Ποίημα: Χρήστος Γκαραβέλας
Επιμέλεια: Ίριδα Γοουδέλη
Εκπαιδευτικός


Και όπως βυθίστηκε στον αιώνιο ύπνο του

Βρέθηκε σε ένα πανέμορφο λιβάδι

Πολύχρωμα λουλούδια τον αγαλλίασαν,

Χελιδόνια πέταγαν ολόγυρά του, τραγουδώντας

Ενώ ξαπλωμένος τον γαλανό ουρανό

Απτό κεφάλι του χάζευε

Ένα άντρας τον πλησίασε

Έκατσε κοντά του

Του χαμογέλασε

Και του είπε

«τώρα θα έρθεις μαζί μου»

«δεν μπορώ να έρθω μαζί σου, αν πρώτα δεν μου πεις που θα πάμε»

Του απάντησε

Τότε ο άντρας σβήνοντας το χαμόγελο απτά χείλη του, είπε

«δεν μπορώ σου πω πού θα πάμε,

Θα πρέπει μόνο να με ακολουθήσεις»

Και τότε του απάντησε πάλι

«τότε δεν μπορώ να έρθω»
οπότε ο άντρας σηκώθηκε

Και αφού απομακρύνθηκε λίγο

Γύρισε το κεφάλι

Και του είπε που θα επιστρέψει

Σε περίπτωση που αλλάξει γνώμη

Έτσι και έγινε

Ό άντρας επέστρεψε άλλες δύο φόρες

Και του πρότεινε να τον ακολουθήσει

Αλλά κάθε φόρα του έκανε την ίδια ερώτηση

Και αφού δεν μπορούσε να του απαντήσει

Έφευγε και πάλι μόνος του

Την Τρίτη μέρα

Ο άντρας εμφανίστηκε πάλι

Έκατσε κοντά του

Και είπε

«Σου δίνω μια τελευταία ευκαιρία να έρθεις μαζί μου
αν πάλι μου απαντήσεις αρνητικά τότε θα φύγω

Και δεν θα έρθω ξανά»

Αλλά η απάντηση πού ήρε η ίδια
«αφού δεν μπορείς να μου πεις που θα πάμε

Τότε και εγώ δεν μπορώ να σε ακολουθήσω

Και όσες φορές και να έρθεις κοντά μου

Την γνώμη μου, δεν θα αλλάξεις»
και αφού ο άντρας δεν μπορούσε να του δώσει

Αυτή την απάντηση

Άρχισε να εξαφανίζεται μέσα στα σύννεφα

με το αργό του περπάτημα

ύστερα  τα μάτια του έκλεισε

ενώ τα λουλούδια, τα σύννεφα και τα πουλιά

άρχισαν να λιώνουν σιγά-σιγά

και όταν τα πάντα εξαφανιστήκαν

τα μάτια του άρχισαν να ανοίγουν και πάλι

και μέσα στο λευκό δωμάτιο

που βρισκόταν, ξύπνησε