Κείμενο: Βιργινία Βλάχου
Φιλόλογος – Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Χαρούλα Ξανθοπούλου
Φιλόλογος


Μια στενή σχέση είναι δυνατό να προσφέρει ένα πλαίσιο το οποίο ανασύρει έντονα συναισθήματα, λόγω των αυξημένων πιθανοτήτων η συμπεριφορά να επιφέρει σύνολο εδραιωμένες και εκτενείς διαπροσωπικές προσδοκίες. (Berscheid & Ammazzaloso, 2001). Η μελέτη της συμπεριφοράς στις σχέσεις χωρίζεται σε συγκεκριμένα αναπτυξιακά στάδια ζωής (Sassler, 2010). Η ήβη θεωρείται σημαντικό αναπτυξιακό ορόσημο τόσο για τις ψυχολογικές όσο και για τις κοινωνικές μεταβάσεις στην ενήλικη ζωή. Συνολικά, οι γυναίκες με πολύ πρώιμη ήβη αρχίζουν ετεροφυλόφιλες σχέσεις και παντρεύονται σε νεαρότερη ηλικία από ότι εκείνες με ύστερη ήβη. Κατά την εφηβεία, οι αυξανόμενες συγκρούσεις στο σπίτι προκαλούν τους εφήβους να βλέπουν τους γονείς τους με διαφορετικό τρόπο και να αναπτύσσουν μια αίσθηση εξατομίκευσης (Hofer και συν., 1993). Η εξατομίκευση χαρακτηρίζεται από αύξηση της αυτονομίας (Youniss & Smollar, 1985). Σε περιπτώσεις όπου οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες λειτουργούν περιοριστικά προς την εξέλιξη της εξατομίκευσης, περιορίζεται αυτόματα και η διαδικασία της ενηλικίωσης και κατά συνέπεια καθυστερεί η επιθυμία δέσμευσης. Η έννοια του «ατομικού» αλλάζει σημαντικά εάν διατηρηθεί μια στενή ερωτική σχέση και η σχέση είναι δύσκολο να επιλεγεί εντός μιας ατομικιστικής κοινωνίας. Έτσι γίνεται φανερό, ότι η ηλικία κατέχει καθοριστική θέση στην ωρίμανση τόσο του ατόμου όσο και στην επιθυμία του να συνάψει μακροχρόνιες ερωτικές σχέσεις. Για να αναλυθεί αυτή η «ωρίμανση» θα γίνει αναφορά στον όρο «ψυχολογική νεοτένια» (Charlton, 2007). Ως «νεοτένια» ορίζεται η αργοπορία της ωρίμανσης και η διατήρηση νεανικών χαρακτηριστικών στην ενήλικη ζωή. Παράλληλα, όσο τα παιδικά/εφηβικά χαρακτηριστικά παραμένουν (ανευθυνότητα, περιορισμένη προσοχή κ.α.), η απόφαση για σταθερή δέσμευση αναβάλλεται, διότι μια τέτοια απόφαση θα απαιτούσε μεγάλο αίσθημα υπευθυνότητας (Charlton, & Andras, 2003).

Ακόμη, η ιδιοσυγκρασία του κάθε ατόμου αποτελεί κύριο παράγοντα για την επιθυμία δέσμευσης σε μακροχρόνια σχέση και σε γάμο στη συνέχεια. Παραδείγματος χάρη, ένα άτομο που διαθέτει χαρακτηριστικά ανεξαρτησίας ή κυκλοθυμίας θα εμπλακεί δύσκολα σε μακροχρόνια σχέση και πιθανότατα θα το κάνει σε μεγαλύτερη ηλικία που θα συμβάλλουν και οι βιολογικές και κοινωνικές πιέσεις (Haskey, 1995). Ειδικότερά, για τις γυναίκες είναι πιθανό να επιθυμήσουν την τεκνοποίηση και αυτό να μετριάσει την επιθυμία τους για ανεξαρτησία ή αναποφασιστικότητα στην επιλογή συντρόφου. Αντίστοιχα, οι άντρες είναι πιθανότερο να επιθυμήσουν να αισθάνονται ασφάλεια εντός της δέσμευσης αλλά και το βιολογικό ρολόι των ανδρών δεν ενεργοποιείται απαραίτητα σε μια συγκεκριμένη ηλικία καθώς δεν υπάρχει περιορισμός της γονιμότητάς τους, και έτσι δεν πιέζονται να δημιουργήσουν σταθερές ερωτικές σχέσεις. Ακόμη, μια σημαντική διαφοροποίηση με τις προηγούμενες δεκαετίες σε σχέση με την καθυστέρηση της σύναψης μακροχρόνιων στενών σχέσεων, κατέχει ένα βασικό αίτιο, το οποίο είναι η παράταση στη διάρκεια σπουδών. Αυτό ενισχύει την διαπίστωση ότι οι μορφωμένες γυναίκες που γεννήθηκαν στις αρχές του περασμένου αιώνα ήταν λιγότερο πιθανό να παντρευτούν. Αντίστοιχα, οι άνδρες απόφοιτοι κολεγίων στην τελευταία δεκαετία έχουν μικρότερες πιθανότητες να δεσμευτούν σε γάμο σε σύγκριση με άνδρες με λιγότερη εκπαίδευση (Isen & Stevenson, 2010). Τα ευρήματα αυτά, συνάδουν με τα χαρακτηριστικά που απαντώνται τόσο στην ψυχολογική νεοτένια όσο και στην παράταση των σπουδών, χαρακτηριστικά όπως η γνωστική ευελιξία και η θέληση με στόχο να αποκτηθούν με ευκολία οι νέες γνώσεις.

