεια ορθών κριτικών ανακλαστικών που θα βοηθούσαν ένα παιδί να αντιληφθεί ότι η ιστορία δεν έχει μόνο μία όψη, πολλές φορές ούτε καν δύο. Ακόμη γελάω με την φραστική παντιέρα «κριτική αντίληψη» την οποία είχε υψώσει η πλειοψηφία των καθηγητών της δικής μου γενιάς, βαυκαλιζόμενη πως μέσα από την πανελλαδική εξέταση των επονομαζόμενων «πηγών» ήταν σε θέση να μας προκαλέσουν να έρθουμε σε επαφή με μία, ει δυνατόν, ειλικρινή πλευρά της κριτικής διάστασης του λόγου, αφού πρώτα μας εξωθούσε στην αποστήθιση των ιστορικών βιβλίων. Το ίδιο αξιοπερίεργο μοτίβο φαίνεται ότι εφαρμόζεται, όταν μέσα από ένα λαϊκό τραγούδι που εξυμνεί μία ανησυχητικά πολεμοχαρή διάθεση («Να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα και το σπαθί μου να πιάνει φωτιά») κάποιος εκπαιδευτικός προσδοκεί να μεταλαμπαδεύσει την εθνική μας ιστορία, ξεχνώντας ότι είναι πιθανότερο εκείνη τη στιγμή το παιδί απλώς να αναπαράγει ασυναίσθητα λεκτικές δομές, οι οποίες, παρ’ όλα αυτά, εντυπώνουν μέσα του οιονεί μισαλλόδοξες αντιλήψεις. Το πρόβλημα, όμως, σίγουρα δεν εντοπίζεται εκεί, ή μάλλον μόνο εκεί.

Τα εμπόδια που ορθώνει η μονοσήμαντη αξιολόγηση του ιστορικού corpus στην πραγμάτωση της εθνικής αυτοσυνειδησίας, είθισται να εγκαθιδρύει το συστημικό πλαίσιο της εξουσίας, ενώ όσοι βρίσκονται στο πλέγμα επιρροής της δύσκολα μπορούν να ξεφύγουν από τα κανονικοποιημένα, δύσκαμπτα όρια που θεσπίζει η εκάστοτε θεσμοθέτηση ενός εκπαιδευτικού συστήματος. Στο σημείο αυτό ας επιτραπεί η παρέκβαση μίας άλλης πλευράς της ιστορίας, που ως ένα βαθμό διαμορφώνει συνειδήσεις και μπορεί να δείξει την ημιμάθεια που διασπείρεται. Έτσι, λοιπόν, όσον αφορά τα λογοτεχνικά δρώμενα που μπορώ να έχω μία καλή εποπτεία τους, η σωρεία των ποιητών και πεζογράφων που εισήχθησαν στα σχολικά βιβλία μετά την κατάρρευση του απολυταρχισμού των συνταγματαρχών (βλ. Γ. Σεφέρης, Γ. Θεοτοκάς, Η. Βενέζης, Κ. Καρυωτάκης, Γ. Ρίτσος, Ν. Βρεττάκος, Ο. Ελύτης, Τ. Παπατσώνης, κ.λ.π.), αποδεικνύει την στέρεη θεμελίωση μίας μακράς παράδοσης –που υπήρχε και πριν από τη χούντα- που αναγνώριζε ως αντιπροσωπευτικά δείγματα της ελληνικής λογοτεχνικής ιστορίας μόνο ό,τι ρητά διακήρυσσε το εθνικό παρελθόν και τη γενέθλια γη. Δεν θα ήταν ακραίο να υποστηρίξει κανείς ότι όσοι ανδρώθηκαν στα δύστηνα εκείνα χρόνια, αφενός, άθελά τους προσπέρασαν όλη τη λογοτεχνική παραγωγή από το 1920 και έπειτα, αφετέρου, ανατράφηκαν σε ένα συντηρητικό πλαίσιο εθνικού μονισμού, αφού το σχολείο αγνοούσε την ύπαρξη του Άλλου, έστω και στη λογοτεχνική του εκδοχή. Μία ματιά στα αναγνωστικά εκείνης της εποχής (που μπορεί κανείς να τα βρει ελεύθερα στο διαδίκτυο) μπορεί να πιστοποιήσει την εμμονή στο Βυζάντιο και την περίοδο της τουρκοκρατίας. Η μόνη διαφορετικότητα που διαιωνιζόταν ήταν αυτή του αλλογενούς κατακτητή που είχε καταλύσει την εθνική συνεκτικότητα του Έλληνα. Το ζήτημα είναι πολύ μεγάλο, και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξαντληθεί εδώ. Ήθελα, όμως, μέσα από το παράδειγμα της λογοτεχνίας να δείξω κάπως πόσο εύκολα ένα παιδί μπορεί να διολισθήσει στην εθνική μισαλλοδοξία, όταν του τοποθετούμε παρωπίδες σε κάθε έκφανση της ιστορικής προοπτικής μας.

