Τζένη Φουντέα-Σκλαβούνου
Λογοτέχνις-Ποιήτρια Μέλος της Ε.Ε.Λ.
και του Κύκλου Ποιητών


Για τον ζωγράφο Κώστα Καμπουρόπουλο, που χάθηκε πρόσφατα.

Το παρόν κείμενο δεν αφορά το δυσαναπλήρωτο κενό που αφήνει ο εκλιπών σε όσους τον γνώρισαν και τον αγάπησαν. Άλλωστε, αυτό είναι ένα κομμάτι που το βιώνει και θα το βιώνει ο καθένας μας μόνος του, με τον εαυτό του. Αφορά αποκλειστικά το τεράστιο κενό που υπέστη με την απώλειά του η τέχνη της ζωγραφικής.

Όχι, δεν πρόκειται για έναν χαρισματικό άνθρωπο με πολλά ταλέντα και δεξιότητες, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται και η ζωγραφική. Ο Κώστας Καμπουρόπουλος γεννήθηκε με τη ζωγραφική καταγεγραμμένη σε κάθε του κύτταρο. Όλες οι λοιπές ιδιότητές του, όσο αξιόλογες κι αν ήταν, αποτελούσαν απλώς το περίβλημα του καλλιτέχνη. Στις 4.9.2018 η ζωγραφική έχασε ένα από τα πιο προικισμένα παιδιά της. Ο Κ. ήταν -όχι ήταν, είναι- ένας ζωγράφος εντελώς ξεχωριστός, που πέρα από την ευχέρειά του να χρησιμοποιεί περίτεχνα τα χρώματα και να σχεδιάζει φιγούρες ή τοπία, έφερε στην ελληνική ζωγραφική κάτι εντελώς πρωτόγνωρο. Μέσα από τα έργα του αναδύεται ο ψυχικός απόηχος ενός ολόκληρου κόσμου, ένα συναρπαστικό ψυχόδραμα, αν μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω, κατ’ αναλογία πάντα, αυτόν τον δόκιμο όρο της ψυχοθεραπείας.

Ναι, η ζωγραφική βιώνει ένα βαρύ πένθος, το ίδιο και τα καβαλέτα, οι μουσαμάδες, τα πινέλα, οι παλέτες και τα τελάρα που χρησιμοποιούσε για να μεταμορφώσει την πραγματικότητα σε μια πηγή απαράμιλλης αισθητικής και εκλεκτής συγκίνησης. Ο αληθινός Κ. βρισκόταν -ή κρυβόταν- μέσα στα έργα του. Μόνο όσοι κατόρθωναν να τα ερμηνεύσουν -πράγμα όχι και τόσο εύκολο- είναι σε θέση να ισχυριστούν ότι τον γνώριζαν σε βάθος. Ο πυρήνας της πολυσύνθετης προσωπικότητάς του βρισκόταν πίσω από τις ομίχλες, τα οράματα και την περιδίνηση που κατέκλυζαν τους πίνακές του.

Θέλω να πιστεύω ότι τώρα που έχει φύγει από κοντά μας διανύει μια πορεία που θα τον οδηγήσει στη θέση που του αξίζει. Μια θέση δίπλα στον Γιώργο Μπουζιάνη, τον Μιχάλη Οικονόμου, τον Ουίλιαμ Τέρνερ, τον Οντιλόν Ρεντόν, τον Γκυστάβ Μορό, τον Φρανσίσκο Γκόγια και τον Ντιέγο Βελάσκες. Δίπλα στους αγαπημένους του δασκάλους, που διαμόρφωσαν το καλλιτεχνικό του στίγμα, σ’ αυτούς που, κατά την επίπονη εικαστική του διαδρομή, αγωνίστηκε να τους προσεγγίσει και κάποιες στιγμές, ακόμα και να τους ξεπεράσει.

Καλό ταξίδι, λοιπόν, όχι μόνο για έναν αγαπημένο φίλο, αλλά και για τον μεγαλύτερο μεταπολεμικά Έλληνα ζωγράφο.