Επιπροσθέτως, υποστηρίζεται ερευνητικά ότι η επιθυμία για συντροφικότητα και δέσμευση επηρεάζεται από την οικογένεια προέλευσης, την εμπειρία εντός αυτής και τον τύπο προσκόλλησης με τους γονείς (Booth & Johnson, 1988). Ειδικότερα, οι ερωτικές σχέσεις εμπεριέχουν σύνολο χαρακτηριστικών που σχετίζονται με την αγάπη, την οικειότητα, την δέσμευση και την συντροφικότητα. Η δέσμευση αποτελεί κατάληξη των θετικών αποτελεσμάτων και των αρνητικών αποτελεσμάτων, τα οποία δημιουργούν αύξηση του κόστους που θα επιφέρει ο χωρισμός και αλλαγές στην αίσθηση αξίας του ατόμου. Έχει υποστηριχθεί ότι η δημιουργία μακροχρόνιας σχέσης σχετίζεται άμεσα με την θέληση των ατόμων να συνεχιστεί η σχέση (Johnson, 1991) και το ποσοστό συναισθηματικής εκφραστικότητας (Huston & Houts,1998). Αν και μεγάλος αριθμός μακροχρόνιων σχέσεων υφίσταται και εκτός γάμου, φαίνεται ότι η ύπαρξη ερωτικών συναισθημάτων αποτελεί ακριβής πρόβλεψη για το αν τα ζευγάρι θα προχωρήσει σε γάμο ή όχι, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει ως εγγύηση για ύπαρξη ευτυχισμένης και σταθερής σχέσης. Ο Stenberg (1999) αναφέρει την «τριγωνική θεωρία αγάπης» η οποία σχετίζεται με την συμπερίληψη της ψυχολογικής εγγύτητας και την απόφαση για δέσμευση στην έννοια της συντροφικότητας. Αντίστοιχα, οι Adams και Jones (1997) έχουν προσδιορίσει σύνολο των παραγόντων οι οποίοι έχουν συμβάλει στις μακροχρόνιες σχέσεις. Από την μια είναι, η προσωπική αφομοίωση, δηλαδή τα θετικά ελκτικά συναισθήματα προς κάποιον/α ερωτικό σύντροφο και μια σχέση. Από την άλλη, είναι ο βαθμός της ηθικής δέσμευσης, μιας αίσθησης υποχρέωσης, με την μορφή καθήκοντος θρησκείας ή κοινωνικής ευθύνης, όπως εκείνη έχει καθοριστεί μέσω των αξιών και των ηθικών αρχών των ατόμων. Τέλος, εξαρτάται από τις δεσμεύσεις εξαιτίας των περιορισμών, σύνολο παραγόντων που λειτουργούν αυξητικά προς το κόστος της αποχώρησης από τις σχέσεις, οι ελλείψεις σε ελκυστικές εναλλακτικές και μεγάλο ποσοστό των κοινωνικών, οικονομικών και νομικών επενδύσεων. Η εμπιστοσύνη είναι ένα ειδικό είδος της μεθόδου με την οποία γίνεται απόδοση των κινήτρων των άλλων, η ύπαρξή της είναι αρκετή για να διατηρήσει μια σχέση ακόμη και υπό αντιξοότητες. Ακόμη, πολιτικές και πολιτισμικές διαφοροποιήσεις κατέχουν καθοριστική σημασία για την επιθυμία σύναψης μακροχρόνιας ερωτικής σχέσης, όπως η επαγγελματική αποκατάσταση, η γονιμότητα, η πολιτισμικές καταβολές, η θέληση για γονιμοποίηση, ο βαθμός ωριμότητας, η καθυστερημένη ή πρόωρη ήβη και η προσωπική εμπειρία των ατόμων. Με αυτόν τον τρόπο, μεταξύ των πολλών μεταβάσεων που κάνουν οι νέοι κατά την είσοδό τους στη ενήλικη ζωή, η δέσμευση σε γάμο είναι ίσως η πιο σημαντική μετάβαση.


Βιβλιογραφικές αναφορές

Berscheid, C. E. & Ammazzalorso, H. (2001). Emotional experience in close relationships, Blackwell handbook of social psychology: Interpersonal processes. Blackwell Publishers: Oxford, UK.

Sassler, S. (2010). Partnering Across the Life Course: Sex, Relationships, and Mate Selection. Journal of marriage and family, 72, pp. 557-575.

Hofer, M., Pikowsku, B., Fleischmann, T. & Spranz- Fogasy, T. (1993). Argumentationssequenzen in Konfliktgespraechen (Argument sequences in conflict disourses). Zeitschrift fur Sozjalpsycjologie, 24, pp. 15-24.

Youniss, J. & Smollar, J. (1985). Adolescent relations with mothers, fathers and friends. Chicago: Chicago University press.

Charlton, B.G. (2007). Psychological neoteny and higher education: Associations with delayed parenthood. Medical Hypotheses, 69, pp. 237-40.

Haskey, J. (1995). Trends in marriage and cohabitation: the decline in marriage and the changing pattern of living in partnerships. Population Trends, 80, pp. 5-15.