Ανησυχητικό στην όλη υπόθεση παραμένει το γεγονός ότι οι ίδιες μέθοδοι που έτυχαν ευρείας εργαλειακής κατάχρησης τα χρόνια που μεγάλωνα εγώ (και σίγουρα και πριν από μένα), στο μεταίχμιο δύο γενεών, οι αναχρονιστικές αντιλήψεις των εκπαιδευτικών που νομίζουν ότι με το να διατυμπανίζουν παγιωμένες ιστορικές αντιλήψεις, στις οποίες ελλοχεύει ο κίνδυνος του ρατσισμού, βρίσκουν εύφορο έδαφος ανάπτυξης. Δεν ανήκω σε εκείνη την μερίδα του “δηθενισμού” και ενός κατ’ επίφαση φιλοπροοδευτισμού. Δεν ανήκω σε όσους αναρριγούν στο άκουσμα των ηρώων που συνέβαλαν στην εθνική χειραφέτηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι αγνοώ την σημασία του αγώνα τους, ούτε τάσσομαι υπέρ της παύσης του εορτασμού της Ελληνικής Απελευθέρωσης (αν και ιδιαίτερα γόνιμη θα ήταν μία συζήτηση για την αναθεώρηση του περιεχομένου της). Η εθνική παλιγγενεσία –είτε με μικρά είτε με κεφαλαία γράμματα- έχει υψωθεί στο βάθρο της ιστορικής μας αυτοεπίγνωσης και δεν νομίζω ότι κανείς μπορεί να την καθηλώσει. Είναι πολύ σημαντικό να ανατρέχουμε στο πολυεπίπεδο διακύβευμά της, αλλά όχι ρίχνοντας σπασμωδικές ματιές. Κατ’ επέκταση, η μονόπλευρη, έως φανατική, προσήλωση στην εκμετάλλευση των σκέψεων και των συναισθημάτων ενός παιδιού, που απαιτούν την εθνική του πειθάρχηση, μάλλον μπορεί να εκκολάψει υποκείμενα που συμβιβάζονται σε ημίμετρα. Αφού έμαθαν μόνο το άσπρο και το μαύρο, γιατί να αναζητήσουν να βρουν τις αποχρώσεις που παρεμβάλλονται;

Το συμβάν αυτό που παρακολούθησα πολύ φοβάμαι ότι δεν αποτελεί μία ανεξέλεγκτη τροπή της τύχης, αλλά μία καλά οργανωμένη τακτική χαλιναγώγησης του εθνικού αισθήματος, άσχετα αν γίνεται συνειδητά ή ασυνείδητα. Η ιστορία έχει πολλές ταχύτητες και τα γρανάζια που την θέτουν σε κίνηση είναι πολλά, όχι μονάχα ένα. Στον απόηχο του παροξυσμού που βιώνουμε εξαιτίας της μακρόχρονης κρίσης που μας έχει καταπλακώσει, μία νηφαλιότερη αντιμετώπιση της κληρονομιάς μας, και βέβαια μία επαναξιολόγηση της ανθρώπινης φύσης, ίσως μπορέσει να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τί πάει λάθος, και αντί να μειώνονται τα επεισόδια των διακρίσεων, αντιθέτως αυξάνονται, ή αλλάζουν μορφή.

∗ Θερμές ευχαριστήριες οφείλω στον Βαγγέλη Κατσαμπούρη για τις δομικές παρατηρήσεις και τις χρήσιμες υποδείξεις του.